Τη δεύτερη µεγαλύτερη µείωση στην παραγωγή βόειου κρέατος όλων των κατηγοριών εµφανίζει η Ελλάδα µεταξύ των 28 κρατών-µελών της ΕΕ, τόσο υπολογισµένη σε αριθµό σφαγίων, όσο και σε κιλά. Αυτό προκύπτει από την τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε σχέση µε τον κλάδο, επιβεβαιώνοντας έτσι από ακόµα µία σκοπιά τη φθορά που έχει υποστεί η βοοτροφία στη χώρα. Την ίδια στιγµή, απέναντι στη ζοφερή εικόνα, Έλληνες κτηνοτρόφοι δεν το βάζουν κάτω και, µε όπλο την εντοπιότητα και τις σύγχρονες ανάγκες της αγοράς, δίνουν τη µάχη αναζωογόνησης του κλάδου.

Η Ελλάδα µέσα στο ευρωπαϊκό τοπίο

Στο οκτάµηνο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2018, σε σύγκριση µε το αντίστοιχο διάστηµα του 2017, ο ευρωπαϊκός µέσος όρος παραγωγής βόειου κρέατος κατέγραψε αύξηση σε κιλά της τάξης του 2%, µε µεγαλύτερες εκείνες της ουγγρικής (13,5%) και της ιταλικής παραγωγής.

Η Ελλάδα κατατάχθηκε µεταξύ των µόλις οκτώ –από τις 28– χωρών που κατέγραψαν µείωση. Μετά τη Ρουµανία, που κατέγραψε πτώση κατά 14,7%, η ελληνική παραγωγή µειώθηκε κατά 7,1% σε κιλά και κατά 9% σε αριθµό σφαγίων, έναντι αύξησης 2,2% του µέσου όρου σφαγίων της ΕΕ.

Εκτός αυτού, µε βάση την τελευταία ετήσια έρευνα της Eurostat, το ζωικό κεφάλαιο της Ελλάδας µειώθηκε µέσα σε µια πενταετία (2012-2017) κατά 19%, ήτοι σε απόλυτους αριθµούς από 685.000 σε 556.000 ζώα. Την ίδια περίοδο, το συνολικό ζωικό κεφάλαιο της ΕΕ εµφανίζει θετικό πρόσηµο µε οριακή αύξηση, σε ποσοστό 1%. Η δε παραγωγή κρέατος στη χώρα, για όλες τις κατηγορίες βόειου, σύµφωνα µε την ίδια έρευνα, µειώθηκε την περίοδο της κρίσης, από το 2010 µέχρι το 2017, κατά 22,23%, από 125.470 τόνους σε 97.580 τόνους.

Μπορεί, λοιπόν, η παραγωγή να διαγράφει φθίνουσα τροχιά και η κατανάλωση κρέατος στην Ελλάδα της οικονοµικής κρίσης να έχει περιοριστεί µέσα στα τελευταία χρόνια, όµως η τιµή για τον Έλληνα παραγωγό δεν αυξάνεται µε ρυθµούς αντίστοιχους του κόστους εισροών και η πορεία των εισαγωγών που διευρύνουν διαρκώς το µερίδιο της εγχώριας ζήτησης για βόειο είναι αντιστρόφως ανάλογη.

Στο προσκήνιο η ελληνική κόκκινη

Σε πείσµα των αντικειµενικών δυσκολιών για τον κλάδο, ο οποίος βρίσκεται αντιµέτωπος µε άνισες συνθήκες ανταγωνισµού σε σχέση µε τις εισαγωγές, ο Κτηνοτροφικός Συνεταιρισµός Καστοριάς επέλεξε τον δρόµο της ενίσχυσης των ιδιαίτερων ποιοτικών χαρακτηριστικών της ελληνικής κόκκινης φυλής, τον δρόµο της πιστοποιηµένης ποιότητας και εντοπιότητας, µέσα από το σχετικό πρόγραµµα γενετικής βελτίωσης.

«Μπορούν να γίνουν προσπάθειες, ώστε η ελληνική βοοτροφία να καταστεί βιώσιµη και να αυξήσει µε µετρήσιµα δεδοµένα τα µεγέθη της και τη δυναµική της. Εµείς επιλέξαµε να εστιάσουµε στη γενετική βελτίωση της ελληνικής κόκκινης φυλής, και γι’ αυτόν τον σκοπό ενταχθήκαµε ως συνεταιρισµός στο σχετικό πρόγραµµα», είπε στην «ΥΧ» η ταµίας του συνεταιρισµού, Άννα Μόσχου.

Διαβάστε σχετικά: Σε πρόγραμμα για τη διάσωση της Ελληνικής Κόκκινης Φυλής Βοοειδών η ΕΑΣΘ

Όπως εξήγησε, στόχος είναι η ανάδειξη του προϊόντος, δίνοντας έµφαση στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του, σε σχέση µε τα εισαγόµενα. «Στόχος µας δεν είναι να πάµε στα ζώα-“τέρατα”, δεν µας ενδιαφέρουν τα πολλά κιλά. Μας ενδιαφέρει να διατηρήσουµε τη φυλή και τα ποιοτικά της χαρακτηριστικά και πιστοποιηµένα, πλέον, µέσα από τις τρεις φάσεις του προγράµµατος, να θωρακίσουµε το προϊόν µας. Με αυτόν τον τρόπο και ο καταναλωτής θα ξέρει τι προϊόν έχει µπροστά του και θα έχουµε ευρωπαϊκή αναγνωρισιµότητα», ανέφερε χαρακτηριστικά, περιγράφοντας την επιδίωξη του συνεταιρισµού η κα Μόσχου.

Το ζωικό κεφάλαιο της Ελλάδας µειώθηκε µέσα σε µια πενταετία (2012-2017) κατά 19%
Το ζωικό κεφάλαιο της Ελλάδας µειώθηκε µέσα σε µια πενταετία (2012-2017) κατά 19%

Τόνισε, δε, πως «µέχρι τώρα λειτουργούσαµε ως κτηνοτρόφοι ο καθένας µόνος του. Τώρα έχουµε τη δυνατότητα µε αυτό το πρόγραµµα να πορευόµαστε µε επιστήµονες δίπλα µας, ώστε σιγά-σιγά το αρνητικό πρόσηµο να γίνει θετικό. Μέσα στους στόχους µας είναι να απευθυνόµαστε πια στην αγορά πιο οργανωµένα, πιο συντονισµένα, όχι σαν ένα “τοπικό” προϊόν που θα το ξέρουν λίγοι κρεοπώλες, αλλά η ελληνική κόκκινη φυλή να αποκτήσει κυρίαρχη θέση, να παίξει ρόλο και να προσελκύσουµε νέες εκµεταλλεύσεις».

Κυριαρχούν τρεις… Γαλλίδες

Στην αναγκαιότητα ενίσχυσης ντόπιων φυλών, ως µέσου ενδύνάµωσης της εγχώριας βοοτροφίας, αναφέρθηκε, µεταξύ άλλων, και ο κτηνοτρόφος από την Αµυγδαλή Καρδίτσας, Παντελής Καρκανιάς.

Όπως µας είπε συγκεκριµένα, «είναι απαραίτητο να δώσουµε έµφαση στο γενετικό υλικό που είναι προσαρµοσµένο στις συνθήκες του τόπου µας. Γιατί να πληρώνουµε το ταυρί το Limousine 5.000 ευρώ, όταν τα δικά µας κέντρα γενετικής βελτίωσης θα µπορούσαν να παράγουν δικά µας σπέρµατα, εγκλιµατισµένα στην περιοχή και να πάµε να τα δίνουµε στους εισαγωγείς. Είναι τεράστιο το κόστος για να αγοράσεις έναν επιβήτορα επειδή θεωρείται pedigree, ενώ έχουµε κέντρα γενετικής βελτίωσης σε αδράνεια».

Ο κ. Καρκανιάς τόνισε πως υπάρχει κενό στις ελληνικές φυλές και ότι, µάλιστα, στην Ελλάδα εκτρέφονται κατά 90% οι τρεις κυρίαρχες στην αγορά γαλλικές φυλές (Limousine, Aquitaine και Charolaise). «Χρειάζεται επανασχεδιασµός στον κλάδο, τέτοιος ώστε να εστιάζει στις ντόπιες φυλές, µε έναν τρόπο που να βελτιωθούν, να είναι ανταγωνιστικές απέναντι στις κυρίαρχες γαλλικές και να µπορέσουν να προωθηθούν στην αγορά. Να βελτιώσουµε και να ενισχύσουµε τις δικές µας φυλές που είναι πολύ καλύτερες από άποψη ποιοτικών χαρακτηριστικών κρέατος», κατέληξε.

Κατηγορίες βοειδών ανά περιφέρεια
Κατηγορίες βοειδών ανά περιφέρεια