Προετοιμασίες των χωραφιών για τη σπορά των σιτηρών

του Χρήστου Πετρόπουλου, γεωπόνου 

Tα σιτηρά καταλαμβάνουν τη μεγαλύτερη καλλιεργούμενη έκταση σε όλο τον κόσμο και αποτελούν τη βάση της διατροφής του ανθρώπου. Στην Ελλάδα, τα σιτηρά καλύπτουν το 25% των καλλιεργούμενων εκτάσεων.

Η προετοιμασία πρέπει να γίνεται στο στάδιο του «ρώγου», γιατί τότε εξασφαλίζονται οι καλύτερες δυνατές συνθήκες υγρασίας και αερισμού για το φύτρωμα του σπόρου και προεξοφλείται ο καλύτερος δυνατός θρυμματισμός του εδάφους. Οι ευνοϊκές συνθήκες υγρασίας και αερισμού μαζί με την ευνοϊκή θερμοκρασία (20°C) και τον καλό θρυμματισμό του εδάφους αποτελούν τις βασικές προϋποθέσεις για ομοιόμορφο και γρήγορο φύτρωμα.

Τα καλοκαιρινά οργώματα γίνονται μόνο όταν υπάρχει έντονο πρόβλημα στο χωράφι από πολυετή ζιζάνια (π.χ. κύπερη, περιπλοκάδα). Αν έχει προηγηθεί ανοιξιάτικη καλλιέργεια, τότε το όργωμα γίνεται αμέσως μετά τη συγκομιδή, αφού πρώτα γίνει τεμαχισμός και στελεχοκοπή των φυτικών υπολειμμάτων.

Το φθινοπωρινό όργωμα δεν πρέπει να γίνεται σε μεγάλο βάθος, καθώς ο κύριος όγκος του ριζικού συστήματος βρίσκεται στα πρώτα 30 εκ. του εδάφους. Βαθύτερο όργωμα συστήνεται όταν η προηγούμενη καλλιέργεια αφήνει μεγάλο όγκο υπολειμμάτων, υπάρχει ανάγκη καταπολέμησης βαθύρριζων ζιζανίων ή υπάρχει αδιαπέραστος υπεδάφειος σκληρός ορίζοντας. Κατά την παραδοσιακή κατεργασία, παραμονές της σποράς, γίνεται η εφαρμογή της βασικής λίπανσης και ακολουθεί δισκοσβάρνισμα.

Χειρισμός υπολειμμάτων του θεριζοαλωνισμού

Πολύ σημαντικό στοιχείο, που έχει σχέση με την προετοιμασία του εδάφους, τη διατήρηση της γονιμότητας, της υφής και της συνοχής των εδαφών, είναι και ο χειρισμός των υπολειμμάτων του θεριζοαλωνισμού, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου τα σιτηρά διαδέχεται τα σιτηρά επί σειρά ετών. Είναι γνωστό ότι η συνοχή των εδαφών οφείλεται στην οργανική ουσία και στην άργιλο και ότι η βαθμιαία μείωση των ποσοστών τους στο έδαφος συνιστά τη διαδικασία της «ερημοποίησης» των εδαφών. Κάτω από τις ξηροθερμικές συνθήκες, κυρίως της Νότιας Ελλάδας, αλλά και μέρους της Κεντρικής (Θεσσαλία), τα φαινόμενα της οξείδωσης (καύσης) της οργανικής ουσίας είναι ιδιαίτερα έντονα και για τον λόγο αυτόν θα πρέπει να ενισχυθεί η διαδικασία της χουμοποίησης, ώστε να εξασφαλιστεί κάποιο μικρό πλεόνασμα οργανικής ουσίας.

Αυτό μπορεί να γίνει αφενός με την αποφυγή των καλοκαιρινών καλλιεργητικών επεμβάσεων, γιατί εκθέτουν την οργανική ουσία σε οξειδώσεις, και αφετέρου με το παράχωμα των υπολειμμάτων του θεριζοαλωνισμού στο τέλος του καλοκαιριού. Επειδή η διαδικασία της χουμοποίησης χρειάζεται ευνοϊκές συνθήκες υγρασίας και θερμοκρασίας, απαιτείται η ενίσχυση της καλλιέργειας με επιπλέον ποσότητα αζώτου.

Η ευνοϊκή επίδραση του παραχώματος και της λίπανσης που το συνοδεύει έναντι του καψίματος της καλαμιάς γίνεται φανερή μετά από ένα διάστημα 7-8 ετών εφαρμογής του. Αυτή η επιβάρυνση, όμως, με την επιπλέον δαπάνη της ενισχυμένης λίπανσης, αποτελεί μακροχρόνια και σίγουρη επένδυση, αφού είναι γνωστό πια ότι κάθε χρόνο χάνονται στον πλανήτη τεράστιες εκτάσεις από την καλλιέργεια εξαιτίας της μη σωστής χρήσης των εδαφών και των περιττών καλλιεργητικών επεμβάσεων.