«Βαλκανιζατέρ» (1997) & «Μπραζιλέρο» (2001): Δύο ταινίες του Σωτήρη Γκορίτσα για το «ελληνικό όνειρο» πριν τον… εφιάλτη της κρίσης

Αμφότερες προβάλλονται μέσω της υβριδικής πλατφόρμας της κρατικής τηλεόρασης
10/08/2024
11' διάβασμα
valkanizater-1997-brazilero-2001-dyo-tainies-tou-sotiri-gkoritsa-gia-to-elliniko-oneiro-prin-ton-efialti-tis-krisis-329380

Στην αλλαγή φρουράς για τη νέα χιλιετία, τα «Βαλκανιζατέρ» (1997) και «Μπραζιλέρο» (2001) αποτέλεσαν αντιπροσωπευτικά κινηματογραφικά προϊόντα ελληνικής εσοδείας, φέροντας την υπογραφή του αξιόλογου σκηνοθέτη Σωτήρη Γκορίτσα σε σενάριο και σκηνοθεσία. Αντιπροσωπευτικά όχι τόσο της φάσης την οποία διένυε τότε το εγχώριο σινεμά, όσο της προ κρίσης ελληνικής πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας τόσο κοντινής και οικείας, μα και συνάμα τόσο μακρινής και ξένης.

Στα διαδοχικά αυτά έργα της φιλμογραφίας του, ο σημαντικός Έλληνας σκηνοθέτης θέτει στο επίκεντρο το νεοελληνικό δαιμόνιο και τη λεγόμενη «αρπαχτή», έννοιες που αποτέλεσαν αναπόσπαστη σημαία μιας ολόκληρης εποχής για τη χώρα μας, εκτεινόμενης από τα 90s έως τις αρχές των 00s, με αποκορύφωμα τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004. Τότε που οι εντός των συνόρων αναθυμιάσεις μιας συνεχόμενης, αλλά χτισμένης σε σαθρά θεμέλια οικονομικής ευμάρειας, συντηρούσαν την ψευδαίσθηση ότι οι «παχιές αγελάδες» θα κρατούσαν για πάντα.

Οι γενιές που πρωταγωνίστησαν στις τότε εξελίξεις ήταν ανδρωμένες σε μια μεταβατική περίοδο κοσμογονικών αλλαγών, περνώντας απότομα από την καταπίεση και την ανελευθερία της επταετούς δικτατορίας των συνταγματαρχών (1967-1974) στο ριζοσπαστικό ρεύμα της μεταπολίτευσης. Σταδιακά, μια ανερχόμενη μικρομεσαία τάξη διεκδίκησε με αξιώσεις πρωταγωνιστική θέση στον κοινωνικοπολιτικό βίο. Και τελικά τα κατάφερε, βρίσκοντας για πρώτη φορά τις κατάλληλες συνθήκες, τα μέσα και τα εφόδια ώστε να ανελιχθεί στα επίπεδα των επιχειρηματικών και πολιτικών ελίτ και να αλλάξει τη σύστασή τους.

Ωστόσο, παρά το νέο status, οι μικροαστικές παθογένειες που κουβαλούσαν σε κάποιο ποσοστό μαζί τους αυτές οι ομάδες δεν είχαν εξαλειφθεί, τροφοδοτώντας τη συσπείρωση γύρω από πελατειακά συστήματα και δίκτυα. Γενικεύθηκε, έτσι, μια αντίληψη περιορισμένης λογοδοσίας και διαφάνειας, εκτρέφοντας με τη σειρά της μια νοοτροπία ασυδοσίας, βολεψιάς και πραγματοποίησης στόχων με κάθε μέσο. Άλλωστε, τι μπορούσε να πάει στραβά;

Ο πολυμήχανος Νεοέλληνας

Τα «Βαλκανιζατέρ» και «Μπραζιλέρο» περιγράφουν το «ελληνικό όνειρο», που οικοδομήθηκε και ευδοκίμησε πάνω στις πλάτες της δήθεν «γενναιόδωρης» ΕΕ κατά τη διάρκεια της περιόδου των «παχιών αγελάδων», μόνο για να καταρρεύσει με εμφατικό κρότο μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008. Και, φυσικά, αμφότερες εστιάζουν στον κεντρικό εκφραστή και ενορχηστρωτή του ονείρου: Τον πολυμήχανο Νεοέλληνα. Η «μυθική» μικροαστική φιγούρα του τελευταίου δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από έναν αλλοιωμένο αντικατοπτρισμό του ομηρικού Οδυσσέα, σε έναν ραγισμένο διαγενεακό καθρέφτη που μοιάζει να υπονοεί την ικανότητα της «ράτσας» μας για το καλύτερο και το χειρότερο.

Ο ηθοποιός Στέλιος Μάινας ενσαρκώνει σε αμφότερες τις ταινίες τον larger than life «Ελληνάρα», ο οποίος συμπυκνώνει τις προ κρίσης παθογένειες. Στο «Βαλκανιζατέρ», υποδύεται μια πιο πρωτόγονη εκδοχή, αυτήν του Φώτη, ενός άφραγκου λούμπεν Βορειοελλαδίτη, που μαζί με τον συντοπίτη του, Σταύρο (Γεράσιμος Σκιαδαρέσης), εφορμά στα Βαλκάνια για να θέσει σε εφαρμογή ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο αγοραπωλησίας συναλλάγματος. Η ιδέα εμφυτεύεται στο μυαλό του από έναν άρτι επαναπατρισθέντα Έλληνα μετανάστη από τη Γερμανία, ο οποίος υποστηρίζει ότι το διαρκώς υποτιμώμενο βουλγαρικό λέβα ανταλλάσσεται με δολάρια σε εξαιρετικά ευνοϊκές τιμές στη μαύρη αγορά της Σόφιας.

Η εν λόγω ταινία δρόμου είναι βασισμένη στο βιβλίο του Σάκη Τότλη «Ο συνδυασμός Έδεσσα-Ζυρίχη». Οι δυο κολλητοί φίλοι πραγματοποιούν το παραπάνω δρομολόγιο, έχοντας προηγουμένως υπεξαιρέσει ένα σεβαστό ποσό σε ελληνικές δραχμές, τις οποίες και έχουν μετατρέψει σε δολάρια. Το σχέδιο προβλέπει να ανταλλάξουν τα δολάρια με λέβα στη Σόφια, να ξαναμετατρέψουν τα λέβα σε δολάρια στην Ελβετία και, κατόπιν, να επιστρέψουν στην Ελλάδα με ένα αβγατισμένο ποσό. Φυσικά, οι ίδιοι δεν έχουν υπολογίσει μια σειρά από αστάθμητους παράγοντες που θα εκτροχιάσουν την κομπίνα τους…

Πάνω σε αυτόν τον παμπόνηρο, αλλά στο βάθος αφελή φτωχοδιάβολο και φανατικό οπαδό της ευκολίας, που για λογαριασμό της μπορεί να σκαρφιστεί τα πιο απίθανα κόλπα/τεχνάσματα, επιχειρεί να ρίξει φως υπό χιουμοριστικό πρίσμα ο Γκορίτσας. Άλλωστε, ο καιρός που υπογράφονται οι ταινίες του είναι ακόμα ο καιρός των ονείρων και όχι αυτός του βίαιου ξυπνήματος. Ο Φώτης δηλώνει εθνικά περήφανος για ένα ασαφές αλλοτινό μεγαλείο της Ελλάδας, στο οποίο δεν έχει το παραμικρό μερίδιο, είτε ως προς τη θεωρία (υπόβαθρο παιδείας/μόρφωσης) είτε ως προς την πράξη (προσωπικά επιτεύγματα). Εκτός από απαίδευτος, είναι υπερφίαλος, επιπόλαιος και επιδερμικός, κάτι που τον κάνει να απορρίπτει εκ προοιμίου τους σύνθετους, βαθύτερους προβληματισμούς και την αυτοκριτική ενδοσκόπηση.

Η «μυθική» μικροαστική φιγούρα που ενσαρκώνει ο Στέλιος Μάινας δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από έναν αλλοιωμένο αντικατοπτρισμό του ομηρικού Οδυσσέα, σε έναν ραγισμένο διαγενεακό καθρέφτη που μοιάζει να υπονοεί την ικανότητα της «ράτσας» μας για το καλύτερο και το χειρότερο

Η ώρα της λογοδοσίας στην… τρόικα

Ένα πιο εξελιγμένο μοντέλο του χαβαλετζή, παρορμητικού και πληθωρικού Φώτη συναντάμε στο προφητικό «Μπραζιλέρο». Αυτήν τη φορά, ο χαρακτήρας ακούει στο όνομα Βασίλης Αρβανιτάκης και είναι ένας ευκατάστατος αθλητικός παράγοντας σε μια πόλη της νησιωτικής επαρχίας, ο οποίος διάγει διπλή ερωτική ζωή. Ξάφνου, ο ίδιος δέχεται την αιφνιδιαστική επίσκεψη δύο Ευρωπαίων οικονομικών ελεγκτών, οι οποίοι, σαν άλλη τρόικα, τον καλούν να λογοδοτήσει για την πρόοδο του έργου ανέγερσης ενός πολιτιστικού κέντρου, για το οποίο επιδοτήθηκε με ευρωπαϊκά κονδύλια που προορίζονταν για Έλληνες επιχειρηματίες. Εκείνος, φυσικά, δεν έχει τίποτα να επιδείξει, και έτσι κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να τρενάρει τη διαδικασία.

Οι δύο ταινίες πραγματεύονται τη χειραγώγηση και την παραχάραξη των success stories με παρακαμπτήριες οδούς και κομπιναδόρικο αυτοσχεδιασμό, όπως και τις απόπειρες συντήρησης της ψευδαίσθησης αυτής της «μαγικής» εικόνας, μέσα από στρεβλωτικές και παρελκυστικές πρακτικές ή ακόμη και ευθείς εκβιασμούς. Στο μεταξύ, τα υπαρκτά προβλήματα συσσωρεύονται κάτω από το χαλί μέχρι που δεν μπορούν, πλέον, να κρυφτούν. Εδώ, ο Γκορίτσας τελειοποιεί την κλίση του, που δεν είναι άλλη από τις σατιρικές κωμικοτραγωδίες πάνω στην ελληνική πραγματικότητα. Μιλάει για την Ελλάδα της αρπακόλλας, της κομπίνας και της αρπαχτής, με ενεργό συμμέτοχο και υποβολέα το πολιτικό σύστημα, μια συνθήκη ύβρεως, η οποία είναι δεδομένο ότι θα έχει κοντά ποδάρια.

Ο ανώτατος ρυθμιστής

Επιπλέον, τα παραπάνω έργα προσδιορίζουν τη θέση της Ελλάδας σε συνάρτηση με την υπόλοιπη Ευρώπη (είτε την προηγμένη, είτε την αναπτυσσόμενη), στεκόμενα στις ανεπάρκειες του αφηγήματος της εκάστοτε πλευράς και στο μεταξύ τους έλλειμμα ορθής επικοινωνίας-συνεργασίας. Τέλος, στοχάζονται προφητικά πάνω στη διάψευση ενός ελληνικού αφηγήματος που δομήθηκε και συντηρήθηκε πάνω σε αεριτζίδικες βάσεις, με καταλύτη την αντιπαράθεσή του με τους ισχυρούς πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς της ΕΕ και της ζώνης Σένγκεν, είτε πρόκειται για μια επιτροπή-τρόικα είτε για μια ελβετική τράπεζα – αντίστοιχα.

Φυσικά, οι δύο ταινίες δεν διέπονται από ψευδαισθήσεις ότι για όλα φταίει ο κακός Ευρωπαϊκός Νότος. Όπως συνηγορεί ο ίδιος ο ελεγκτής της ΕΕ στο «Μπραζιλέρο»: Οι Ευρωπαίοι μπορούν να εξαπατούν με μεγαλύτερη πειστικότητα, ενώ ο Έλληνας το κάνει απροκάλυπτα και χοντροκομμένα! Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η χρονική συγκυρία κατά την οποία υπογράφονται τα συγκεκριμένα έργα του Γκορίτσα δίνει ακόμα το περιθώριο να βολευτούν οι χαρακτήρες του σε ένα happy end «επαναπροσδιορισμού», αφήνοντας τα… απαραίτητα κενά στο παζλ μιας εικόνας που ολοκληρώνουν πιο πρόσφατες ταινίες, όπως το «Πίσω από τις Θημωνιές» («Behind the Haystacks», 2022) της Ασημίνας Προέδρου, το οποίο παρουσιάστηκε σε παλαιότερο φύλλο της «ΥΧ». Χωρίς, πια, να υπάρχει χώρος για γέλια, παρά μόνο για περισυλλογή και σιωπηλή καταδίκη.

Τα «Βαλκανιζατέρ» και «Μπραζιλέρο» θα παραμείνουν διαθέσιμα στο ERTFLIX 
μέχρι και τις 19 Αυγούστου.

 

«Απ’ τα Κόκαλα Βγαλμένα» (2011)

Μια βιτριολική σάτιρα για το ΕΣΥ

Άλλο ένα άκοπο διαμαντάκι στη φιλμογραφία του Έλληνα σκηνοθέτη

Υπόθεση: Ο νεαρός ειδικευόμενος γιατρός Γιώργος Σπυράτος (Αργύρης Ξάφης) ξεκινά την καριέρα του στο νοσοκομείο των «Αγίων Πάντων». Εκεί διαπιστώνει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ένα σύστημα, προορισμένο να θεραπεύει και να ανακουφίζει, μπορεί να εξελιχθεί σε παρανοϊκό βασανιστήριο. To «Απ’ τα Κόκαλα Βγαλμένα» («Welcome to All Saints», 2011) είναι μια καλοπαιγμένη, ειρωνική σάτιρα του Γκορίτσα για το ΕΣΥ και τις δαιδαλώδεις συμπαιγνίες που στήνονται στο όνομά του. Λειτουργεί ως άμεσο, αιχμηρό σχόλιο πάνω στις χρόνιες παθογένειες που πλήττουν το δημόσιο σύστημα υγείας, από τις απαρχαιωμένες υποδομές και το υποστελεχωμένο προσωπικό, μέχρι τις αναποτελεσματικές διοικήσεις, οι οποίες προωθούν περιχαρακωμένες συντεχνιακές ομάδες, καιροσκοπικές παρεμβάσεις τρίτων και πρακτικές νεποτισμού που πνίγουν κάθε αναλαμπή επαγγελματισμού και φιλότιμου στην άσκηση του ιατρικού λειτουργήματος. Καλύπτοντας με κωμικοτραγικά σκωπτικό ύφος τα γεγονότα της καθημερινότητας στο νοσοκομείο, το έργο του Σωτήρη Γκορίτσα, βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Γιώργου Δενδρινού, ολοκληρώνει την παρουσίαση ενός συστήματος που είναι καταδικασμένο σε μια διαρκή και τελικά αέναη απαξίωση, οδηγώντας με μαθηματική ακρίβεια στον υπόγειο στόχο της ιδιωτικοποίησης. Κάποιες αλήθειες πρέπει να λέγονται κατά πρόσωπο, και το «Απ’ τα Κόκαλα Βγαλμένα» μπορεί να μοιάζει απλό ως σύλληψη, πετυχαίνει όμως τον κρίσιμο στόχο να συνθέσει μια αποκαλυπτική εικόνα διαχρονικής αποσάθρωσης ενός ακρογωνιαίου τομέα του ελληνικού κράτους «πρόνοιας».