Μελέτη: Η παγκόσμια παραγωγή τροφίμων πρέπει να αυξηθεί κατά 50% για να αντισταθμιστούν οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής

Ποιες άλλες ενέργειες κρίνονται απαραίτητες για τη μείωση του παγκόσμιου περιβαλλοντικού αποτυπώματος

Η κλιματική αλλαγή θα επηρεάσει καθοριστικά την παγκόσμια παραγωγή τροφίμων και την υγεία, εάν δεν αναληφθούν πρωτοβουλίες από τους καταναλωτές, τη βιομηχανία τροφίμων, τους κυβερνητικούς και τους διεθνείς οργανισμούς. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει η νέα ολοκληρωμένη δωδεκάμηνη ανασκόπηση της δημοσιευμένης διεθνούς βιβλιογραφίας σχετικά με την κλιματική αλλαγή, την υγιεινή διατροφή και τις ενέργειες που απαιτούνται για τη βελτίωση της διατροφής που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Annual Review of Public Health.

«Τα τελευταία 50 χρόνια, η κλιματική αλλαγή είχε βλαβερό αντίκτυπο στη δημόσια υγεία και την παραγωγή τροφίμων. Πρέπει να γίνουν πολύ περισσότερα για να ξεπεραστούν αυτές οι δυσμενείς επιπτώσεις», λέει ο επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας, καθηγητής Κόλιν Μπινς. Για τους παραπάνω λόγους, οι ερευνητές εκτιμούν ότι έως το 2050, η παγκόσμια παραγωγή τροφίμων θα πρέπει να αυξηθεί κατά 50% για να αντιμετωπίσει τις σημερινές ελλείψεις και να καλύψει τις ανάγκες του αυξανόμενου πληθυσμού, που προβλέπεται να φτάσει σχεδόν τα 10 δισ. έως το 2050.

Η μελέτη αποκαλύπτει ότι προς το παρόν είναι δυνατή η παραγωγή επαρκούς τροφής για την ικανοποίηση των αναγκών πρόσληψης, χρησιμοποιώντας βελτιωμένες αγροτικές πρακτικές και τεχνολογία και περισσότερη ισονομία στη διανομή. Ωστόσο, ο κ. Μπινς εξηγεί ότι «εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε τη συνεχιζόμενη απειλή της κλιματικής αλλαγής στον παγκόσμιο εφοδιασμό τροφίμων, με την υποσαχάρια Αφρική και μέρος της Ασίας να κινδυνεύουν περισσότερο». Αυτή η συνθήκη καθιστά τον συνδυασμό της κλιματικής αλλαγής και της ποιότητας της διατροφής ως «την κύρια πρόκληση αυτού του αιώνα για τη δημόσια υγεία».

Όπως επισημαίνεται στη μελέτη, απαιτείται συνολική προσπάθεια για τη μείωση του παγκόσμιου αποτυπώματος της κλιματικής αλλαγής και την ταυτόχρονη αύξηση της πρόσληψης θρεπτικών συστατικών. «Θα χρειαστεί να γίνουν ορισμένες αλλαγές στην παραγωγή τροφίμων. Οι περιεκτικότητες σε θρεπτικά συστατικά θα πρέπει να παρακολουθούνται και θα απαιτείται πιο δίκαιη κατανομή που θα ανταποκρίνεται στις προτεινόμενες διατροφικές οδηγίες», συνεχίζει ο Μπινς. Ταυτόχρονα, «η πολιτική δέσμευση και οι επενδύσεις θα μπορούσαν να μειώσουν τις επιπτώσεις και να βοηθήσουν στην παροχή των τροφίμων που απαιτούνται για την επίτευξη των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης (SDGs)».

Μείωση των κλιματικών επιπτώσεων μέσω ατομικών διατροφικών επιλογών

Η μελέτη περιγράφει, επίσης, τις λύσεις που μπορούν να δοθούν ατομικά, προκρίνοντας αφενός την υιοθέτηση απαραίτητων διατροφικών οδηγιών και αφετέρου την επιλογή τροφίμων με χαμηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Οι ερευνητές προτείνουν την κατανάλωση ψαριών, δημητριακών ολικής αλέσεως, φρούτων, λαχανικών, οσπρίων, ξηρών καρπών, μούρων και ελαιoλάδου για την προσωπική υγεία, αλλά και την υγεία του πλανήτη.

«Θα είναι, επίσης, σημαντικό να αυξηθούν τα ποσοστά θηλασμού για να βελτιωθεί η υγεία των βρεφών και των ενηλίκων, συμβάλλοντας παράλληλα στη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου -και- προς όφελος του περιβάλλοντος», τονίζει ο κ. Μπινς.