Σημαντικό πλεονέκτημα της ελληνικής ελαιοκαλλιέργειας αποτελεί η περιβαλλοντική της ποιότητα, που θα μπορούσε να λύσει οικονομικά προβλήματά της και να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης της ελληνικής γεωργίας. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να καθιερωθεί η περιβαλλοντική ποιότητα και να ενταχθεί στο εθνικό στρατηγικό σχέδιο για την εφαρμογή της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής στη χώρα.

του Δρος Εμμανουήλ Μ. Καμπουράκη, Εργαστήριο Ελαιοκομίας και Συστημάτων Αγροοικολογικής Παραγωγής (ΕΣΑΠ), Τμήμα Γεωπονίας, Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο (ΕΛΜΕΠΑ)

Η ελαιοκαλλιέργεια αναπτύχθηκε εδώ και χιλιάδες χρόνια στην Ελλάδα και διαχρονικά αποτελεί μία από τις σημαντικότερες καλλιέργειες της χώρας. Οι ελαιώνες αποτελούν τη σπουδαιότερη δενδρώδη καλλιέργεια και ο τρόπος διαχείρισής τους επηρεάζει ισχυρά το τοπίο, τη διαθεσιμότητα και την ποιότητα των φυσικών πόρων (εδαφικών και υδατικών) και τη βιοποικιλότητα της χώρας.

Στους ελαιώνες, που έχουν προσαρμοστεί στους διαθέσιμους φυσικούς και κλιματικούς πόρους της κάθε περιοχής, συναντάται μια αυξημένη βιοποικιλότητα ζωικών και φυτικών οργανισμών. Οι οργανισμοί αυτοί (π.χ. άγρια χόρτα), μάλιστα, αποτελούν στοιχείο της διατροφής των κατοίκων της υπαίθρου, και όχι μόνο, καθώς και πολιτιστικό στοιχείο της χώρας, όπως και η ίδια η ελαιοκάλλιεργεια. Μέσα στους αιώνες η ελαιοπαραγωγή έχει αποδείξει την αντοχή και τη σημασία της για τη χώρα, συχνά σε αντίξοες, οικονομικές, κοινωνικές και κλιματικές συνθήκες.

Η ελαιοπαραγωγή σήμερα είναι σημαντική για το εισόδημα των ελαιοκαλλιεργητών και των εργατών γης, τον δευτερογενή τομέα που σχετίζεται με την επεξεργασία και την τυποποίηση των ελαιοκομικών προϊόντων και τον τριτογενή, που περιλαμβάνει υπηρεσίες, άμεσα σχετιζόμενες με τα ελαιοκομικά προϊόντα ή και με το τουριστικό προϊόν της χώρας, που καρπώνεται τα οφέλη του ελληνικού τοπίου, της βιοποικιλότητας και του πολιτισμού, ειδικά του διατροφικού.

Τις τελευταίες δεκαετίες, η ελαιοπαραγωγή ακολούθησε το μοντέλο της αύξησης των αποδόσεων των ελαιώνων, χρησιμοποιώντας συχνά αλόγιστα εξωτερικές εισροές. Ως αποτέλεσμα, η στρεμματική απόδοση και η παραγωγή έχουν αυξηθεί. Επίσης, βελτιώθηκε η τεχνολογία επεξεργασίας των ελαιοκομικών προϊόντων με τη χρήση της πλέον σύγχρονης τεχνολογίας. Η χώρα παράγει άριστα ελαιοκομικά προϊόντα, όπως εξαιρετικό έξτρα παρθένο ελαιόλαδο και επιτραπέζιες ελιές.

Παρ’ όλα αυτά, η ελαιοπαραγωγή βρίσκεται σε ένα σημείο καμπής λόγω α) του μεταβαλλόμενου οικονομικού περιβάλλοντος, που σχετίζεται με τη διεθνή παραγωγή και τις διεθνείς τιμές των ελαιοκομικών προϊόντων,
β) των αλλαγών στο κλίμα, που επηρεάζουν το ελαιόδεντρο και την απόδοσή του, καθώς και τους διαθέσιμους σε αυτό φυσικούς πόρους και
γ) των πολιτικών που σχετίζονται με την ελαιοπαραγωγή σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο.

Λόγω των μεταβολών αυτών, σταδιακά η ελληνική ελαιοπαραγωγή θα πρέπει να βελτιωθεί παραπέρα και να προσαρμοστεί στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Στο παρόν άρθρο παρουσιάζονται τα οφέλη της στροφής στην περιβαλλοντική ποιότητα των ελληνικών ελαιοκομικών προϊόντων, ώστε να καταστούν περισσότερο ανταγωνιστικά στις μεταβαλλόμενες διεθνείς συνθήκες και να αυξήσουν τη βιωσιμότητα και την αειφορία της ελαιοκαλλιέργειας.

Η ελληνική ελαιοπαραγωγή σήμερα

Η ελληνική ελαιοπαραγωγή είναι ιδιαίτερα σημαντική οικονομικά, κοινωνικά, πολιτισμικά και περιβαλλοντικά, σε πολλές περιοχές της χώρας, όπως της Κρήτης, της Πελοποννήσου, της Στερεάς Ελλάδας, των νησιών του Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους, καθώς και των παραλιακών περιοχών της ηπειρωτικής χώρας.

Σε αυτές τις περιοχές, κατά κανόνα, αναπτύσσεται και η σημαντική για τη χώρα βιομηχανία του τουρισμού. Παρά όλη τη σημαντική εσωτερική κατανάλωση, περίπου το 1/3 της παραγωγής ελαιοκομικών προϊόντων, ένα σημαντικό μέρος εξάγεται, κυρίως, χύμα. Οι εξαγωγές αυτές είναι σημαντικές για την οικονομία της χώρας συνεισφέροντας σε μεγάλο βαθμό στο ακαθάριστο εθνικό προϊόν.

Η ελαιοκαλλιέργεια έχει εκσυγχρονιστεί τεχνολογικά, αλλά λόγω της διάρθρωσής της αντιμετωπίζει αρκετά προβλήματα, που επιτείνουν τη μείωση της ανταγωνιστικότητάς της στις διεθνείς αγορές. Στην Ελλάδα, η ελαιοκομία χαρακτηρίζεται από μικρό και κατακερματισμένο αριθμό ελαιώνων, κυρίως λοφώδες ανάγλυφο, ελλείψεις υποδομών άρδευσης και, σε πολλές περιοχές, κατάλληλου νερού άρδευσης, ελλείψεις τεχνικής στήριξης των ελαιοπαραγωγών όσο αφορά την ορθολογική και ενδεδειγμένη (κατάλληλος χρόνος, συχνότητα εφαρμογής και ενδεδειγμένη ποσότητα) χρήση των εισροών και ειδικά του νερού άρδευσης και των προϊόντων φυτοπροστασίας και λίπανσης.

Αντίθετα, στις κύριες ανταγωνίστριες ελαιοπαραγωγικές χώρες (Ισπανία και Ιταλία) έχουν λυθεί σε μεγάλο βαθμό τα προβλήματα αυτά. Επίσης, φυτεύονται μεγάλες εκτάσεις σε χώρες εκτός της Μεσογείου, με σημαντικές οικονομικές επενδύσεις και χρήση σύγχρονων τεχνολογιών που, λόγω της παραγωγής τους, αυξάνουν συνεχώς τον ανταγωνισμό στην αγορά των ελαιοκομικών προϊόντων.

Παρ’ όλα αυτά, στην Ελλάδα υπάρχει σημαντική ποικιλότητα στην ελαιοκαλλιέργεια. Κάθε περιοχή παράγει ελαιοκομικά προϊόντα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως γεύση και άρωμα. Τα χαρακτηριστικά αυτά εξαρτώνται από την ποικιλία του ελαιοδέντρου, τις εδαφοκλιματικές συνθήκες, τη βιοποικιλότητα, την τοποθεσία, το ανάγλυφο και το υψόμετρο στην περιοχή του κάθε ελαιώνα.

Η ποικιλότητα αυτή μπορεί να σημανθεί γεωγραφικά σύμφωνα με την εθνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία για τις γεωγραφικές ενδείξεις. Για παράδειγμα, τα ελαιοκομικά προϊόντα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) φέρουν το όνομα της περιοχής και έχουν ιδιαίτερα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά, τα οποία οφείλονται, κυρίως ή αποκλειστικά, στο συγκεκριμένο γεωγραφικό περιβάλλον, ενώ η παραγωγή, η μεταποίηση και η επεξεργασία πραγματοποιούνται στην οριοθετημένη αυτή γεωγραφική περιοχή.

Αντίστοιχα, τα προϊόντα Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΓΕ) έχουν το όνομα της περιοχής στην οποία οφείλουν τη φήμη τους, ενώ η παραγωγή και η μεταποίηση πραγματοποιούνται αποκλειστικά σε αυτή την περιοχή. Επίσης, στη χώρα εφαρμόζεται η νομοθεσία για τη βιολογική γεωργία στην ελαιοπαραγωγή και παράγονται αντίστοιχα ελαιοκομικά προϊόντα.

Το απαράμιλλο φυσικό περιβάλλον των ελαιώνων και η συνεισφορά τους στο αγροτικό τοπίο έχουν μελετηθεί επαρκώς. Επίσης, στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες ελαιοκομικές χώρες, αυξάνονται τα έργα που τεκμηριώνουν τη σημασία των ελαιώνων για τη βιοποικιλότητα.

Για παράδειγμα, στο πλαίσιο του έργου «Βελτίωση πράσινων υποδομών σε αγροοικοσυστήματα» (LIFE IGIC, LIFE16 NAT/GR/000575, www.lifeigic.eu), που συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, εξετάζεται η δημιουργία πράσινων υποδομών, ερευνώνται οι σχέσεις των πράσινων υποδομών με τη βιοποικιλότητα των ελαιώνων και εφαρμόζονται αειφόρες μέθοδοι ελαιοκαλλιέργειας.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση για την αειφόρο ανάπτυξη εφαρμόζει τη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας (European Green Deal). Στο πλαίσιο της Συμφωνίας αναμορφώνεται και η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αποτελεί σημαντικό χρηματοδοτικό εργαλείο για την ελληνική γεωργία και την ελαιοπαραγωγή. Κεντρικούς στόχους της νέας ΚΑΠ αποτελούν η φροντίδα του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων, η προστασία της βιοποικιλότητας (σε σχέση και με τη στρατηγική της Ένωσης για τη βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2030), το αγροτικό τοπίο και η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή.

Η εφαρμογή της νέας ΚΑΠ στη χώρα μας εναπόκειται στο υπό διαμόρφωση Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο για τη νέα περίοδο. Για την αναβάθμιση της ελαιοπαραγωγής και την επίλυση των χρόνιων προβλημάτων της, η εφαρμογή της ΚΑΠ στην ελαιοπαραγωγή θα πρέπει να γίνει με υποστήριξη και ανάδειξη της περιβαλλοντικής σημασίας και ποιότητάς της.

Ταυτόχρονα, θα πρέπει να ενισχυθεί η εμπορία των ελαιοκομικών προϊόντων με ανάδειξη της συμμόρφωσης στις σύγχρονες απαιτήσεις για περιβαλλοντική ποιότητα, των καταναλωτών υψηλού βιοτικού επιπέδου. Για να γίνει αυτό, απαιτούνται ορθές και πρακτικές ενέργειες στήριξης των ελαιοπαραγωγών, μέσω της νέας ΚΑΠ, όσον αφορά τις καλλιεργητικές πρακτικές και τη χρήση των εισροών στην ελαιοπαραγωγή. Η νέα ΚΑΠ μπορεί να αποτελέσει τον μοχλό βελτίωσης και τη διέξοδο αντιμετώπισης των προβλημάτων της ελαιοπαραγωγής.

Οι αποφάσεις που θα αλλάξουν το τοπίο

Η στροφή προς την αειφορία και την περιβαλλοντική ποιότητα των ελαιοκομικών προϊόντων είναι απαραίτητη για την αύξηση της ανταγωνιστικότητάς τους, λόγω των συγκριτικών περιβαλλοντικών πλεονεκτημάτων της ελληνικής ελαιοπαραγωγής. Απαιτεί την εφαρμογή των αρχών της αγροοικολογίας στις καλλιεργητικές πρακτικές, με ταυτόχρονη πρακτική εφαρμογή αναδυόμενων νέων τεχνολογιών, προσαρμοσμένων στη διάρθρωση της ελληνικής ελαιοκαλλιέργειας.

Η ελληνική ελαιοπαραγωγή με την περιβαλλοντική ποιότητα θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα και την αειφορία της, παρέχοντας σημαντικά οικονομικά οφέλη για τους ελαιοπαραγωγούς και τους εμπλεκομένους στην αλυσίδα των ελαιοκομικών προϊόντων, ενώ θα εξακολουθήσει να στηρίζει τη βιομηχανία του τουρισμού.

Για την επίτευξη της περιβαλλοντικής ποιότητας απαιτείται η στήριξη των ελαιοπαραγωγών, καθώς και της αλυσίδας ελαιοπαραγωγής, με σαφείς κανόνες και έλεγχο.

Επίσης, απαιτείται (από εκπαιδευτές με πρακτική εμπειρία, εστιασμένη στην πράξη και όχι σε γενικόλογα θεωρητικά πλαίσια) στήριξη της εκπαίδευσης των ελαιοκαλλιεργητών και των γεωτεχνικών που θα κληθούν να τους στηρίξουν. Η περιβαλλοντική ποιότητα θα βελτιωθεί, μέσω της εφαρμογής ορθών καλλιεργητικών πρακτικών κανόνων, καθώς και προτύπων σήμανσης και ελέγχου, σύμφωνα με τις αρχές της αγροοικολογίας. Απαιτεί την ορθολογική χρήση των εξωτερικών εισροών (φάρμακα, λιπάσματα, νερό άρδευσης, καύσιμα κ.λπ.), που θα μειώσουν το κόστος παραγωγής και, παράλληλα, θα βελτιώσουν ακόμα περισσότερο την ποιότητα των ελαιοκομικών προϊόντων λόγω της μείωσης επικίνδυνων συνθετικών αγροχημικών ουσιών.

Η εφαρμογή της θα παρέχει τη βέλτιστη τεχνικά και πιο οικονομική προσαρμογή σε ακραία καιρικά φαινόμενα, λόγω κλιματικής αλλαγής. Τέλος, θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής παραγωγής ελαιοκομικών προϊόντων, λόγω των συγκριτικών πλεονεκτημάτων που η φύση απλόχερα έδωσε σε αυτήν.

Για τους λόγους αυτούς, θα πρέπει να ληφθούν αποφάσεις από την πολιτεία για α) τη στήριξη της ελαιοπαραγωγής και β) τη δημιουργία ενός λειτουργικού και συγκεκριμένου Εθνικού Στρατηγικού Σχεδίου, στο πλαίσιο της νέας ΚΑΠ, που θα στηρίξει την περιβαλλοντική ποιότητα της ελαιοκαλλιέργειας.