Λίπανση στο βαμβάκι

του δρος Λουκά Τ. Πιστόλη, γεωπόνου, συνεργάτη της «SFAT Pistolis Taxiarchis Συμβουλευτική λίπανσης καλλιεργειών»

Ριζικό σύστημα

Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσουμε υπέρ ενός καλοαναπτυγμένου ριζικού συστήματος, απόρροια κυρίως ενός καλοφτιαγμένου χωραφιού. Η ανάπτυξη της κύριας ρίζας του βαμβακιού γίνεται με πολύ γρήγορο ρυθμό και πριν καλά-καλά ξεμυτίσουν τα φυτάρια, έχει ήδη φτάσει σε βάθος 10-12 εκ. και πάνω, ενώ τελικά μπορεί να φτάσει και στα δύο μέτρα.

Στην αρχή η ρίζα έχει το πάχος του στελέχους, όμως όσο κατεβαίνει λεπταίνει πολύ, χωρίς να χάνει τη λειτουργικότητά της. Βέβαια, όταν μιλάμε για ένα πασσαλώδες ριζικό σύστημα, η σε βάθος ανάπτυξή του είναι αυτονόητη, όμως είναι γνωστό ότι μέτρο της αξιοποίησης των θρεπτικών κυρίως, αλλά και του νερού, είναι ο όγκος του ριζικού συστήματος των φυτών. Σχετικές μελέτες έδειξαν ότι στη μεγαλύτερη αύξηση της μάζας των ριζών τα φυτά φτάνουν κατά την ανθοφορία (Καρίμωφ Α., 1982).

Η διαφορά του όγκου των ριζών μεταξύ της ανθοφορίας και του σταδίου των ανθικών καταβολών (χτένια) είναι σαφώς μεγαλύτερη από τη διαφορά μεταξύ της ανθοφορίας και της καρποφορίας. Αυτό σημαίνει ότι στη διάρκεια της καρποφορίας συντελείται μία μικρή μόνο αύξηση του όγκου των ριζών.

Από την έναρξη της ανθοφορίας, όπου ο όγκος του ριζικού συστήματος του βαμβακιού φτάνει σχεδόν στο μέγιστό του, αρχίζει και η ταχεία συσσώρευση της ξηρής ουσίας και της πρόσληψης των θρεπτικών στοιχείων. Μεταξύ της άνθισης και του ανοίγματος των καρυδιών, ο μέσος ρυθμός συσσώρευσης ξηρής ουσίας είναι της τάξης των 25 kg/στρ. την ημέρα. Στη διάρκεια αυτών των ημερών παράγεται το 75% του συνόλου της ξηρής ουσίας (Ηalevy, 1976).

Η σχετικά αργή ανάπτυξη του ριζικού συστήματος φαίνεται ότι είναι ο λόγος που η γραμμική βασική λίπανση, μαζί με τη σπορά -ιδιαίτερα τώρα, στην περίοδο των φειδωλών εισροών-, δίνει καλά αποτελέσματα στην ανάπτυξη της βαμβακοκαλλιέργειας. Εξάλλου, το βαμβάκι είναι μια καλλιέργεια με οικολογική στοίχιση, αφού τρώει περισσότερο τους ζεστούς μήνες του έτους, οπότε εκμεταλλεύεται καλύτερα τη «χορηγία» του εδάφους (υψηλός βαθμός ανοργανοποίησης κ.λπ.) και τα όποια μειονεκτήματα της γραμμικής λίπανσης εξουδετερώνονται.

Η θετική επίδραση των επιφανειακών αζωτολιπάνσεων είναι εμφανέστερη στα ελαφρά χωράφια, συγκριτικά με αυτή στα βαρύτερα. Γενικά, η τμηματική λίπανση, όταν γίνεται με προσοχή, έχει υπολογίσιμα θετικά αποτελέσματα

Θρεπτικά στοιχεία

Το άζωτο επηρεάζει θετικά το ύψος της φυτείας, τη φυλλική επιφάνεια και την απόδοση σε σύσπορο. Γενικά, οι υψηλές αζωτούχες λιπάνσεις αυξάνουν τις πρωτεΐνες εις βάρος του λαδιού στον βαμβακόσπορο. Οι ανάγκες του βαμβακιού σε άζωτο είναι μικρές μέχρι τα πρώτα άσπρα λουλούδια, προς τα τέλη Ιούνη, και αυξάνονται ραγδαία στη συνέχεια. Πάντως, και λίγο πριν τα πρώτα λουλούδια (7-10 μέρες), έχει ήδη ξεκινήσει μια μικρή αλλά αισθητή αύξηση των αναγκών του και τότε είναι χρήσιμη η χορήγηση αζώτου, γιατί συνδράμει και στην καλύτερη ανάπτυξη του ριζικού συστήματος. Οι μεγάλες ανάγκες του βαμβακιού για άζωτο και γενικά για θρεπτικά, εντοπίζονται μεταξύ της άνθισης και του ανοίγματος του πρώτου καρυδιού, περίπου ενάμιση μήνα δηλαδή.

Γενικά, ισχύει ότι οι μέσες ημερήσιες ανάγκες σε άζωτο ενός στρέμματος βαμβακιού, στη μέση της ανθοφορίας, είναι τουλάχιστον δεκαπλάσιες από τις μέσες ημερήσιες ανάγκες του μέχρι την έναρξη της ανθοφορίας.

Από την έναρξη της άνθισης και μετά, η περιεκτικότητα του αζώτου στα φύλλα μειώνεται ραγδαία, γεγονός που λαμβάνεται υπ’ όψη στις λιπάνσεις. Οι επιφανειακές λιπάνσεις στο βαμβάκι πρέπει πάντα να συσχετίζονται με την περιοχή (κλίμα), το νερό (χρόνος έναρξης και πέρατος αρδεύσεων, της συχνότητάς τους, το είδος αρδευτικού συστήματος), φυσικά και με την περιεκτικότητα σε άργιλο του αγρού. Στη Β. Ελλάδα, λόγου χάρη, όπου το βαμβάκι φτάνει στην άνθιση με λίγα ποτίσματα και όπου κύρια επιδίωξη είναι η πρωίμιση της παραγωγής, συχνά μια επιφανειακή λίπανση είναι αρκετή.

Η θετική επίδραση των επιφανειακών αζωτολιπάνσεων είναι εμφανέστερη στα ελαφρά χωράφια, συγκριτικά με αυτή στα βαρύτερα, όπου η άργιλος συγκρατεί τα αμμωνιακά ιόντα στους διακρυσταλλικούς χώρους, αποδίδοντάς τα βαθμιαία στην καλλιέργεια. Γενικά, πάντως, η τμηματική λίπανση, όταν γίνεται με προσοχή, έχει υπολογίσιμα θετικά αποτελέσματα. Σε χωράφια όπου η άρδευση γίνεται με καρούλι και εκτιμάται ότι χρειάζονται δύο επιφανειακές λιπάνσεις, η πρώτη γίνεται στην εμφάνιση των ανθικών καταβολών (χτένια) και η άλλη κοντά στην άνθιση. Το βαμβάκι χρειάζεται και νιτρικό και αμμωνιακό άζωτο, ενώ έχει διαπιστωθεί ότι το αμμωνιακό άζωτο συντελεί στην αυξημένη πρόσληψη του φωσφόρου.

Οι λιπάνσεις με άζωτο στη βαμβακοκαλλιέργεια τηρούν συνήθως το εύρος των 12-16 μονάδων ανά στρέμμα, με τις λιγότερες κατά κανόνα να πέφτουν στα βορειότερα διαμερίσματα της χώρας. Το 1/3 ή το μισό περίπου αυτής της ποσότητας (το περισσότερο στα αργιλώδη και το λιγότερο αμμώδη εδάφη) χορηγείται στη βασική λίπανση.

Η επαρκής παρουσία του φωσφόρου ευνοεί την ανάπτυξη ενός γερού ριζικού συστήματος, την άνθιση, την καρποφορία και την πρωίμιση της βαμβακοκαλλιέργειας. Σημαντική είναι η επίδρασή του στις αποδόσεις. Αυξάνει την αντίσταση των βαμβακόφυτων στο κρύο και στην έλλειψη νερού, ενώ απαλύνει τις συνέπειες του υπερβολικού αζώτου.

Έλλειψη φωσφόρου στην αρχή της βλαστικής περιόδου του βαμβακιού έχει αρνητικές συνέπειες που δύσκολα ξεπερνιούνται αργότερα. Αναφέρθηκε ήδη ο θετικός ρόλος του αμμωνιακού αζώτου στην πρόσληψή του από το φυτό.

Η αντίδραση στα φωσφορικά λιπάσματα δεν είναι πάντα δεδομένη και όταν η περιεκτικότητα του εδάφους σε φωσφόρο ξεπερνά τα 20ppm, πρέπει να είμαστε φειδωλοί στη χρησιμοποίησή του. Η σχέση Ν/Ρ=2/1 είναι μια ενδεικτική σχέση για τη λίπανση του βαμβακιού στη χώρα μας. Όλος ο φωσφόρος εφαρμόζεται στη βασική λίπανση.

Θεωρητικά, μια μικρή ποσότητα φωσφόρου μπορεί να χορηγηθεί λίγο πριν από την έναρξη της άνθισης. Στην πράξη και ορθώς, την περίοδο εκείνη γίνονται διαφυλλικές εφαρμογές φωσφόρου μαζί με άλλα θρεπτικά και κυρίως με άζωτο (ουρία).

Το κάλιο έχει σημαντικό ρόλο στην ενεργοποίηση μεγάλου αριθμού ενζύμων, εντατικοποιεί την αφομοίωση του CO2 –αυξάνει δηλαδή τη φωτοσυνθετική δραστηριότητα–, ενισχύει την πρωτεϊνοσύνθεση, καθιστώντας αποτελεσματικότερη τη χρήση του αζώτου από τα φυτά (το επιβεβαιώνουν πειράματα με 15Ν) και εξασφαλίζει τη μεταφορά των προϊόντων της φωτοσύνθεσης προς τα αναπαραγωγικά και αποθησαυριστικά όργανα του βαμβακιού.

Ένα ικανοποιητικό επίπεδο καλίου έχει ευεργετικές συνέπειες στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του βαμβακιού, στην ομοιομορφία και ωρίμανση των ινών, καθώς και στην αύξηση της εκατοστιαίας τους αναλογίας.

Το κάλιο καθιστά το φυτό καλύτερο χρήστη του νερού και το κάνει να διψάει δυσκολότερα και να μη «μεσημεριάζει» στις θερμές ώρες της ημέρας. Επαρκείς ποσότητες καλίου καθιστούν το βαμβακόφυτο περισσότερο ανθεκτικό στις αδρομυκώσεις.

Υπογραμμίζουμε τις ιδιαίτερες ανάγκες σε κάλιο των ποικιλιών υψηλών αποδόσεων και αυτών με μικρότερο βιολογικό κύκλο, οι οποίες σε μικρότερο χρονικό διάστημα δένουν πιο πολλά καρύδια και σε αυτό το χρονικό διάστημα πρέπει να ικανοποιηθούν οι ανάγκες τους σε κάλιο.

Με την έναρξη της άνθισης, το βαμβάκι παρουσιάζει ιδιαίτερα αυξημένες ανάγκες σε κάλιο, του οποίου η περιεκτικότητα στα φύλλα μειώνεται ραγδαία, αφού η κάψα είναι η αποθήκη καλίου του βαμβακόφυτου.Στα εδάφη με ελλειμματικό κάλιο το βαμβάκι αποφυλλώνεται μόνο του, πριν την ώρα του.

Στη λίπανση του βαμβακιού, η συμβουλευτική σχέση Ν:P:K που συνήθως δίνεται είναι 2:1:1. Μέρος του καλίου ή και ολόκληρο, όπου οι αναγκαίες ποσότητες είναι μικρές, μπορεί να χορηγηθεί επιφανειακά. Οφείλουμε να πούμε, στο σημείο αυτό, πως το σχετικά φτηνό χλωριούχο κάλι είναι μια πολύ καλή μορφή καλίου για το βαμβάκι, περισσότερο από όσο για το καλαμπόκι, για το οποίο γράψαμε στο φύλλο 281 της «ΥΧ».

Η εφαρμογή αυτή του καλίου, όπου αρδεύουμε με καρούλι, γίνεται πριν από το πότισμα της άνθισης ή και νωρίτερα.

Η «κλασική» έλλειψη μαγνησίου στη χώρα μας (εδαφολογικής αιτιολογίας) εμφανίζεται κυρίως σε ελαφρά χωράφια και σε χωράφια με χαμηλό pH. Πολύ συχνά όμως η έλλειψη μαγνησίου συγχέεται με το φαινόμενο της γήρανσης του πρωτοπλάσματος, συνήθως προς το τέλος της βλαστικής περιόδου.

Τότε τα φυτά αποβάλλουν σημαντικό μέρος των μεταλλικών ιόντων -και ιδιαίτερα μαγνησίου που έχει μεγάλο βαθμό ενυδάτωσης- εξαιτίας της γήρανσης των κολλοειδών του πρωτοπλάσματος και της μείωσης των δεσμευτικών για τα ιόντα ικανοτήτων του. Οι βροχές εκείνης της περιόδου αλλά και η πρωινή δροσιά είναι οι κύριοι παράγοντες που «ξεπλένουν» τα φυτά παρασύροντας μαζί τους μεταλλικά ιόντα.

Τι και πότε θα ψεκάσουμε είναι ένα ζήτημα πολύ σοβαρό και η διαλεύκανσή του αφορά τη σοβαρότητα του εγχειρήματος «διαφυλλικές εφαρμογές»

Υδρολιπάνσεις

Οι υδρολιπάνσεις, το τι και πότε, συνάγονται σχετικά εύκολα από όσα είπαμε ήδη. Ένα πράγμα άμα το μάθεις καλά, στην ουσία του, τότε πολλά πράγματα τα συνεχίζεις μόνος σου. Το αίτιο και το αιτιατό, που λέγαμε στη λίπανση του καλαμποκιού («ΥΧ» #281). Καλύτερα το είπε ο Γιάννης Ρίτσος: «Η στιγμή δεν ήταν πια ένα κλείσιμο, μα το κέντρο μιας έκτασης με άπειρη περιφέρεια»!

Στην… περιφέρεια των υδρολιπάνσεων λοιπόν, που πλέον είναι εύκολη υπόθεση. Μία μετά το άπλωμα των λάστιχων, στα μέσα του Ιούνη, δύο στο επόμενο πότισμα, ας πούμε, μετά 7-8 ημέρες, και τρεις στο ένα λουλούδι ανά τετραγωνικό μέτρο, στις αρχές του Ιούλη. Τρεις υδρολιπάνσεις με άζωτο, λοιπόν, μπορεί να γίνουν μέχρι τότε, στα μέσης – ελαφράς μηχανικής σύστασης εδάφη. Μπορεί βέβαια να αρκούν η πρώτη και η τρίτη.

Μαζί με το άζωτο, στα τέλη Ιούνη ή στις αρχές Ιούλη, καλό είναι να χορηγηθεί, όπου είναι αναγκαίο, και το συμπλήρωμα του καλίου (π.χ. 10 kg/στρ. KCl). Από εκεί και πέρα, μπορεί να γίνουν μία, δύο και τρεις ακόμη υδρολιπάνσεις αζώτου. Το «τρεις» είναι περισσότερο θεωρητικό, το «δύο» λιγότερο θεωρητικό και το «μία» αναγκαίο. Φυσικά, τον τελευταίο λόγο έχει το έδαφος -βαρύ ή ελαφρύ-, το φορτίο και το γεωγραφικό πλάτος. Στα μέσα της άνθισης, το βαμβάκι χρειάζεται 250-450 γρ. άζωτο/ημέρα.

Να θυμόμαστε επίσης ότι κάποιες αστοχίες μας στη λίπανση τότε, μπορεί να τις καταστήσει πλημμεληματικές ο ήλιος, η ζέστη και το δυνατό πλέον ριζικό σύστημα του βαμβακιού. Πρόκειται για την «οικολογική στοίχιση» του βαμβακιού, που έχουμε ήδη αναφέρει από την αρχή.

Διαφυλλικές εφαρμογές

«Δεν έχει ξανασυμβεί», έγραφε ο Wittwer, στα μέσα του περασμένου αιώνα, «πιο ρωμαλέα προώθηση πωλήσεων λιπασματοπροϊόντων περισσότερο ανεγγύητων αξιώσεων και μεγαλύτερων τιμών από τα διαφυλλικά… Εφαρμογή διαφυλλική μερικών εμπορικών μειγμάτων Ν, Ρ, Κ με κάποιο ιχνοστοιχείο είναι, για τις περισσότερες καλλιέργειες, μια δαπανηρή και περιττή εργασία…». Δικαιολογημένα έγραφε τα παραπάνω ο Wittwer και δικαιολογημένα ο Έλληνας καλλιεργητής συχνά αναφέρεται στα διαφυλλικά σκευάσματα με τον απαξιωτικό όρο «μαντζούνια».

Τι και πότε θα ψεκάσουμε είναι ένα ζήτημα πολύ σοβαρό και η διαλεύκανσή του αφορά τη σοβαρότητα του εγχειρήματος «διαφυλλικές εφαρμογές». Εν συντομία, οι διαπιστώσεις μας περί των διαφυλλικών εφαρμογών των κύριων θρεπτικών στο βαμβάκι είναι γενικά οι εξής:

Ν, P, K, ιδιαίτερα Ν και P στην έναρξη της άνθισης.
Ν, P, K, ιδιαίτερα Ν και Κ στο γέμισμα.

Το άζωτο της ουρίας –στη φάση αυτή μια ποσότητα 2% περίπου– είναι αποτελεσματικό.

Για τα ιχνοστοιχεία τώρα. Ο ψευδάργυρος (Zn – τρυπτοφάνη – αυξίνες κ.λπ.), το βόριο (προστατεύει τις αυξίνες από την οξείδωση κ.λπ.), αλλά και ο σίδηρος και το μαγγάνιο (είναι ιστορικό το παράδειγμα της έλλειψης μαγγανίου στην Κωπαΐδα, που αντιμετωπίστηκε αποτελεσματικά με ψεκασμούς στο στάδιο των ανθικών καταβολών), πρέπει να τυγχάνουν της προσοχής μας, ώστε, όπου παρουσιάζονται ελλείψεις, να αντιμετωπίζονται και με διαφυλλικούς ψεκασμούς στην εμφάνιση των χτενιών, αλλά και στην έναρξη της άνθισης.

Το τελευταίο πότισμα

Από τα ποτίσματα παραγωγής, το τελευταίο πότισμα έχει ιδιαίτερη σημασία, όση και τα τελευταία μέτρα της κούρσας ενός δρομέα, θα λέγαμε.

Γενικά, τα ποτίσματα, δεν πρέπει να διακόπτονται πριν από τα τέλη Αυγούστου, αλλά στα κεντρικά και νότια διαμερίσματα της χώρας μπορούν και κατά κανόνα πρέπει να συνεχίζονται και στο πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου. Για μεγάλες αποδόσεις (βαρύ σύσπορο και άνοιγμα των όψιμων καρυδιών) σε Θεσσαλία, Φθιώτιδα και Βοιωτία, βοηθούντος του φορτίου, το τελευταίο πότισμα καλό είναι να γίνεται στο πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου, εποχή πάχυνσης των ινών και ωρίμανσης του σπόρου.

Μάλιστα, τα συμπεράσματά μας από τη μελέτη των αρδεύσεων και βορειότερα, δείχνουν ότι σε χωράφια χαμηλής γονιμότητας, όπως είναι λ.χ. τα εξωχώραφα των Σερρών (Ν. Ζίχνη, Βισαλτία) και σε βαμβάκια καλοφορτωμένα, μια κάποια παράταση των αρδεύσεων είναι πάντα παραγωγικά επωφελής. Φυσικά στα βαρύτερα καμπίσια χωράφια (Δήμος Σερρών, Νιγρίτα, Σκούταρι, Ηράκλεια κ.ά.), το τελευταίο πότισμα θα το σκεφτούμε περισσότερο.