Από το λίπασμα ξεκινά η παραγωγή τροφίμων υψηλής προστιθέμενης αξίας

Βασικός κρίκος της αλυσίδας αγροδιατροφικών προϊόντων με ταυτότητα και υψηλή ποιότητα η θρέψη

32nd Annual Argus Europe Fertilizer 2018

Η μετάβαση από τα δημητριακά στις δενδρώδεις καλλιέργειες τροφοδότησε την αυξημένη ζήτηση για λιπάσματα NPK

 Την αφρόκρεμα της ευρωπαϊκής και διεθνούς αγοράς λιπασμάτων συγκέντρωσε το 32ο συνέδριο που διοργάνωσε το τριήμερο 24-26 Οκτωβρίου στην Αθήνα η Argus Europe, δίνοντας το στίγμα των τάσεων που θα διαμορφώσουν τον κλάδο τόσο τα αμέσως επόμενα χρόνια όσο και μακροπρόθεσμα.

Η διοργάνωση υποστηρίχθηκε από τον Σύνδεσμο Παραγωγών και Εμπόρων Λιπασμάτων (ΣΠΕΛ) και, όπως δηλώνει στην «ΥΧ» ο πρόεδρος του τελευταίου, Νίκος Κουτσούγερας, ανέδειξε την ανάγκη μιας διαφορετικής, πιο «ολιστικής» οπτικής στο λίπασμα και στη γνώση που αυτό ενσωματώνει, ώστε, πέρα από την υψηλότερη παραγωγικότητα, να προσφέρει σε μια σειρά άλλων σημαντικών παραγόντων, κρίσιμων για το μέλλον της γεωργίας και των αναγκών της αγοράς.

«Νομίζω ότι το βασικό σημείο ενδιαφέροντος της διοργάνωσης ήταν η σύγχρονη προσέγγιση των λιπασμάτων όχι μόνο ως μια κλασική εισροή, αλλά ως ένας κρίκος της αλυσίδας μιας συνολικότερης θεώρησης, από τον κλάδο της αγροδιατροφής, τις περιβαλλοντικές απαιτήσεις, καθώς και άλλες απαιτήσεις της αγοράς. Όχι όμως μόνο σε ποσοτικούς/παραγωγικούς, αλλά και σε ποιοτικούς όρους. Εκεί ακριβώς μπαίνει η έννοια της γνώσης», αναφέρει στην «ΥΧ» ο πρόεδρος του ΣΠΕΛ.

Ο ίδιος, εξηγώντας το σκεπτικό του, προσθέτει: «Με βάση τα στοιχεία του FAO, o παγκόσμιος πληθυσμός θα αυξηθεί και θα καταναλώνει περισσότερο. Επιπλέον, ο σύγχρονος τρόπος προσέγγισης του κλάδου της αγροδιατροφής έχει ανοίξει μια ατζέντα που υπερβαίνει το οικονομικό σκέλος και μετατοπίζει την εστίαση στην παραγωγή προϊόντων υψηλής διατροφικής αξίας με ισχυρισμούς υγείας, ακόμα και με θεραπευτικές ιδιότητες».

Στροφή στα specialties

Αναφορικά με την ελληνική αγορά λιπασμάτων, ο τζίρος που προκύπτει από την ετήσια κατανάλωση των 800.000 τόνων διαμορφώνεται, σύμφωνα με τον κ. Κουτσούγερα, σε περίπου 250 εκατ. ευρώ (σ.σ. εγχώρια κατανάλωση). Ο πρόεδρος του ΣΠΕΛ τονίζει ότι «δεδομένου ότι έχει μειωθεί πολύ η χρήση των λιπασμάτων, εάν δεν υπάρξει η αξιοποίηση της γνώσης σε αυτά τα επίπεδα κατανάλωσης που έχουμε θα υπάρξουν επιπτώσεις».

Ο κ. Κουτσούγερας συμφωνεί ότι υπάρχει μια στροφή της αγοράς και της ζήτησης προς τα specialties προϊόντα. «Όταν μιλάμε για “specialties”, εννοούμε λιπάσματα που, πέρα από τα ιχνοστοιχεία, περιέχουν και κάποιες τεχνολογίες που αφορούν είτε τη διαχείριση του αζώτου, όπως τα ‘‘παρεμποδισμένα’’, είτε τα λιπάσματα με βιοδιεγέρτες. Άλλωστε, η στροφή αυτή οφείλεται, όπως προείπα, και στον ρόλο που θα διαδραματίσει ο παράγοντας της ποιότητας, πέρα από την παραγωγικότητα».

Σε αυτό το πνεύμα κινήθηκε και η παρουσίαση που πραγματοποίησε, στη διάρκεια του συνεδρίου, η γενική διευθύντρια του ΣΠΕΛ, Φωτεινή Γιαννακοπούλου, αναλύοντας τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της ελληνικής γεωργίας και εξηγώντας πώς ο κλάδος των λιπασμάτων μπορεί να συμβάλει στην παραγωγή ελληνικών προϊόντων ταυτότητας και ποιότητας.

 

Η «μεγάλη εικόνα» προμηνύει ανάκαμψη της αγοράς

Ενδιαφέρουσες πληροφορίες και στατιστικά δεδομένα για την ελληνική αγορά λιπασμάτων παρέθεσε ο διευθυντής της INDAGRO, Νίκος Λουίζος, κατά τη δεύτερη μέρα του συνεδρίου. Όπως ανέφερε ο ίδιος, αν και η αγορά δείχνει στασιμότητα, μεσομακροπρόθεσμα οι προβλέψεις για την αγροτική παραγωγή και τις διατροφικές ανάγκες του ευρωπαϊκού και παγκόσμιου πληθυσμού καθιστούν βάσιμη την πεποίθηση ότι ο κλάδος θα ανακάμψει.

Αυξημένη ζήτηση για φωσφορούχα και καλιούχα

O διευθυντής της INDAGRO παρέθεσε αρχικά τη «μεγάλη εικόνα», αναφερόμενος σε στοιχεία της Παγκόσμιας Ένωσης Λιπασμάτων (IFA), σύμφωνα με τα οποία η ζήτηση λιπασμάτων διαμορφώνεται σε 500 εκατ. τόνους ετησίως.

Η ΕΕ απορροφά το 10% της παγκόσμιας κατανάλωσης, ποσοστό που βαίνει μειούμενο τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, όπως ανέφερε ο ίδιος, αυτό αναμένεται να αλλάξει, κυρίως σε ό,τι αφορά τα φωσφορούχα και καλιούχα λιπάσματα λόγω των αναγκών των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, όπου η ζήτηση αυξάνεται προοδευτικά.

Η άνοδος φρούτων και κηπευτικών άλλαξε το τοπίο

Όπως μπορεί να δει κάποιος και από τα στοιχεία της IFA (βλ. πίνακα), στην Ελλάδα η μείωση στην κατανάλωση λιπασμάτων σε όρους θρεπτικών ουσιών μεταξύ 2011 και 2017 ανήλθε σε περίπου 70.000 τόνους, ήτοι -22,6%.

Ωστόσο, όπως σημειώθηκε, τα στοιχεία κατανάλωσης του ΣΠΕΛ σε όρους προϊόντων παρουσιάζουν μια πιο ακριβή εικόνα για το ίδιο χρονικό διάστημα, που η κατανάλωση μειώθηκε κατά 9%. Όπως επεσήμανε ο κ. Λουίζος, η μείωση δεν οφείλεται αποκλειστικά στην κρίση, καθώς σταδιακά στην αγορά μπήκαν πιο αποδοτικά προϊόντα.

Τα αζωτούχα λιπάσματα καταλαμβάνουν το 37% του συνόλου των προϊόντων, τη στιγμή που τα σύνθετα λιπάσματα (NP και NPK) αποτελούν την πιο δημοφιλή επιλογή με 54%. Κατά τον ομιλητή, η σημαντική άνοδος στα λιπάσματα NPK τα τελευταία χρόνια αποδίδεται στη μετάβαση που συντελέστηκε στην αγροτική παραγωγή, από τα δημητριακά στις δενδρώδεις καλλιέργειες (κυρίως φρούτα) και στα κηπευτικά. Παράλληλα, μειώθηκε η χρήση προϊόντων με ουρία, ενώ αναφορά έγινε στα λιπάσματα βραδείας αποδέσμευσης που ανεβαίνουν διαρκώς σε κατανάλωση.

Κατανάλωση λιπασμάτων στην Ελλάδα (σε τόνους θρεπτικών συστατικών)

Συστατικά

2010-2011

2016-2017

% Μείωση

Ν

195.904

148.898

-24%

P2O5

  65.702

  49.990

-23,9%

K2O

  49.724

  42.223

-15,1%

Σύνολο

 311.330

 241.111

-22,6%

Πηγή: IFA

Ζητούμενο οι μέγιστες αποδόσεις

Συνοψίζοντας, ο κ. Λουίζος ανέφερε ότι η φιλοσοφία που διέπει πλέον την ελληνική αγορά είναι ότι η ζήτηση έχει μετατοπιστεί σε προϊόντα που προσφέρουν την καλύτερη σχέση κόστους ανά στρέμμα, προφέροντας παράλληλα την υψηλότερη δυνατή στρεμματική απόδοση.

 

Φωτό λεζάντα: Ο εμπορικός διευθυντής της Yara Ελλάς και γενικός γραμματέας του ΣΠΕΛ, Νίκος Κυριακίδης, εκ των βασικών ομιλητών του συνεδρίου.