«Ουγκέτσου Μονογκατάρι» («Ugetsu Monogatari», 1953): Ένα ονειρικό ταξίδι προς τον όλεθρο στη μεγάλη οθόνη
Στη μεσαιωνική Άπω Ανατολή του 16ου αιώνα, εν μέσω της περιόδου Σενγκόκου, η Ιαπωνία μαστίζεται από αλλεπάλληλους εμφύλιους πολέμους και κοινωνικές αναταραχές. Στις όχθες της λίμνης Μπίβα, στην επαρχία Όμι, δύο κάτοικοι ενός χωριού που δέχεται λυσσαλέα επίθεση αποφασίζουν να κυνηγήσουν την τύχη τους.
Ο λόγος για τον φτωχό κεραμοποιό Γκεντζούρο (Μασαγιούκι Μόρι), ο οποίος ταξιδεύει σε έναν κοντινό οικισμό για να πουλήσει την πραμάτεια του, και τον γαμπρό του, Τομπέι (Σακάε Οζάουα), ο οποίος τον ακολουθεί με την προσδοκία να γίνει σαμουράι και να στρατολογηθεί στις υπηρεσίες ενός τοπικού άρχοντα. Ο πρώτος είναι πιο πραγματιστής, ενώ ο δεύτερος αιθεροβάμων, ωστόσο αμφότεροι συνδέονται –πέρα από την εξ αγχιστείας συγγένεια– από την απληστία με την οποία καταδιώκουν τους μεγαλεπήβολους στόχους τους, θυσιάζοντας τις οικογένειές τους.
Οι γυναίκες τους θα μείνουν πίσω στο λεηλατημένο χωριό, παράπλευρες απώλειες ενός πατριαρχικού προτύπου που μπολιάζει τους άνδρες με άσβεστη δίψα για κυριαρχία και ικανοποίηση ένοχων παρορμήσεων. Και εκείνοι, τη στιγμή του μεγαλύτερου θριάμβου τους, θα συνειδητοποιήσουν ότι βρίσκονται πολύ πιο κοντά στην καταδίκη από ό,τι στην αυτοπραγμάτωση.
Στο καλλιτεχνικό επιστέγασμα μιας τεράστιας, αλλά παραγνωρισμένης σταδιοδρομίας, η οποία βρήκε μόνο προς το τέλος της την καταξίωση που της έπρεπε (και μόνο εκτός των συνόρων, χάρη στους δρόμους που άνοιξε προς της Δύση ο Ακίρα Κουροσάβα με το οικουμενικό «Rashomon» το 1950), ο Κένζι Μιζογκούτσι (Αργυρός Λέων στο Φεστιβάλ Βενετίας το 1953) περιεργάζεται στοιχειωτικά την ύβρη που διαπράττουν οι δύο βιοπαλαιστές χωρικοί στην προσπάθεια να υπερβούν την προδιαγεγραμμένη μοίρα τους (οικογενειακό καθήκον vs ματαιοδοξία/ψευδαισθήσεις μεγαλείου/λαγνεία), εκμαιεύοντας με τον πλέον ακαταμάχητο ποιητικό τρόπο δαιδαλώδεις αλήθειες για τον άνθρωπο και τον κατώτερο εαυτό του.
Για παράδειγμα, ο Ιάπωνας σκηνοθέτης «φωτίζει» το πώς οι αχαλίνωτες φιλοδοξίες, ο τυχοδιωκτισμός, τα πάθη και τα συναισθήματά μας, εφόσον δεν τιθασεύονται από σωφροσύνη και ενσυναίσθηση, μπορούν να κλονίσουν την αυτοκυριαρχία μας και να μας παρασύρουν σε μονοπάτια που οδηγούν στον όλεθρο – τόσο τον ατομικό όσο και τον συλλογικό (σ.σ. οικογένεια, έθνος). Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι στο φόντο της πλοκής «μαίνονται» τα ιστορικά γεγονότα (σ.σ. η Ιστορία είναι η πιο τρανή επικύρωση των δεινών του ανθρώπου).
Μια λυρική παραβολή με διαχρονική στόφα
Πραγματευόμενος πολυδιάστατα τις «αχίλλειους πτέρνες» του είδους μας και των τιμημάτων που αυτό καλείται να πληρώσει για τις επιλογές του, ο Μιζογκούτσι σπέρνει στο μονοπάτι των ηρώων του διλήμματα και θερίζει τα ονειρικά, μακρόσυρτα πλάνα σεκάνς με ένα σχεδόν αόρατο μοντάζ, χαρίζοντάς μας μια ηθική παραβολή αξιοζήλευτης υποβλητικότητας και λυρισμού, άψογων ρυθμών και διαχρονικής προβληματικής, η οποία διαπλέκει στον «αργαλειό» των θαυμάσιων ασπρόμαυρων κάδρων της τη σκληρή, ωμή πραγματικότητα (βιοπάλη, πόλεμος) –από τη μία– και το υπερβατικό στοιχείο (οι Σειρήνες και τα φαντάσματα του υποσυνείδητου) – από την άλλη.
Το μυσταγωγικό αριστούργημα του Κένζι Μιζογκούτσι προβάλλεται ξανά στις κινηματογραφικές αίθουσες και σας καλεί να το βιώσετε όπως του αξίζει: Στη μεγάλη οθόνη.
Σημείωση: Η ταινία είναι βασισμένη σε δύο διηγήματα του Γιαπωνέζου συγγραφέα Ακινάρι Ουέντα, από την ομότιτλη συλλογή του, η οποία εκδόθηκε το 1776.