Μπορεί να κερδηθεί το στοίχημα για τις δενδρώδεις καλλιέργειες στην Ελλάδα;

του Γιώργου Βλόντζου, αναπληρωτή καθηγητή, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται σε εθνικό επίπεδο μια αξιόλογη προσπάθεια ανάπτυξης δενδρωδών καλλιεργειών. Η τάση αυτή δεν είναι οριζόντια, αλλά επικεντρώνεται σε νέες φυτεύσεις ελαιοδέντρων παραδοσιακής και πυκνής φύτευσης, ακρόδρυων (κυρίως καρυδιές, φιστικιές και καστανιές) και διάφορων ειδών berries.

Το γεγονός αυτό δεν είναι τυχαίο, αλλά είναι αποτέλεσμα των σημαντικών εξελίξεων σε επίπεδο Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), με κύριο στοιχείο την αποδέσμευση χορήγησης επιδοτήσεων από την παραγωγή συγκεκριμένων προϊόντων.

Σημαντικό, επίσης, είναι το γεγονός ότι οι δενδροκαλλιεργητές, στο σύνολό τους πλέον, είναι λήπτες αποσυνδεδεμένων ενισχύσεων, στοιχείο που περιορίζει το επενδυτικό και λειτουργικό ρίσκο που αναλαμβάνουν σε κάθε καλλιεργητική περίοδο.

Πρόσφατες έρευνες, που έχουν διεξαχθεί σε εθνικό επίπεδο, έχουν αποδείξει ότι υπάρχει ισχυρό επενδυτικό ενδιαφέρον για νέες φυτεύσεις δέντρων, τα προϊόντα των οποίων βρίσκουν εύκολη διέξοδο στην αγορά και η καλλιέργειά τους μπορεί σε σημαντικό βαθμό να εκμηχανιστεί, με τον συνδυασμό αυτόν να έλκει αγρότες πλήρους και μερικής απασχόλησης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι περιπτώσεις της καρυδιάς και της φιστικιάς σε πεδινές και ημιορεινές περιοχές που είναι προσβάσιμες από γεωργικό ελκυστήρα, αλλά και της καστανιάς σε κτήματα με μεγαλύτερο υψόμετρο.

Συνειδητοποιημένοι επενδυτές

Χαρακτηριστικό των επενδυτών αυτών είναι η συνειδητή θέλησή τους να εμπλακούν στη γεωργία, η αναγνώριση από πλευράς τους ότι πρέπει να επιμορφωθούν από ειδικούς πάνω σε θέματα παραγωγής, αποθήκευσης, μεταποίησης και εμπορίας και η ύπαρξη επαρκών ιδίων κεφαλαίων για την πραγματοποίηση της επένδυσης.

Στο σημείο αυτό, υπάρχει μία σαφής υστέρηση, όσον αφορά τους κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, αφού σε πολλές περιπτώσεις το οικονομικό προφίλ των γεωργικών τους εκμεταλλεύσεων δεν τους επιτρέπει να έχουν εύκολη πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό, κάτι που θα διευκόλυνε την πραγματοποίηση των επενδύσεων αυτών είτε αυτοβούλως, είτε στο πλαίσιο υλοποίησης ενός συγχρηματοδοτούμενου προγράμματος.

Σημαντικό στοιχείο είναι, επίσης, το επίπεδο αποδοτικότητας χρήσης εισροών στις δενδρώδεις καλλιέργειες. Σε πρόσφατη μελέτη, που διεξήχθη στην Κεντρική Μακεδονία σε παραγωγούς επιτραπέζιων και κονσερβοποιήσιμων ροδακίνων, απεδείχθη ότι οι παραγωγοί ροδακίνων, τα οποία προορίζονται για κομπόστα, είναι περισσότερο αποδοτικοί στη χρήση ενέργειας, λιπασμάτων, αγροχημικών και εργατικού δυναμικού, σε σύγκριση με τους συναδέλφους τους, που καλλιεργούν επιτραπέζιες ποικιλίες, όπως φαίνεται στο παρακάτω σχήμα.

Εκμεταλλεύσεις με στρογγυλό σχήμα είναι αυτές που παράγουν κονσερβοποιήσιμα ροδάκινα και με τριγωνικό σχήμα είναι αυτές που καλλιεργούν επιτραπέζιες ποικιλίες. Είναι προφανές ότι οι πρώτες είναι πιο κοντά στην καμπύλη άριστης χρήσης εισροών, σε σύγκριση με τη δεύτερη ομάδα εκμεταλλεύσεων.

Η διαφορά που υπάρχει μεταξύ των δύο καλλιεργητικών πρωτοκόλλων είναι η στενή παρακολούθηση των καλλιεργητικών εργασιών από τη βιομηχανία στην πρώτη περίπτωση, η ξεκάθαρη απαίτηση συγκεκριμένων ποιοτικών χαρακτηριστικών, σαφώς μειωμένων σε σύγκριση με τα επιτραπέζια ροδάκινα και, φυσικά, η ευκολότερη απορρόφηση του προϊόντος από την αγορά. Στην ελληνική πραγματικότητα, η στρατηγικής σημασίας αδυναμία του κατακερματισμένου κλήρου αποκτά ιδιαίτερη δυναμική στις δενδρώδεις καλλιέργειες.

Συνεταιρίζεσθαι

Σε εθνικό επίπεδο, όπου υπάρχουν υγιή συλλογικά σχήματα (συνεταιρισμοί, ομάδες παραγωγών) επιτυγχάνονται καλύτερες τιμές παραγωγού, τα προϊόντα βρίσκουν διέξοδο σε αγορές, όπου οι καταναλωτές έχουν υψηλή αγοραστική δύναμη, οι παραγωγοί μπορούν να εφαρμόσουν «πράσινα» φυτοπροστατευτικά πρωτόκολλα, όπως το κομφούζιο, αλλά μπορούν, επίσης, να προχωρήσουν σε συλλογικές επενδύσεις που αφορούν εφαρμογή γεωργίας ακριβείας, ή κατασκευή μεγάλων εγκαταστάσεων, τυποποίησης, συσκευασίας και μεταποίησης των προϊόντων αυτών.

Στην περίπτωση των δενδρωδών καλλιεργειών, η ανάπτυξη τέτοιων δράσεων δεν αποτελεί πολυτέλεια, αλλά αναγκαία προϋπόθεση για τη σημαντική μείωση του επιχειρηματικού ρίσκου, δεδομένης της αδυναμίας αλλαγής καλλιέργειας σε μικρό χρονικό διάστημα, αλλά και του σημαντικού επενδυτικού κόστους που συνεπάγεται μια τέτοια επιλογή.

Η χώρα μας έχει καταγραφεί στον παγκόσμιο παραγωγικό χάρτη ως μια περιοχή όπου παράγονται και μεταποιούνται σημαντικές ποσότητες δενδρωδών καλλιεργειών. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι τρίτη σε παραγωγή ελαιολάδου και πρώτη σε παραγωγικότητα ροδακίνων, με παραγωγή άνω των 2.000 κιλών ανά στρέμμα, σύμφωνα με στοιχεία του FAO, χαρακτηριστικά που δεν θα πρέπει να μείνουν ανεκμετάλλευτα.

Η χώρα, στην τρέχουσα συγκυρία, έχει άμεση ανάγκη για βελτίωση των μακροοικονομικών μεγεθών της και η δενδροκαλλιέργεια μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου, μέσα από τις εξαγωγές νωπών και μεταποιημένων φρούτων και ακρόδρυων.

Αποτελεί, επίσης, άμεσης προτεραιότητας ζήτημα η ενδυνάμωση της συνεργασίας μεταξύ δενδροκαλλιεργητών και τουριστικών επιχειρήσεων, μέσα από μια σχέση αμοιβαία και ωφέλιμη (win-win situation), όπου και οι παραγωγοί θα μπορούν να διοχετεύουν στην αγορά τα προϊόντα τους, αλλά και οι επιχειρηματίες του τουρισμού θα μπορούν να διαφοροποιήσουν τις προσφερόμενες υπηρεσίες τους, ενισχύοντας την εθνική ταυτότητά τους. Παρά το γεγονός ότι αυτή η σ υνεργατική σχέση έχει αναπτυχθεί σε ικανοποιητικό βαθμό σε περιοχές όπως η Κρήτη ή η Πελοπόννησος, μένουν πολλά ακόμη να γίνουν προς αυτή την κατεύθυνση.

Τέλος, ο κλάδος έχει άμεση ανάγκη από ισχυρή διασύνδεση με τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά ιδρύματα της χώρας, προκειμένου να έρθει σε επαφή με τη νέα γνώση, τόσο σε καλλιεργητικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο marketing και operational management.

Μόνο με αυτόν τον τρόπο είναι δυνατές η οργανωμένη διάχυση γνώσης και η ενίσχυση του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, στοιχεία απαραίτητα για τη διεκδίκηση μεγαλύτερων μεριδίων αγοράς σε παγκόσμιο επίπεδο.