«Megalopolis»: Σαράντα χρόνια μετά, η ουτοπία του Φ.Φ. Κόπολα παρουσιάζεται με σάρκα και οστά
Σε μια παραλληλοσυμπαντική Νέα Υόρκη του 21ου αιώνα, η οποία φαντάζει ως μοντέρνα εκδοχή της αρχαίας Ρώμης και ονομάζεται ταιριαστά… Νέα Ρώμη, ένας φιλόδοξος αρχιτέκτονας οραματίζεται μια ουτοπική μορφή της πόλης. Θα χρειαστεί να αντιπαλέψει τις συντηρητικές απόψεις του δημάρχου της πόλης, αλλά και τις μηχανορραφίες του ζηλόφθονου εξαδέλφου του και μιας αδίστακτης τηλεπερσόνας, οι οποίοι διψούν για εξουσία και χρήμα. Την ίδια στιγμή, διχασμένη ανάμεσα σε δήμαρχο και αρχιτέκτονα, μια κοπέλα καλείται να διαλέξει πλευρά, αποφασίζοντας τι πραγματικά αξίζει στην ανθρωπότητα.
Ευρισκόμενο επί μία ολόκληρη 40ετία στα σκαριά, το «Megalopolis», passion project ενός εκ των σημαντικότερων εν ζωή σκηνοθετών –αν όχι του σημαντικότερου–, Φράνσις Φορντ Κόπολα («Ο Νονός», «Αποκάλυψη Tώρα»), ήταν ένα έργο που φάνταζε καταδικασμένο να μείνει για πάντα ανολοκλήρωτο. Μια ταινία που δεν πραγματευόταν απλά τη θεμελίωση μιας ουτοπικής μητρόπολης, με επικεφαλής τον αρχιτέκτονα-πρωταγωνιστή της, αλλά φάνταζε η ίδια από μόνη της μια μακρινή ουτοπία που θα έμενε στα δαιδαλώδη προσχέδια.
Όμως, κόντρα σε κάθε πρόβλεψη, ο Κόπολα αποφάσισε να πάρει την τύχη στα χέρια του και να χρηματοδοτήσει μόνος του ένα μεγάλο μέρος της εξαιρετικά δαπανηρής υπερπαραγωγής, πουλώντας μέρος του ξακουστού αμπελώνα του το 2021 και παρακάμπτοντας τα παρεμβατικά μεγάλα στούντιο. Αφού ξεπέρασε και τους τελευταίους σκοπέλους των χαοτικών γυρισμάτων (συμπεριλαμβανομένων μέχρι και καταγγελιών για ανάρμοστη συμπεριφορά) και του post-production και κατάφερε να βρει διανομέα, όλα ήταν πια έτοιμα για την κυκλοφορία του έργου στις αίθουσες. Η είδηση της ημερομηνίας εξόδου στα σινεμά φάνταζε σαν ψέμα, χρίζοντας το «Megalopolis» ως την πιο πολυαναμενόμενη ταινία της χρονιάς για τους σινεφίλ.
Το «Megalopolis» συνδέει την αρχαία Ρώμη με τη Νέα Υόρκη, σχολιάζει το σύγχρονο πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ και στοχάζεται πάνω στο μακρόπνοο όραμα δόμησης μιας αειφόρας, τεχνολογικά προηγμένης και φιλικής προς τον πολίτη νέας κοινωνίας, σε συνέργεια με το φυσικό περιβάλλον και με κινητήριο μοχλό τη ρηξικέλευθη τέχνη
Κάπως έτσι, φτάσαμε επιτέλους στο σταυροδρόμι, όπου το πολυσυζητημένο κινηματογραφικό εγχείρημα του Κόπολα προβάλλεται, πλέον, στο μεγάλο πανί. Τι καταφέρνει, όμως, τελικά η ταινία; Στέκεται το «Megalopolis» στο ύψος των προσδοκιών που έκαναν λόγο για το magnum opus του Αμερικανού σκηνοθέτη και σεναριογράφου του; Για να δώσουμε τις δικές μας απαντήσεις στα φλέγοντα ερωτήματα, θα πρέπει πρώτα να επιχειρήσουμε να εισέλθουμε στο μυαλό του κορυφαίου δημιουργού.
Πηγή έμπνευσης η Ρωμαϊκή Ιστορία
Ως προς το σενάριο, το έργο είναι μια ρεβιζιονιστική μεταφορά της «συνωμοσίας του Κατιλίνα» στο εναλλακτικό παρόν. Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, τον 1ο αιώνα π.Χ., εν μέσω της ταραγμένης ύστερης περιόδου της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, υπό κλίμα λαϊκής δυσαρέσκειας και λίγο πριν από το ξεκίνημα της αυτοκρατορικής περιόδου, ο εν λόγω συγκλητικός είχε ενορχηστρώσει την ανατροπή του υφιστάμενου πολιτειακού καθεστώτος της αρχαίας Ρώμης, πλευρίζοντας… δυσαρεστημένα πολιτικά πρόσωπα της περιόδου, για να στηρίξει πάνω στις πλάτες τους το «πραξικόπημά» του. Ωστόσο, ξεσκεπάστηκε
το 63 π.Χ., πριν από την υλοποίηση του σχεδίου του, χάρη στην παρέμβαση του δεινού ρήτορα και νεοεκλεγέντος υπάτου Κικέρωνα.
Πατώντας στην Ιστορία, το «Megalopolis» ανάγεται σε έναν αλληγορικό σχολιασμό του σύγχρονου πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ. Ο ελεύθερα διασκευασμένος κινηματογραφικός Κατιλίνας (Άνταμ Ντράιβερ) είναι ένας φουτουριστής νομπελίστας αρχιτέκτονας και πρόεδρος της Αρχής Σχεδιασμού στη Νέα Ρώμη, προικισμένος με την ικανότητα να σταματά τον χρόνο (σ.σ. μία παράλληλη μεταφορά για το πώς ο κινηματογράφος δίνει τη δυνατότητα σε έναν δημιουργό να ελέγχει και να διαπλάθει την έννοια του χρόνου). Προσβλέπει στη ριζική αναδόμηση της πόλης, μέσω της χρήσης ενός επαναστατικού δομικού υλικού με βιοπροσαρμοστικές ιδιότητες και τεράστιο εύρος αξιοποίησης (από την κατασκευή κτηρίων μέχρι και την… ανάπλαση ιστών προσώπου), το οποίο έχει συνθέσει ο ίδιος. Απώτερος στόχος του είναι να θέσει τα θεμέλια για την εγκαθίδρυση μιας αειφόρας, τεχνολογικά προηγμένης και φιλικής προς τον πολίτη νέας κοινωνίας, σε συνέργεια με το φυσικό περιβάλλον.
Ωστόσο, τα σχέδια για ανατροπή του υπάρχοντος καθεστώτος και υλοποίηση του ριζοσπαστικού νέου μοντέλου του Κατιλίνα σκοντάφτουν πάνω στα συμφέροντα του αντίστοιχου –παραλλαγμένου– Κικέρωνα (Τζιανκάρλο Εσποσίτο), του συντηρητικού και άπληστου δημάρχου της Νέας Ρώμης, ο οποίος είναι υπέρμαχος μιας πραγματιστικής οικονομικής πολιτικής, με αποκλειστικό γνώμονα το βραχυπρόθεσμο κέρδος, εντός των πλαισίων μιας διεφθαρμένης και παρακμάζουσας πολιτείας που βαδίζει ολοταχώς προς τον φασισμό. Τον ρόλο-καταλύτη στην πλοκή του έργου υποδύεται η Νάταλι Εμάνουελ,
η οποία είναι η κόρη του Κικέρωνα και ερωτικός δεσμός του Κατιλίνα. Καθώς η ίδια μυείται στο όραμα του αρχιτέκτονα, καλείται να απαντήσει στο εντεινόμενο δίλημμα με ποιον από τους δύο θα συστρατευθεί. Κάνοντας τους σχετικούς παραλληλισμούς, μπορούμε εύκολα να διαγνώσουμε τους φόβους, αλλά και τις ελπίδες που τρέφει ο Κόπολα για την Αμερική.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, ο ιδεαλιστής Κατιλίνας ερμηνεύεται ως σύμβολο της ρηξικέλευθης τέχνης που μπορεί να προωθήσει κοινωνικές ζυμώσεις (δηλ. η τέχνη ως μοχλός για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας), οι οποίες, όμως, παρεμποδίζονται από πανίσχυρες συντηρητικές δυνάμεις του πολιτικού κατεστημένου (ο ιδεαλισμός της τέχνης ενάντια στον πραγματισμό της πολιτικής) ή φυλακίζονται σε εμπορικά καλούπια (ο δύσβατος δρόμος που πρέπει να διανύσει ο καλλιτέχνης, υπό τη σκέπη παρεμβατικών βιομηχανιών, όπως το Χόλιγουντ, ούτως ώστε να διασφαλίσει τη δημιουργική ελευθερία). Σε αυτό το τελευταίο σκέλος, η ταινία προσομοιάζει σε πολλά με το επερχόμενο «The Brutalist», στο οποίο, επίσης, τυγχάνει να πρωταγωνιστεί ένας αρχιτέκτονας με υπερφιλόδοξο και αδιαπραγμάτευτο όραμα και, επίσης, υπάρχει αλληγορική διάσταση που ακουμπά στο θέμα της δημιουργικής ελευθερίας και της παρεμπόδισής της. Μια σύγκριση που δεν είναι ιδιαίτερα κολακευτική για το «Megalopolis», το οποίο υστερεί σε πολλά επίπεδα (σ.σ. θα τα αναλύσουμε παρακάτω) έναντι του επικού έργου του Μπράντι Κόρμπετ.
Σε μια στιχομυθία μεταξύ των δύο πολιτικών αντιπάλων, ο Κικέρωνας αντικρούει τον Κατιλίνα, λέγοντάς του –σε ελεύθερη μετάφραση– ότι «ωραία τα όνειρα, αλλά σχεδόν πάντα καταλήγουν ανέφικτα». Μια που το ‘φερε, λοιπόν, η κουβέντα, το «Megalopolis» είναι ακριβώς μια τέτοια καταθλιπτική –σχεδόν– περίπτωση. Ένα αλληγορικό, επικό, ρετρο-φουτουριστικό δράμα επιστημονικής φαντασίας, που είναι τόσο μπερδεμένο όσο ακούγεται. Τα γενικευμένα προβλήματα συνοχής ξεκινούν από την προβληματική αλληλουχία σκηνών και φτάνουν μέχρι τον καταιγισμό ερεθισμάτων, τα οποία, τελικά, μένουν μετέωρα κάπου μεταξύ της μεγάλης οθόνης και του μυαλού του θεατή, χωρίς ποτέ τους να προλάβουν να αφομοιωθούν πλήρως από τον δέκτη. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι το περιεχόμενο των 138 λεπτών είναι ό,τι διεσώθη από μια ξαφνική καταστροφή, που εξαφάνισε τουλάχιστον άλλον τόσο χρόνο απαραίτητου επιπλέον υλικού, ώστε να παρατίθεται ομαλά η πληροφορία, να διασαφηνίζονται εξίσου ομαλά τα κενά και τα αναλύονται με ικανοποιητικό τρόπο οι βασικές θεματικές του έργου.
Προφανώς, η μεγαλύτερη ζημιά έγινε στο δωμάτιο του μοντάζ, όπου και πραγματοποιήθηκε το εν λόγω πετσόκομμα, με το χρησιμοποιηθέν υλικό να δείχνει συχνά ασύνδετο και τις μεταβάσεις από το ένα σημείο εστίασης στο άλλο να είναι σπασμωδικές. Η στρατολόγηση δύο μοντέρ από τον Κόπολα, ο οποίος συγκεκριμένα συνεργάστηκε με τους Καμ ΜακΛάφλιν και Γκλεν Σκάντλμπερι, και τους άφησε να δουλέψουν σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητα, πιθανότατα ευθύνεται για το συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Οι συνεχείς επεξηγήσεις από τον αφηγητή (ο οδηγός του Κατιλίνα, τον οποίο ερμηνεύει ο υποχρησιμοποιημένος – όχι, όμως, τόσο όσο ο «κομπάρσος»… Ντάστιν Χόφμαν– Λόρενς Φίσμπερν) αποτελούν μια απέλπιδα προσπάθεια να μπει τάξη σε αυτό το χάος, δίνοντας, όμως, και μια ενοχλητική αίσθηση μασημένης τροφής που χορηγείται στοχευμένα στον θεατή.
Στη σεκάνς μιας συνέντευξης Τύπου που παραχωρεί ο Κατιλίνας, μεσούσης της ταινίας, το τέχνασμα του Κόπολα να ενσωματώσει στο έργο μια live performance επί σκηνής (σ.σ. ο δημοσιογράφος που απευθύνει την ερώτηση προς τον αρχιτέκτονα) παρουσιάζει ενδιαφέρον. Να σημειωθεί, εδώ, ότι στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, όπου παρακολουθήσαμε το «Megalopolis» σε πανελλήνια πρώτη προβολή στις 11 Οκτωβρίου, στο πλαίσιο του 30ού Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας», ο χώρος υποστήριζε τις ειδικά διαμορφωμένες συνθήκες που απαιτούσε η συγκεκριμένη σκηνή. Το ίδιο ενδιαφέρουσες είναι και ορισμένες άλλες σκηνοθετικές και σεναριακές εκκεντρικότητες. Ωστόσο, θα πρέπει να πιστωθεί και μια αρνητική καινοτομία στον Κόπολα, η οποία δεν είναι άλλη από τη δημιουργία του μακροσκελέστερου… τρέιλερ στην ιστορία του σινεμά· 2 ωρών και 18 λεπτών για την ακρίβεια. Διότι αυτό που παρακολουθήσαμε… περισσότερο με σύνοψη έμοιαζε, παρά με ολοκληρωμένη ταινία.
Άναρχο κολάζ ιδεών
Η τριβή με ένα project επί τέσσερις συναπτές δεκαετίες είναι λογικό να έχει γεννήσει πολλά ερεθίσματα στον εμπνευστή του, φορτώνοντας το μυαλό του με ιδέες. Όντως, ο 85χρονος Κόπολα έχει πολλά θέματα να αναλύσει, στοχαζόμενος πάνω στις μακρόπνοες επιδιώξεις και τα ανώτερα ιδανικά που μπορούν να οδηγήσουν μια πολιτεία στην άνθηση, αλλά και στις διαβρωτικές δυνάμεις που μπορούν την παρασύρουν στην παρακμή (π.χ. απληστία, ματαιοδοξία, ωφελιμισμός, λαϊκισμός). Επίσης, βρίσκει πρόσφορο έδαφος να πειραματιστεί με αντισυμβατικές τεχνικές, ακόμα και στο κομμάτι της ηχοληψίας, ενώ υφολογικά ρέπει προς ένα πιο θεατρικό στιλ, με μπόλικο αυτοσχεδιασμό από τη μεριά των ηθοποιών του.
Δυστυχώς, ο υπέρμετρος ζήλος του βετεράνου auteur να παραθέσει όλες τις ιδέες που έχουν κυοφορηθεί στο μυαλό του τον εμποδίζει από το να κάνει μια σωστή διαλογή.
Η ταινία, το σενάριο της οποίας υπέστη αρκετές αλλαγές της τελευταίας στιγμής από τον ίδιο, εμπεριέχει σχόλιο ακόμα και για τον τραμπισμό (αντιπροσωπευτική φιγούρα ο παιγμένος από τον Σάια ΛαΜπέφ χαρακτήρας του εξαδέλφου του Κατιλίνα, ο οποίος προσπαθεί να υποκινήσει τις μάζες εναντίον του), όμως όλες της οι απόπειρες να συνδιαλεχθεί με το κοινό, αν και ευπρόσδεκτες σε ένα θεωρητικό πλαίσιο, στην πράξη δεν έχουν τον απαιτούμενο ζωτικό χώρο για να ευδοκιμήσουν. Έτσι, μένουν στο επίπεδο ενός άναρχου κολάζ, μιας καταιγιστικής, ενθουσιώδους, αλλά, πάνω από όλα, μπερδεμένης έκθεσης ιδεών (κάποιες εξ αυτών απλοϊκές και αφελείς ως συλλογισμοί), η οποία σε αρκετά σημεία δημιουργεί σύγχυση στον θεατή. Ωστόσο, αυτή η φύσει αισιόδοξη δημιουργική κατάθεση ουδέποτε καθίσταται πληκτική ή προβλέψιμη, ενώ, προς το τέλος, ξεδιαλύνει η προσπάθειά της να ενθαρρύνει τους ανθρώπους να μη διστάζουν να ονειρεύονται ένα καλύτερο μέλλον, ακόμη κι αν αυτό δείχνει ουτοπικό. Κάτι που σίγουρα αφήνει μια γλυκιά γεύση.
Όσο για τις ηχηρές αποχωρήσεις της ομάδας των ειδικών εφέ, του σχεδιαστή παραγωγής και του καλλιτεχνικού διευθυντή της ταινίας, οι οποίες σημάδεψαν τα γυρίσματα του «Megalopolis», αυτές περνούν μάλλον απαρατήρητες, αφού η εικόνα παραμένει χορταστική κατά το μεγαλύτερο διάστημα, ενώ το σχολαστικό worldbuilding (δηλαδή το χτίσιμο αυτού του φανταστικού, αλληγορικού κόσμου της Νέας Ρώμης) είναι ομολογουμένως ένα από τα δυνατά στοιχεία της ταινίας.
Το passion project του ίσως μεγαλύτερου εν ζωή σκηνοθέτη, που παρέμενε επί δεκαετίες στα σκαριά, παρουσιάζεται επιτέλους στην τελική του μορφή στη μεγάλη οθόνη, αλλά εξακολουθεί να μοιάζει ανολοκλήρωτο και χαοτικό. Ακόμη κι έτσι, το γενναίο ρίσκο και η σφραγίδα της καλλιτεχνικής του διακήρυξης σε εμπνέουν να ονειρευτείς.
Αξίζει τον κόπο να τολμάς για το άπιαστο
Κάνοντας την τελική σούμα, το συμπέρασμα είναι ένα, όσο κι αν μας πονάει να το γράψουμε (και πραγματικά μακάρι να βγούμε λάθος, όπως εκείνοι που κάποτε είχαν απορρίψει το στοιχειωτικό αντιπολεμικό αριστούργημα του Κόπολα, «Αποκάλυψη Τώρα», όταν είχε πρωτοβγεί στις αίθουσες το 1979): Το «Megalopolis» είναι αδιαμφισβήτητα ένα χαοτικό πόνημα, που όμως, παρά την αταξία του, κουβαλά τόσο πολύ μεράκι και συναίσθημα στις φλέβες του που, αν του διαθέσεις χρόνο και προσοχή, σίγουρα θα ανταμειφθείς σε κάποιον βαθμό από τα ερεθίσματα που θα λάβεις. Η ενέργεια, ο ζήλος και τα ρίσκα του Κόπολα είναι αρκετά για να δώσουν το περίγραμμα της κινηματογραφικής εμπειρίας, αλλά και του μηνύματος για την ουτοπία που πρέπει να κυνηγήσει η ανθρωπότητα, όχι όμως και για να μετουσιωθούν σε μια πραγματικά συμπαγή ταινία.
Ας μη λησμονούμε, βέβαια, ότι, ανεξαρτήτως τελικού προσήμου, προτιμότερη είναι η καλλιτεχνική στάση ενός σκηνοθέτη όπως ο Κόπολα, που διανύοντας την ύστερη φάση του συνεχίζει να τολμά άφοβα το διαφορετικό, λαχταρά την καινοτομία και αποφεύγει συνειδητά την πεπατημένη, ακόμα και αν το όραμά του τελικά αποτυγχάνει ή δεν μεταδίδεται στο κοινό, παρά εκείνου του δημιουργού που παραμένει εγκλωβισμένος σε ασφαλή στεγανά και ανακυκλώνει ανέμπνευστα τον εαυτό του ή τις επιρροές του. Με αυτό θα συμφωνούσε, άλλωστε, και ο αρχιτέκτονας-πρωταγωνιστής του «Megalopolis», πέρα από τον αρχιτέκτονα-σκηνοθέτη…
Το «Megalopolis» κυκλοφόρησε την Πέμπτη 28 Νοεμβρίου, σε ευρεία διανομή στις ελληνικές αίθουσες.