Πανεπιστήμιο του Βαγκενίνγκεν: «Η Πράσινη Συμφωνία θα οδηγήσει σε χαμηλότερες γεωργικές αποδόσεις και περισσότερες εισαγωγές από τρίτες χώρες»

Μέχρι το 2030, η Κομισιόν στοχεύει να μειώσει τη χρήση φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων στην ευρωπαϊκή γεωργία για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και της απώλειας της βιοποικιλότητας.

Πιθανή συνέπεια, όμως, είναι η μείωση των αποδόσεων των αγροτικών καλλιεργειών, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε αυξήσεις των τιμών, λιγότερες ευρωπαϊκές εξαγωγές και περισσότερες εισαγωγές προϊόντων αγροδιατροφής από τρίτες χώρες.

Στο παραπάνω συμπέρασμα κατέληξαν οι ερευνητές του πανεπιστημίου του Βαγκενίνγκεν στην Ολλανδία, μετά τη διενέργεια λεπτομερών μελετών σε 25 αγροκτήματα σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η ανάθεση του έργου έγινε από τους φορείς εκπροσώπησης της βιομηχανίας φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην Ευρώπη (CropLife Europe) και στον κόσμο (CropLife International), με τη συμμετοχή πρόσθετων ενδιαφερόμενων μερών από την αλυσίδα εφοδιασμού τροφίμων.

Σύμφωνα με τον ερευνητή Johan Bremmer του ολλανδικού πανεπιστημίου, η εφαρμογή των δύο στρατηγικών της ΕΕ, «Από το Αγρόκτημα στο Πιάτο» (F2F) και «Βιοποικιλότητα», έχει αρνητικό αντίκτυπο στις αποδόσεις των καλλιεργειών και στη γεωργική παραγωγή. Το σενάριο που παρέχει την καλύτερη εικόνα για τον σωρευτικό αντίκτυπο των προτεινόμενων μέτρων λαμβάνει υπόψη τη μείωση της χρήσης φυτοφαρμάκων και την πρόληψη της απώλειας των αποθεμάτων του εδάφους σε θρεπτικά στοιχεία.

«Αυτό το σενάριο δείχνει μια μέση μείωση της παραγωγής μεταξύ 10% και 20%. Ορισμένες καλλιέργειες υποφέρουν περισσότερο από άλλες. Ο όγκος παραγωγής μπορεί να μειωθεί έως και 30%, αλλά υπάρχουν επίσης καλλιέργειες που δεν υποφέρουν σχεδόν καθόλου ως αποτέλεσμα της στρατηγικής F2F», σημειώνει ο Bremmer.

Επιπλέον, η μείωση της χρήσης φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα ποιότητας. «Για παράδειγμα, εάν χρησιμοποιηθούν λιγότερα φυτοφάρμακα, τα δημητριακά ενδέχεται να γίνουν ευαίσθητα σε τοξίνες από μύκητες, καθιστώντας τα ακατάλληλα ως τρόφιμα ή ζωοτροφές. Επιπλέον, η μείωση της χρήσης θρεπτικών ουσιών και φυτοφαρμάκων μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλότερη απόδοση ανά στρέμμα για τα μήλα, μειωμένα μεγέθη φρούτων και επηρεασμένη φλούδα· δηλαδή φρούτα χαμηλότερης ποιότητας που δεν θα εκτιμηθούν από τους καταναλωτές», προειδοποιεί ο Bremmer, συνοψίζοντας:

«Επομένως, εάν δεν υπάρξει διαφοροποίηση της ζήτησης, θα πρέπει να αναμένουμε μεγαλύτερη σπανιότητα των προϊόντων και, επομένως, αυξήσεις τιμών. Θα υπάρξουν επίσης αρνητικές συνέπειες για το ευρωπαϊκό εμπορικό ισοζύγιο, καθώς οι εξαγωγές θα μειώνονται και οι εισαγωγές θα αυξάνονται».

Τέλος, η μελέτη καθιστά σαφές ότι η λιγότερη παραγωγή στην ΕΕ συνεπάγεται ανάγκη χρήσης πρόσθετης γεωργικής γης εκτός Ευρώπης. «Εάν η ζήτηση παραμείνει ως έχει, η Ευρώπη θα πρέπει να καλύψει το κενό, εισάγοντας περισσότερα τρόφιμα. Από την άλλη, αν η Ευρώπη εξάγει λιγότερο, οι χώρες εκτός Ευρώπης θα πρέπει να παράγουν περισσότερο οι ίδιες», επισημαίνεται.