Ην. Βασίλειο: Καλυτερεύουν οι πωλήσεις βιολογικών γαλακτοκομικών, συνεχίζεται η φυγή των παραγωγών
Η ανάκαμψη των πωλήσεων που καταγράφει τελευταία η βρετανική αγορά γαλακτοκομικών κάνει τον τομέα να αναθαρρήσει κάπως μετά την υποχώρηση της εν λόγω αγοράς που έφεραν, πέραν άλλων, ο πληθωρισμός και τα αυξημένα κόστη διαβίωσης.
Σύμφωνα με τα νεότερα στοιχεία που προέρχονται από την εταιρεία ερευνών αγοράς NielsenIQ και παρουσιάζει το Βρετανικό Συμβούλιο για την Ανάπτυξη της Γεωργίας (AHDB) το τελευταίο τρίμηνο (διάστημα 12 εβδομάδων) που έληγε στις 18 Μαΐου, καταγράφεται μία αντιστροφή της τάσης που έβλεπε διψήφια υποχώρηση του όγκου των πωλήσεων βιολογικών κατά την περασμένη χρονιά.
Το προαναφερθέν διάστημα οι πωλήσεις βιολογικού γάλακτος αυξήθηκαν σχεδόν κατά 4%, σε αντίθεση με μία ελαφρά μείωση που καταγράφει συνολικά η κατηγορία αγελαδινού γάλακτος.
Μάλιστα, τα υπόλοιπα γαλακτοκομικά προϊόντα, όπως βιολογικό γιαούρτι, τυρί και βούτυρο κατέγραψαν όλα ανάπτυξη, με τα δύο τελευταία να ξεπερνούν σημαντικά τις επιδόσεις των συνολικών κατηγοριών τους (βλ. σχετικό γράφημα), όπως επισημαίνει ο φορέας.
Γενικότερα, οι πωλήσεις βιολογικών εξακολουθούν να συνιστούν ένα μικρό μέρος των πωλήσεων επί του συνόλου στην κατηγορία, όμως αυτό που προβληματίζει περισσότερο τον τομέα είναι η τάση υποχώρησης που καταγράφει η παραγωγή βιολογικών, λόγω της ασθενέστερης ζήτησης, αλλά και της πίεσης που κατ’ επέκταση ασκείται στην κερδοφορία των παραγωγών.
Το υψηλότερο μερίδιο πωλήσεων βιολογικών επί του συνόλου σε όρους όγκων ανήκει στην περίπτωση του γιαουρτιού (8%), ενώ σαφώς μικρότερα εντοπίζονται στις κατηγορίες γάλακτος (3%), βουτύρου (1%) και τυριού (λιγότερο από 1%). Από την άλλη, σε όρους όγκων παραγωγής, η συνολική παραγωγή βιολογικού γάλακτος το 2023/2024 ήταν χαμηλότερη κατά 14% από εκείνη του 2022/2023, ενώ μόνο για τον Μάιο η μείωση ήταν στο 9,7%, με τη μέση ποσότητα ημερησίως να ανέρχεται στα 1,1 εκατ. λίτρα.
Επιστροφή στη συμβατική εκτροφή
Αρκετοί παραγωγοί βιολογικών επέστρεψαν στη συμβατική εκτροφή, εξαιτίας ενός συνδυασμού υψηλότερου κόστους και μικρότερης διαθεσιμότητας βιολογικών εκτροφών που επέδρασαν στα περιθώρια κέρδους, επισημαίνει το AHDB, καθώς το βιολογικό πρίμιουμ τιμής μάλλον δεν επαρκούσε, ώστε να διατηρήσουν την ανάλογη παραγωγή.