Μεγάλη μείωση καταγράφεται στις εξαγωγές σιτηρών της ΕΕ

Oπως προκύπτει από πρόσφατες εκτιμήσεις (στοιχεία USDA, 11/3/2025), οι εξαγωγές σιταριού της ΕΕ, περιλαμβάνοντας και ορισμένα συναφή προϊόντα (μαλακό και σκληρό σιτάρι, άλευρα και ορισμένα ζυμαρικά), προβλέπεται την εμπορική περίοδο 2024/25 (Ιούλιος 2024-Ιούνιος 2025) να περιοριστούν σε 27 εκατ. τόνους, μέγεθος που αποτελεί τη χαμηλότερη επίδοση στη διάρκεια της τελευταίας εξαετούς περιόδου (2019/20-2024/25), καταγράφοντας έντονη μείωση ως προς την προηγούμενη περίοδο (-29%).
Η πτώση αυτή αποδίδεται, κυρίως, στη μείωση της παραγωγής ως συνέπεια των δυσμενών καιρικών συνθηκών που επικράτησαν στις καλλιέργειες στη διάρκεια του 2024, που ήταν ιδιαίτερα αισθητή στη Γαλλία, η συγκομιδή σιταριού της οποίας περιορίστηκε στο χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας.
Μειωμένες, όμως, αναμένονται οι αντίστοιχες εξαγωγές και σε ορισμένες σημαντικές παραγωγικές χώρες, όπως στη Ρωσία και την Ουκρανία (-18,9% και -16,6% αντίστοιχα), ενώ αντίθετα σημαντική άνοδος προβλέπεται σε τέσσερις κατά σειρά χώρες (Αργεντινή, Καζακστάν, ΗΠΑ και Αυστραλία). Γενικότερα, πάντως, στο σύνολό τους, οι παγκόσμιες εξαγωγές στα αναφερόμενα προϊόντα προβλέπεται την περίοδο 2024/25 να περιοριστούν σε 207,3 εκατ. τόνους, σημειώνοντας αισθητή μείωση ως προς την προηγούμενη (-7,5%).
Σύμφωνα, εξάλλου, με τις τελευταίες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (27/2/2025), η εμπορεύσιμη παραγωγή σιτηρών στην ΕΕ αναμένεται την εμπορική περίοδο 2024/25 να περιοριστεί σε 255,2 εκατ. τόνους, παρουσιάζοντας αισθητή μείωση ως προς την προηγούμενη (-4,7%). Κρίσιμο, ωστόσο, ζήτημα φαίνεται ότι θα αποτελέσει η πτώση των εξαγωγών της ΕΕ, ο όγκος των οποίων αναμένεται την περίοδο 2024/25 να περιοριστεί σε 38,6 εκατ. τόνους, σημειώνοντας μεγάλη μείωση ως προς την προηγούμενη (-25,2%). Στασιμότητα, άλλωστε, προβλέπεται στην κατανάλωση, ενώ πτώση αναμένεται και στη συνολική χρήση σιτηρών της ΕΕ, ο όγκος της οποίας εκτιμάται ότι θα περιοριστεί σε 295,6 εκατ. τόνους (-4,2%).
Μεταξύ των επιμέρους προϊόντων, σημειώνεται η μείωση της εμπορεύσιμης παραγωγής της ΕΕ στο μαλακό σιτάρι, ο όγκος του οποίου προβλέπεται την περίοδο 2024/25 να περιοριστεί σε 111,8 εκατ. τόνους, σημειώνοντας πτώση ως προς την προηγούμενη (-10,7%) και ακόμα μεγαλύτερη ως προς τον μέσο όρο της προηγούμενης πενταετούς περιόδου (-11,7%). Επίσης, μειωμένη παραγωγή προβλέπεται στον αραβόσιτο, στη σίκαλη και στο σκληρό σιτάρι, ενώ, αντίθετα, άνοδος αναμένεται στη βρώμη και στο κριθάρι. Στο σύνολό της, η παραγωγή σιτηρών της ΕΕ την περίοδο 2024/25 θα παραμείνει σημαντικά χαμηλότερη από τον μέσο όρο της προηγούμενης πενταετούς περιόδου (-9%).
Ωστόσο, σύμφωνα με νεότερες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (27/3/2025), αν και πρόωρες, η εμπορεύσιμη παραγωγή σιτηρών της ΕΕ προβλέπεται να ανακάμψει την περίοδο 2025/26, κυρίως στο μαλακό σιτάρι, η παραγωγή του οποίου αναμένεται να ανέλθει σε 125,5 εκατ. τόνους, παρουσιάζοντας σημαντική άνοδο ως προς την προηγούμενη (+13%). Επίσης, άνοδος προβλέπεται στο σκληρό σιτάρι και στον αραβόσιτο (+9,6% και στις δύο περιπτώσεις) και ακόμα μεγαλύτερη στη σίκαλη (+10,7%), ενώ αντίθετα κάμψη αναμένεται στη βρώμη (-2,4%).
Στο σύνολό της, η εμπορεύσιμη παραγωγή σιτηρών της ΕΕ, κάτω από φυσιολογικές καιρικές συνθήκες, προβλέπεται, την περίοδο 2025/26, να ανέλθει σε 280,7 εκατ. τόνους, μέγεθος σημαντικά αυξημένο ως προς την προηγούμενη (+10%). Ανοδικά, εξάλλου, κινούνται οι τιμές στην ευρωπαϊκή αγορά στις περισσότερες κατηγορίες σιτηρών στο τέλος Μαρτίου του τρέχοντος έτους, σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2024 (από +3,8% στο σκληρό σιτάρι, έως +24,7% στον αραβόσιτο).
Έντονη η μείωση της εγχώριας παραγωγής το 2024
Όπως προκύπτει από τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (27/3/2025), η εγχώρια εμπορεύσιμη παραγωγή σιτηρών προβλέπεται το 2024 να περιοριστεί σε 2,24 εκατ. τόνους, παρουσιάζοντας έντονη μείωση σε σύγκριση με το 2023 (-29,8%), αλλά και σε σχέση με τον μέσο όρο της προηγούμενης πενταετίας (-23,4%).
Η πτώση αυτή ήταν, κυρίως, συνέπεια των εξαιρετικά δυσμενών καιρικών συνθηκών που επικράτησαν στις καλλιέργειες στη διάρκεια του 2024, περιορίζοντας τις αποδόσεις. Στο σκληρό σιτάρι, η παραγωγή προβλέπεται να μειωθεί το 2024 σε 561 χιλ. τόνους. Ωστόσο, η πρόβλεψη αυτή δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, μια και δεν συμβαδίζει με τη μεγάλη άνοδο των ελληνικών εξαγωγών του προϊόντος κατά το προηγούμενο έτος, ενώ αποκλίνει σημαντικά από άλλες, εξίσου έγκυρες, εκτιμήσεις, όπως της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δημητριακών COCERAL, που εκτιμά το 2024 άνοδο της εγχώριας παραγωγής σκληρού σίτου (+4,5%).
Πάντως, οι ελληνικές εξαγωγές σκληρού σίτου, σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις (στοιχεία Eurostat, 18/3/2025), ανήλθαν το 2024 σε 721,6 χιλ. τόνους, αξίας 207,5 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας μεγάλη άνοδο στον όγκο (+54%), αλλά μικρότερη στην αξία (+25,6%) λόγω της μείωσης της μέσης τιμής εξαγωγής σε 288 ευρώ/τόνο (-19%). Η Ιταλία αποτέλεσε εκ νέου τον κυριότερο προορισμό των εξαγωγών σκληρού σίτου της χώρας, καλύπτοντας το μεγαλύτερο μέρος του όγκου και της αξίας (80% και 79% αντίστοιχα).
Στο μαλακό σιτάρι, η εγχώρια παραγωγή αναμένεται το 2024 να περιοριστεί σε 264 χιλ. τόνους, παρουσιάζοντας έντονη μείωση ως προς το προηγούμενο έτος (-23%). Η πτώση αυτή είχε ως συνέπεια την άνοδο των εισαγωγών, που ανήλθαν το 2024 σε 951 χιλ. τόνους (+6%), αλλά με μείωση της αξίας σε 223,5 εκατ. ευρώ λόγω της μειωμένης μέσης τιμής εξαγωγής (235 ευρώ/τόνο), με κυριότερους προμηθευτές πέντε κατά σειρά χώρες (Βουλγαρία, Ουκρανία, Μολδαβία, Ρουμανία, Ρωσία), που κάλυψαν το μεγαλύτερο μέρος του όγκου (92%). Οι εξελίξεις αυτές συνέβαλαν στον περιορισμό της αυτάρκειας του προϊόντος σε 22,6%, που αποτελεί τη χειρότερη επίδοση της τελευταίας πενταετίας.
Μειωμένη, επίσης, προβλέπεται η εγχώρια παραγωγή αραβόσιτου, ο όγκος του οποίου αναμένεται το 2024 να περιοριστεί σε περίπου 1 εκατ. τόνους, παρουσιάζοντας έντονη μείωση ως προς το προηγούμενο έτος (-27%). Η πτώση αυτή οδήγησε στην άνοδο των εισαγωγών, που ανήλθαν το 2024 σε 685,6 χιλ. τόνους (+38%), παρά τη σημαντική μείωση της μέσης τιμής εισαγωγής σε 211 ευρώ/τόνο (-15,6%).
Η Ουκρανία αποτέλεσε εκ νέου τον κυριότερο προμηθευτή (57% του όγκου), με δεύτερη στη σειρά τη Βουλγαρία (30%), και ακολούθησαν με μικρότερες ποσότητες η Ρουμανία και η Μολδαβία, ενώ ελάχιστες ήταν οι εισαγωγές από τη Ρωσία. Ωστόσο, η προσφορά αραβόσιτου στην εγχώρια αγορά περιορίστηκε στη διάρκεια του 2024, με συνέπεια να διατηρηθεί σε υψηλό επίπεδο η εξάρτηση της χώρας από εισαγωγές, ο όγκος των οποίων κάλυψε εκ νέου σημαντικό μέρος των αναγκών (40%).
Στο κριθάρι, η εγχώρια παραγωγή αναμένεται το 2024 να περιοριστεί σε 259 χιλ. τόνους, μέγεθος ιδιαίτερα μειωμένο ως προς το προηγούμενο έτος (-28%). Σημαντική, όμως, ήταν η άνοδος των εισαγωγών του προϊόντος, ο όγκος των οποίων ανήλθε το 2024 σε 127,6 χιλ. τόνους (+70%), αξίας 24,8 εκατ. ευρώ, με μειωμένη μέση τιμή εισαγωγής, που περιορίστηκε σε 194 ευρώ/τόνο (-15%), και κυριότερους προμηθευτές πέντε κατά σειρά χώρες (Βουλγαρία, Μολδαβία, Ουκρανία, Ρουμανία και Βόρεια Μακεδονία), καλύπτοντας σχεδόν το σύνολο του όγκου. Αντίθετα, άνοδο θα παρουσιάσει το 2024 η εγχώρια παραγωγή στη βρώμη και τη σίκαλη (+6,4% και +3,6% αντίστοιχα).
Θετικές, πάντως, φαίνονται οι αρχικές εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην εγχώρια παραγωγή σιτηρών στη διάρκεια του τρέχοντος έτους, ο όγκος των οποίων προβλέπεται να ανέλθει σε 2,48 εκατ. τόνους, παρουσιάζοντας άνοδο ως προς το προηγούμενο έτος (+10,7%), ιδιαίτερα αισθητή στον αραβόσιτο (+23%) και στο κριθάρι (+11%). Επιπλέον, στο σκληρό σιτάρι, ευνοϊκές είναι οι πρώτες εκτιμήσεις της COCERAL στην εγχώρια παραγωγή του προϊόντος, που αναμένεται το 2025 να ανέλθει σε 1,11 εκατ. τόνους (+15%).