Ο λωτός αναζητά τη θέση του στο τραπέζι του σύγχρονου καταναλωτή

Μια καλλιέργεια που έχει βρει γόνιμο έδαφος ανάπτυξης στον Νομό Πέλλας είναι αυτή του λωτού. Ειδικότερα, στην περιοχή του κάμπου των Γιαννιτσών και της Κρύας Βρύσης, η ενασχόληση με τη λωτοκαλλιέργεια γνώρισε ιδιαίτερη δυναμική την τελευταία εικοσαετία.

Οι συστηματικοί και οργανωμένοι οπωρώνες ξεπερνούν τα 1.000 στρέμματα, με το ενδιαφέρον των παραγωγών να στρέφεται σε ποικιλίες που είναι πιο γλυκές, έχουν μεγάλους καρπούς και καταναλώνονται άμεσα, δεν έχουν δηλαδή την παραδοσιακή και χαρακτηριστική στυφή γεύση του φρούτου.

Όπως τονίζει ο γεωπόνος με εμπειρία στην καλλιέργεια λωτού στον Νέο Μυλότοπο Γιαννιτσών, Σάββας Παστόπουλος, οι στρεμματικές εκτάσεις για φέτος δεν έχουν διαφοροποιηθεί, όμως αναμένονται αυξημένες αποδόσεις, καθότι τα δέντρα που είχαν φυτευτεί τα προηγούμενα χρόνια θα δώσουν πλέον καρπούς. Οι ποικιλίες που επικρατούν είναι ξενικές, με προτίμηση στην Jiro, στη Hana Fuyu, που κινδυνεύει να εξαφανιστεί γιατί δεν είχε ζήτηση και, τελευταία, την ισπανική τοπική Rojo Brillante.

«Ο Νέος Μυλότοπος είναι από τις κοινότητες στις οποίες η λωτοκαλλιέργεια έχει πρωτοστατήσει. Έχει αναπτυχθεί στην περιοχή μας κυρίως μετά την εισαγωγή της Jiro, η οποία παράγει έναν γλυκό καρπό που μπορεί να φαγωθεί όπως το μήλο και την οποία προτιμά η αγορά. Ο λωτός είναι από τα πιο καθαρά σε υπολείμματα φυτοφαρμάκων φρούτα παγκοσμίως», υπογραμμίζει ο κ. Παστόπουλος.

Από την πλευρά του, ο παραγωγός Νίκος Μηνάς, από τα Καλύβια Σκύδρας, ο οποίος κάνει και διάθεση της ποικιλίας Rojo Brillante με την επωνυμία Sweet Lotus, επισημαίνει ότι η λωτοκαλλιέργεια έγινε αρχικά από ετεροεπαγγελματίες για ενίσχυση του εισοδήματός τους και επειδή δεν απαιτεί ιδιαίτερες καλλιεργητικές απαιτήσεις.

Μεταποίηση

Οι χαμηλές τιμές για τον νωπό λωτό έστρεψε ορισμένους παραγωγούς στη μεταποίηση του ιδιαίτερου αυτού φρούτου, προκειμένου να λάβουν μια προστιθέμενη αξία.

Τα τελευταία χρόνια έχουν προχωρήσει στη μεταποίησή του, παράγοντας ξίδι ή τσίπουρο, κυρίως όμως για ατομική κατανάλωση και για επιχειρηματικούς σκοπούς, καθώς και αποξηραίνοντας τον καρπό και διαθέτοντάς τον ως αφυδατωμένο προϊόν στην ελληνική αγορά. «Είναι ένα καινοτόμο και ξεχωριστό προϊόν, ανήκει στα super foods, που μπορεί να μην το γνωρίζει ακόμη ο κόσμος, όμως όσοι το δοκιμάζουν το ζητούν ξανά και η μοναδική γεύση του ενθαρρύνει την επαναλαμβανόμενη αγορά του», τονίζει ο παραγωγός πυρηνόκαρπων και μεταποιητής, Γιάννης Αποστολάκης.

Εξηγεί, επίσης, ότι το προϊόν αφορά τον μηλολωτό, που μοιάζει με μήλο, για αυτό και δεν είναι στυφό. Στη Δημοτική Ενότητα της Βεγορίτιδας και στην περιοχή του κάμπου της Παναγίτσας μια επιχείρηση που μεταποιεί τον λωτό είναι αυτή των Τουριστικών Εγκαταστάσεων ΕΤΠ «Εβόρα», στην οποία συμμετέχουν η Τ. Κοινότητα και ο τοπικός Αγροτικός Συνεταιρισμός.

Σύμφωνα με τη γεωπόνο της επιχείρησης, Έφη Παρθενοπούλου, καθώς η περιοχή είναι αγροτική, οι αποξηραμένοι λωτοί παρασκευάζονται από τοπικούς «άγριους» λωτούς που βρίσκονται ελεύθεροι στον κάμπο, με φυσική διαδικασία αποξήρανσης, χωρίς συντηρητικά και χωρίς προσθήκη ζάχαρης. «Είναι περίεργο φρούτο και οι απόψεις των καταναλωτών διαφέρουν. Πάντως ενδιαφέρον υπάρχει και ανάλογη ζήτηση», καταλήγει η ίδια.

Αναλόγως ποιότητας, οι τιμές που λαμβάνει ο παραγωγός για τον νωπό λωτό κυμαίνονται από 23 έως 60 λεπτά του ευρώ το κιλό, ενώ τα μεταποιημένα, αποξηραμένα προϊόντα κοστίζουν στην αγορά 2,50 ευρώ τα 90γρ. ή 15 ευρώ το ένα κιλό για τον μηλολωτό.

Κόστος και αποδόσεις

Από τα βασικότερα κόστη στην καλλιέργεια του λωτού είναι η άρδευση και η συγκομιδή, που γίνεται χειρωνακτικά με ψαλίδι και είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Όμως, η περίοδος συγκομιδής είναι μεγαλύτερη σε σχέση με τα άλλα φρούτα και υπάρχουν διαθέσιμα εργατικά χέρια, ενώ κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών δεν έχει ιδιαίτερες φροντίδες, μόνο τακτικά ποτίσματα.

Σύμφωνα με τον κ. Παστόπουλο, οι αποδόσεις μπορούν να φτάσουν σε καλές χρονιές, και αναλόγως εδάφους και φροντίδων, τους 7 με 8 τόνους το στρέμμα, κατά την πλήρως παραγωγική ηλικία των δέντρων. Η εξαγωγική δύναμη του λωτού είναι αρκετά καλή, κυρίως προς Ιορδανία και Ευρώπη. Αν και δεν έχει μεγάλες τιμές παραγωγού και οι Έλληνες καταναλωτές δεν είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένοι με αυτό το φρούτο, ωστόσο, κάθε χρόνο οι ποσότητες διατίθενται εξ ολοκλήρου στην αγορά.