Νέα επιστημονική μεθοδολογία αξιολογεί στο μισό το περιβαλλοντικό αποτύπωμα του βόειου κρέατος και των γαλακτοκομικών

Αυξημένες σχεδόν κατά 60% οι επιπτώσεις που σχετίζονται με την παραγωγή άρτου

Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις του βόειου κρέατος και των γαλακτοκομικών προϊόντων μειώνονται στο μισό υπό το πρίσμα μιας νέας μεθόδου αξιολόγησης του αποτυπώματος, η οποία συνυπολογίζει την ποιότητα πρωτεΐνης ενός τροφίμου, σύμφωνα με το βρετανικό Ινστιτούτο Rothamsted Research.

Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές του ιστορικού κέντρου αγροτικών και βιολογικών ερευνών της Μ. Βρετανίας, το περιβαλλοντικό αποτύπωμα ορισμένων τροφίμων, υπολογιζόμενο ανά μονάδα παραγόμενης πρωτεΐνης, μπορεί να οδηγήσει σε παραπληροφόρηση τους ενδιαφερόμενους φορείς τροφίμων και τους καταναλωτές.

Αντ’ αυτού, όταν οι επιστήμονες προσπαθούν να υπολογίσουν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της παραγωγής διαφορετικών τροφίμων, θα πρέπει να λαμβάνεται σχολαστικά υπόψη η πλήρης θρεπτική αξία τους.

Στη σχετική μελέτη, οι συγγραφείς όρισαν μια μονάδα μέτρησης της ποιότητας της πρωτεΐνης ονόματι Digestible Indispensable Amino Acid Score (DIAAS) και τη χρησιμοποίησαν για να εκπονήσουν ολιστικότερες μετρήσεις του περιβαλλοντικού αποτυπώματος στα τρόφιμα.

Χρησιμοποιώντας αυτήν τη μέθοδο, οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις πολλών ζωικών προϊόντων βρέθηκαν μειωμένες σχεδόν στο μισό (γαλακτοκομικά, βόειο κρέας), ενώ οι επιπτώσεις που σχετίζονται με το ψωμί που παράγεται από σιτάρι αυξήθηκαν σχεδόν κατά 60%.

Αυτές οι αλλαγές οφείλονται στο γεγονός ότι ένας υγιής μέσος άνθρωπος θα πρέπει να καταναλώσει πολύ περισσότερα προϊόντα χαμηλής περιεκτικότητας σε DIAAS για να επιτύχει το ίδιο πρωτεϊνικό όφελος σε σύγκριση με προϊόντα υψηλής περιεκτικότητας σε DIAAS, σύμφωνα με τη μελέτη, οδηγώντας έτσι –στην πρώτη περίπτωση– σε περισσότερη παραγωγή και επακόλουθες περιβαλλοντικές επιπτώσεις για να επιτευχθεί το επιθυμητό επίπεδο συνιστώμενης πρόσληψης.