Παραδοσιακή κουρά γκεσεμιού στην Κεντρική Μακεδονία

Eνα παραδοσιακό έθιμο της Μακεδονίας, με ρίζες από τα βάθη του χρόνου, το οποίο συμβόλιζε την πολύπλευρη αξία και σημασία που είχαν τα ζώα για κάθε οικογένεια κτηνοτρόφου και τον στενό δεσμό μαζί τους, ήταν ο λεγόμενος κούρος των γκεσεμιών. Γκεσέμια αποκαλούνται και σήμερα οι τράγοι ή τα κριάρια που είναι αρχηγοί των κοπαδιών.

Ένα μεγάλο τσελιγκάτο μπορεί να είχε πάνω από 15-20 γκεσέμια. Όπως ο αριθμός των ζώων του αρχιτσέλιγκα συμβόλιζε το οικονομικό και κοινωνικό επίπεδό του, έτσι και η εμφάνιση του κοπαδιού του -και ειδικότερα των γκεσεμιών- κατείχε σημαντική θέση στις παραδοσιακές κοινωνίες, για αυτό και τα γκεσέμια τα κούρευαν με επιμέλεια και πάντα με περίτεχνα καλλιτεχνικά σχέδια.

Σύμφωνα με τον δάσκαλο παραδοσιακών χορών, «μύστη» στο τελετουργικό του κουρέματος των γκεσεμιών από την κτηνοτροφική οικογένειά του και από τους ελάχιστους που μπορούν να κάνουν σήμερα τη συγκεκριμένη κουρά, Αχιλλέα Τσιάρα, το κούρεμα των τσελιγκάτων ήταν μια διαδικασία κατά την οποία στηνόταν ένα μικρό πανηγύρι με τη συμμετοχή όχι μόνο του αρχιτσέλιγκα, αλλά και της ευρύτερης οικογένειας, η οποία μπορεί να ξεπερνούσε ακόμη και τα 100 άτομα. Αυτοί όλοι ήταν βλάχοι κτηνοτρόφοι που μετακινούνταν από και προς τα χειμαδιά και το καλοκαίρι στα βουνά.

Στη σύνθεση αυτή μπορεί να συμμετείχαν και κτηνοτρόφοι από γειτονικά κοπάδια, δημιουργώντας κάτι σαν συνεταιρισμό, αφού την εποχή εκείνη το μαλλί είχε μεγάλη χρηματική αξία. Η ίδια μετακίνηση γινόταν και προς άλλα τσελιγκάτα που είχαν κουρά άλλη ημέρα. «Αν και η φυλή των κατσικιών ήταν μία, ωστόσο τα κατσίκια είχαν μακρύ τρίχωμα και πολλές ονομασίες για να ξεχωρίζουν. Τα ονόματα τα έπαιρναν από το χρώμα τους ή και σε ποιο σημείο του σώματος είχαν το χρώμα, όπως γκέσο για τα μαύρα με καφέ γύρω από τα μάτια ή τα πόδια, ή μούσκρο για άσπρο χρώμα γύρω από τη μύτη και τα αφτιά. Είναι ονομασίες που πλέον έχουν χαθεί», εξηγεί ο κ. Τσιάρας.

Η κουρά και το «κέντημα»

Οι κτηνοτρόφοι κάρφωναν ένα μεγάλο ξύλο στο έδαφος σε σχήμα V, τη λεγόμενη φούρκα. Εκεί έμπαινε το κεφάλι του γκεσεμιού και των άλλων ζώων, το έδεναν με ένα σχοινί από τον λαιμό για να μην μπορεί να φύγει και ξεκινούσε η διαδικασία του κουρέματος ή κεντήματος, όπως το έλεγαν.

Αν ο τσέλιγκας καμάρωνε για κάποιο καλοθρεμμένο ζώο του, τότε ήθελε πιο περίτεχνο «κέντημα», γιατί εκεί φαινόταν η υπερηφάνεια του κτηνοτρόφου, αλλά και στον κόσμο το πώς διαχειριζόταν τα ζώα του.

Τα σχέδια ήταν οι φούντες ή τα σαμάρια. Τα καλαίσθητα σχέδια, πολλές φορές, διέφεραν από κάθε τσελιγκάτο και όσοι είχαν καλλιτεχνική φλέβα και ήταν μερακλήδες και νοικοκυραίοι, αφιέρωναν πολλή ώρα για να κάνουν πιο δύσκολα και περίτεχνα σχέδια επάνω στα ζώα τους. «Για να κεντήσεις το ζώο, για να κάνεις πολλές σκάλες, ή πιέτες όπως λέμε εμείς, έπρεπε να αφιερώσεις περισσότερο χρόνο. Έτσι, όταν τα έβλεπε ο κόσμος τα θαύμαζε, λέγοντας ότι η τάδε οικογένεια έχει τα ζώα της όμορφα κεντημένα», αναφέρει ο κ. Τσιάρας.

Πάντως, όπως υποστηρίζει, αν και την τέχνη του περίτεχνου κουρέματος των γκεσεμιών την έμαθε από μικρή ηλικία, ωστόσο ο πατέρας του δεν του επέτρεψε να πιάσει ψαλίδι μέχρι που ενηλικιώθηκε, γιατί φοβόταν μήπως καταστρέψει τις λεπτομέρειες του κουρέματος, που γίνονταν με μεγάλη μαεστρία και μεράκι από τους καλλιτέχνες κουρευτάδες.

Η σχέση με τα ζώα

Ήταν τέτοια η νοοτροπία των ανθρώπων εκείνης της εποχής και η σχέση τους με τα ζώα που, αν κάποια οικογένεια είχε πένθος, τότε δεν θα τα κούρευε με σχέδια, ούτε θα τα έβαζε μεγάλα κουδούνια, σε ένδειξη θλίψης και σεβασμού. Το ίδιο συνέβη και με τον κτηνοτρόφο παππού του κ. Τσιάρα, που σκοτώθηκε στον εμφύλιο, καθώς οι κάτοικοι του χωριού κατάλαβαν ότι ήρθε κοπάδι, από τα χνάρια που άφησαν τα ζώα στη γη.

Με φανερή συγκίνηση στη φωνή του, ο κ. Τσιάρας αφηγείται ένα ακόμη περιστατικό που φανερώνει τον στενό δεσμό των κτηνοτρόφων με τα κοπάδια τους. «Ο 13χρονος τότε πατέρας μου, που ήταν παρών στη σκηνή του θανάτου, κλήθηκε να μαζέψει το κοπάδι. Όπως ήταν μικρό και φοβισμένο παιδί, το βράδυ αγκάλιασε ένα από τα γκεσέμια και του είπε τι είδε και τι έζησε. Κατά περίεργο τρόπο και ο τράγος αγκάλιασε τον πατέρα μου, κι έτσι τους βρήκαν κοιμισμένους την επόμενη μέρα. Ήταν τόσο μεγάλο το δέσιμό του, που όταν μετά από χρόνια και λόγω οικονομικών δυσκολιών έπρεπε να πουλήσουν κάποια ζώα, μεταξύ αυτών και το γκεσέμι, αυτό που ζήτησε ήταν να πάρει λίγο μαλλί από τη φράντζα του ζώου ως ενθύμιο», κατέληξε ο κ. Τσιάρας.