Τα κυριότερα έντομα-εχθροί της ελιάς τον χειμώνα και πώς να τα αντιμετωπίσουμε

του Διονύσιου Περδίκη, αναπληρωτή καθηγητή,
Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών,
Εργαστήριο Γεωργικής Ζωολογίας & Εντομολογίας

Η ελιά, εκτός από τον δάκο, προσβάλλεται από έναν μεγάλο αριθμό εντόμων-εχθρών, που όμως διαφέρουν ανά περιοχή ανάλογα με τις εδαφοκλιματικές συνθήκες, τη χλωρίδα των ελαιώνων, την ποικιλία και τις καλλιεργητικές πρακτικές.

Αυτοί οι εντομολογικοί εχθροί είναι λιγότερο γνωστοί, οπότε μπορεί:

α) από τη μία πλευρά, να διαφύγουν την προσοχή και να προκαλέσουν οικονομική ζημιά στην παραγωγή που γίνεται αντιληπτή πολύ αργότερα ή μπορεί και να μη γίνει αντιληπτή, οπότε έχουμε απωλέσει ένα μέρος της παραγωγής χωρίς να το γνωρίζουμε και

β) από την άλλη πλευρά, ολόκληρες περιοχές να ψεκάζονται προληπτικά για κάποιο έντομο χωρίς να είναι γνωστό εάν πράγματι υπάρχει εκείνη την περίοδο και, μάλιστα, σε αρκετά υψηλούς πληθυσμούς, οπότε χρειάζεται να γίνει ψεκασμός.

Κλειδί οι στοχευμένες επεμβάσεις

Στη σύγχρονη ελαιοκομία και στο πλαίσιο των ορθών γεωργικών πρακτικών, της ολοκληρωμένης διαχείρισης και της βιωσιμότητας της καλλιέργειας, θα πρέπει να γνωρίζουμε εάν χρειάζεται να επέμβουμε και πότε, ώστε να αποφύγουμε οικονομική ζημιά στην παραγωγή και, συγχρόνως, να επιτύχουμε μείωση του κόστους παραγωγής με την αποφυγή άσκοπων ψεκασμών που αυξάνουν το κόστος παραγωγής, αλλά και επιβαρύνουν το περιβάλλον, ή αυξάνουν τον κίνδυνο ύπαρξης υπολειμμάτων στο ελαιόλαδο ή στους καρπούς.

Στην ολοκληρωμένη διαχείριση της ελαιοκαλλιέργειας, κύριο μέλημά μας στην αντιμετώπιση των εντομολογικών εχθρών είναι η παρακολούθηση των πληθυσμών τους με κατάλληλες μεθόδους, την κατάλληλη εποχή. Για κάθε είδος εντόμου, θα πρέπει να γνωρίζουμε τη μορφολογία του, τη βιοοικολογία του, τους παράγοντες που επηρεάζουν το ύψος των πληθυσμών του, την κατάλληλη μεθοδολογία παρακολούθησης των πληθυσμών του (παγίδες, δειγματοληψίες κ.λπ.), το οικονομικό όριο ζημιάς και πώς εκτιμάται και τα κριτήρια για την κατάλληλη επιλογή εντομοκτόνου.

Λόγω της μεγάλης έκτασης των ελαιώνων, γενικές οδηγίες σε επίπεδο μεγάλων περιοχών αδυνατούν να καλύψουν την ανάγκη για έγκαιρη και ουσιαστική εκτίμηση του κινδύνου σε επίπεδο συγκεκριμένου ελαιοτεμαχίου. Επομένως, για να ανταποκριθούν και να προσαρμοστούν σε αυτές τις σύγχρονες ανάγκες της ελαιοκαλλιέργειας οι παραγωγοί, χρειάζονται συμβουλευτική επιστημονική και τεχνική υποστήριξη και δράσεις εκπαίδευσης και διάδοσης, προσαρμοσμένων στις ανάγκες κάθε περιοχής.

Από τα έντομα της ελιάς, αυτά που θα μας απασχολήσουν το αμέσως επόμενο διάστημα και μέχρι και τον Μάρτιο είναι ο πυρηνοτρήτης, η καλόκορη και οι σκολύτες.

Πυρηνοτρήτης

Ο πυρηνοτρήτης έχει τρεις γενεές το έτος. Οι προνύμφες του κατά τη διάρκεια του χειμώνα προσβάλλουν τα φύλλα (φυλλόβια γενεά). Οι νεαρές προνύμφες προκαλούν στοές διάφορων σχημάτων στα φύλλα, ωστόσο κατά κανόνα η ζημιά δεν είναι αξιόλογη και δεν συστήνονται ψεκασμοί. Ωστόσο, όταν οι προνύμφες αναπτυχθούν αρκετά, κινούνται ελεύθερα στα φύλλα και στους κλαδίσκους τρεφόμενες με τα φύλλα (επιφανειακά φαγώματα) ή με τις εκπτυσσόμενες ταξιανθίες (Εικόνα 1):

ΕΙΚΟΝΑ 1: Ζημιά από προνύμφη πυρηνοτρήτη.

Η ζημιά, λόγω της καταστροφής των οφθαλμών και των πολύ μικρών ταξιανθιών, μπορεί να είναι σημαντική και να προκαλέσει μέχρι και ακαρπία, εάν ο πληθυσμός του εντόμου είναι υψηλός, καθώς το έντομο εμφανίζεται κατά περιοχές. Επομένως, σε ελαιώνες με ιστορικό υψηλών προσβολών από τον πυρηνοτρήτη, θα πρέπει να γίνεται προσεκτικός έλεγχος των φύλλων και των κλαδίσκων για εντοπισμό προνυμφών και της προσβολής τους, κατά τον Φεβρουάριο και αρχές έως μέσα Μαρτίου (π.χ. ανά εβδομάδα) και εάν χρειάζεται να πραγματοποιηθεί ψεκασμός.

Καλόκορη

Ένα άλλο έντομο που μας απασχολεί την περίοδο του χειμώνα είναι η καλόκορη της ελιάς. Το ενήλικο είναι επίμηκες με μήκος σώματος 7-8 mm και δύο ευδιάκριτες κηλίδες στο πάνω μέρος του θώρακα (Εικόνα 2):

ΕΙΚΟΝΑ 2: Ενήλικο CALOCORIS.

Τα νεαρά άτομα είναι ευκίνητα, δεν πετούν και έχουν ομοιόμορφο πράσινο χρώμα
(Εικόνα 3):

ΕΙΚΟΝΑ 3: Νύμφη CALOCORIS.

Τα νεαρά άτομα εμφανίζονται τον Ιανουάριο και κυρίως τον Φεβρουάριο και τρέφονται αρχικά σε ζιζάνια, όπως το σινάπι (Sinapis alba), το διανόχορτο (Mercurialis annua), την παριετάρια (Parietaria officinalis) και την τσουκνίδα (Urtica spp.). Αργότερα, μετακινούνται στα δέντρα της ελιάς, όπου νύσσουν και μυζούν την τρυφερή βλάστηση και προκαλούν την πτώση των οφθαλμών ή και τμημάτων ταξιανθιών και αργότερα την πτώση των κλειστών ανθέων (μουρόπτωση) (Εικόνα 4).

ΕΙΚΟΝΑ 4: Ζημιά από CALOCORIS.

Γενικά, το ευαίσθητο βλαστικό στάδιο της ελιάς που χρειάζεται να γίνεται παρακολούθηση είναι από τη στιγμή που μόλις έχει αρχίσει η ανάπτυξη της ταξιανθίας και μέχρι την έναρξη της άνθισης.

Για την αντιμετώπισή του, το κυριότερο προληπτικό μέτρο είναι η διατήρηση των ζιζανίων-ξενιστών του μέχρι την έναρξη της άνθισης της ελιάς, ώστε να μην αναγκαστούν τα έντομα να μετακινηθούν από τα ζιζάνια στα ελαιόδεντρα κατά τα ευαίσθητα στάδια της ελιάς. Η λήψη απόφασης για ψεκασμό εναντίον αυτού του εντόμου θα πρέπει να βασίζεται σε δειγματοληψίες για να επιβεβαιωθεί ότι είναι παρόν και κατόπιν να εκτιμηθεί η πυκνότητα των πληθυσμών του επί της ελιάς και πάντοτε κατά τη διάρκεια των ευαίσθητων βλαστικών σταδίων της (έκπτυξη οφθαλμών μέχρι την έναρξη της άνθισης).

Η δειγματοληψία είναι πολύ απλή και γίνεται με απότομο χτύπημα τυχαίων κλάδων μήκους 50-60cm κάθε φορά, πάνω από πλαστικό δίσκο ή ύφασμα και καταμέτρηση των ατόμων (ενηλίκων και νεαρών) που πέφτουν. Εάν βρεθούν περισσότερα από πέντε άτομα κατά μέσο όρο ανά τίναγμα, τότε μελέτες μάς έχουν δείξει ότι δικαιολογείται ψεκασμός.

Σκολύτες

Αυτή την εποχή, οι παραγωγοί θα πρέπει να αποφύγουν προβλήματα και από τους σκολύτες. Πρόκειται για ξυλοφάγα έντομα που προσβάλλουν τα εξασθενημένα δέντρα και κλάδους που παρουσιάζουν προβλήματα ευρωστίας. Τα ενήλικα προσβάλλουν και νεαρούς κλαδίσκους, προκαλώντας εξασθένιση και μείωση της ανάπτυξης και της παραγωγικότητάς τους. Κατάλληλο κλάδεμα και λίπανση βοηθούν στην αντιμετώπιση των σκολυτών. Επίσης, οι κλάδοι που απομένουν στους ελαιώνες μετά τη συγκομιδή ή το κλάδεμα πρέπει να απομακρύνονται μέχρι τις αρχές έως τα μέσα Μαρτίου, γιατί σε αυτούς αναπτύσσονται υψηλοί πληθυσμοί των σκολυτών που κατόπιν προσβάλλουν και τα ζωηρά δέντρα και μπορεί να προκαλέσουν οικονομική ζημιά.