Μπύρα με φρούτα υπέρ της ελληνικής ζυθοποιίας

Μια σπουδαία ευκαιρία για ουσιαστική σύνδεση του προϊόντος της μπύρας με την πρωτογενή παραγωγή αποτελεί η δημιουργία νέων καινοτόμων προϊόντων με βάση τα ελληνικά φρούτα. Προοπτική, η οποία επί του παρόντος προσκρούει στο απαρχαιωμένο εγχώριο νομοθετικό πλαίσιο.

Μπύρα με φρούτα υπέρ της ελληνικής ζυθοποιίας

Με συνέντευξή του στην «ΥΧ», ο αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Ζυθοποιών, Σοφοκλής Παναγιώτου, εξηγεί πώς οι Έλληνες αγρότες και οι παραγωγοί μπύρας θα μπορούσαν να ξεκλειδώσουν αυτή την ευκαιρία προς αμοιβαίο όφελος, με στόχο καινοτόμα διαφοροποιημένα branded προϊόντα, που θα αποτελέσουν ένα πολύ καλό όχημα για τις εξαγωγές μας.

H ζυθοποιία έχει στενές σχέσεις με τον αγροτικό τομέα. Η χρήση πρώτων υλών, όπως φρούτων, στην παραγωγή μπύρας, ανοίγει ένα νέο παράθυρο συνεργασίας;

Η μπύρα παράγεται από τη μεταποίηση αγροτικών προϊόντων, δημητριακών και λυκίσκου. Επομένως, είναι προφανές ότι η παραγωγή ζύθου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον αγροτικό τομέα. Μπύρες με φρούτα, όπως η Lambic στο Βέλγιο, έχουν μακρά παράδοση και συγκαταλέγονται στις πιο διάσημες μπύρες παγκοσμίως. Τα τελευταία χρόνια, με την αλματώδη ανάπτυξη της μικροζυθοποιίας διεθνώς, έχουμε την τύχη να δοκιμάσουμε νέες συνταγές, με πολλή φαντασία και ευρηματικότητα, που θεωρούνται μοναδικές, όπως ακριβώς και το μικροκλίμα του τόπου παραγωγής των φρούτων. Σε κάθε περιοχή της χώρα μας έχουμε την τύχη να παράγουμε μοναδικά φρούτα σε γεύση, άρωμα και χαρακτήρα. Αποτελεί, λοιπόν, μια σπουδαία ευκαιρία η δημιουργία νέων προϊόντων, που θα φέρουν την ελληνική «σφραγίδα» και θα αποτελέσουν ένα πολύ καλό όχημα για τις εξαγωγές.

Πώς μια τέτοια δυνατότητα θα συνέβαλε στην απορρόφηση της παραγωγής ελληνικών φρούτων;

Είναι δύσκολο, σε πρώτη φάση, να ορίσουμε ποσοτικά την μελλοντική απορρόφηση ελληνικών φρούτων για την παραγωγή αυτών των ζύθων. Η εμπορική επιτυχία ενός νέου προϊόντος εξαρτάται από την ποιότητα, την μοναδικότητα, τις τεχνικές προώθησης. Σε κάθε περίπτωση, πιστεύω ακράδαντα ότι αφενός οι Έλληνες καταναλωτές θα αγκάλιαζαν αυτές τις μπύρες και αφετέρου -όπως έχει δείξει η διεθνής εμπειρία- καινοτόμα προϊόντα με ταυτότητα και μοναδικότητα έχουν πολύ καλές προοπτικές στις εξαγωγές. Ο στόχος πρέπει να είναι η παραγωγή προϊόντων με υψηλή προστιθέμενη αξία, προκειμένου να δημιουργηθεί brand identity και να προκύψει επώνυμη ζήτηση. Εξάλλου πιστεύω ότι η εξωστρέφεια της ελληνικής παραγωγής, είναι η μοναδική λύση προκειμένου να ξεφύγει η οικονομία μας από το φαύλο κύκλο της ύφεσης και της λιτότητας.

Πώς η αξιοποίηση πρώτων υλών της ελληνικής γης μπορεί να ενισχύσει την καινοτομία της εγχώριας ζυθοποιίας;

Η καλύτερη απάντηση είναι το παράδειγμα της ιταλικής μικροζυθοποιίας. Η Ιταλία, μια παραδοσιακή οινοπαραγωγός χώρα, όπως και η Ελλάδα, τα τελευταία 15 χρόνια κατάφερε εντυπωσιακή ανάπτυξη στη μικροζυθοποιία. Όλα ξεκίνησαν από την αλλαγή της νομοθεσίας το 1998, η οποία προσέφερε στους παραγωγούς μπύρας μεγάλη ευελιξία ως προς τις πρώτες ύλες. Αποτέλεσμα ήταν η χρήση μοναδικών τοπικών πρώτων υλών –μεταξύ αυτών και φρούτων– που έδωσε στους ζυθοποιούς τη δυνατότητα δημιουργίας καινοτόμων διαφοροποιημένων προϊόντων με υψηλή προστιθέμενη αξία. Τα συγκεκριμένα προϊόντα έχουν τη σφραγίδα του ιταλικού μικροκλίματος και μέσα σε λίγα χρόνια κατάφεραν να κερδίσουν αναγνωρισιμότητα και σημαντικό μερίδιο στις διεθνείς αγορές. Σήμερα, οι εταιρείες που παράγουν μπύρα ξεπερνούν τις 1.000, ενώ το brand name είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστικό διεθνώς. Στην Ελλάδα, η αλλαγή του Βασιλικού Διατάγματος του 1922 –του βασικού νόμου που διέπει την ελληνική παραγωγή μπύρας– και η εναρμόνιση του νομοθετικού πλαισίου στα σημερινά δεδομένα θα προσφέρει σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης σε όλο τον κλάδο.

Προτείνετε την παροχή κινήτρων σε αγρότες και ζυθοποιίες για την περαιτέρω σύνδεση της πρωτογενούς παραγωγής με τον κλάδο…

Η ουσιαστική σύνδεση του προϊόντος με την πρωτογενή παραγωγή είναι σίγουρο ότι θα ενισχύσει το brand της ελληνικής ζυθοποιίας. Η καλλιέργεια λυκίσκου είχε προχωρήσει τη δεκαετία του 1970 με πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Δυστυχώς, για λόγους που δεν σχετίζονταν με τη παραγωγή, η καλλιέργεια εγκαταλείφθηκε.

Θα ήταν λάθος να ξεκινήσουν αύριο οι παραγωγοί την καλλιέργεια λυκίσκου. Η προσπάθεια πρέπει να γίνει οργανωμένα, σε συνεργασία με ζυθοποιεία και να συντονίζεται από γεωπόνους φορέων, που θα δώσουν κατευθυντήριες γραμμές για τις ποικιλίες, τις περιοχές και τον τρόπο καλλιέργειας.

H συγκεκριμένη καλλιέργεια απαιτεί υψηλά κεφάλαια για την αγορά του πολλαπλασιαστικού υλικού και την εγκατάσταση. Η δυνατότητα χρηματοδότησης ομάδων παραγωγών, που θα είχαν συνάψει συμβάσεις απορρόφησης του προϊόντος από ζυθοποιίες, θα μείωνε το επιχειρηματικό ρίσκο για όλες τις πλευρές και θα αποτελούσε σημαντικό κίνητρο για νέους παραγωγούς.

Επίσης, η δημιουργία μονάδων αποξήρανσης, πελλετοποίησης και συσκευασίας λυκίσκου καθώς και τα βυνοποιεία, θα μπορούσαν να ενταχθούν σε προγράμματα χρηματοδότησης για τη διευκόλυνση νέων επιχειρηματικών προσπαθειών.

Πώς βλέπετε το μέλλον του κλάδου;

Η ζυθοποιία αποτελεί έναν από τους ελάχιστους κλάδους, όπου το 90% της εγχώριας κατανάλωσης παράγεται στην Ελλάδα. Το 2009 υπήρχαν περίπου 10 μικροζυθοποιεία. Σήμερα λειτουργούν περισσότερα από 35. Η δημιουργία πολλών νέων μικροζυθοποιείων τα τελευταία χρόνια έδωσε νέα πνοή στην αγορά. Ο καταναλωτής έχει τη δυνατότητα να δοκιμάσει νέα προϊόντα και να ξεφύγει από την ισοπεδωτική λογική της κατανάλωσης ενός συγκεκριμένου τύπου μπύρας. Η craft μπύρα διεθνώς παρουσιάζει εντυπωσιακή ανάπτυξη, με κορυφαίο το παράδειγμα της Αμερικής, όπου το 1980 υπήρχαν 8 μικροζυθοποιεία, ενώ το 2016 λειτουργούν σχεδόν 5.000. Αντίστοιχα παραδείγματα υπάρχουν σε Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία. Στη χώρα μας, οι προοπτικές για τον κλάδο της craft μπύρας είναι θετικές, καθώς το μερίδιο αγοράς των μικρών ζυθοποιείων παραμένει πολύ χαμηλό. Επιβάλλεται όλοι οι μικροί Έλληνες παραγωγοί να ανταποκριθούμε στην πρόκληση και να προσφέρουμε στον καταναλωτή καινοτόμα, ασφαλή και διαφοροποιημένα προϊόντα σε σχέση με τις μπύρες μαζικής παραγωγής.