Προοπτικές ανάπτυξης των θερμοκηπίων στην Ελλάδα

του Νικόλαου Κατσούλα, καθηγητή Πανεπιστήμιου Θεσσαλίας

Hθερμοκηπιακή καλλιέργεια είναι η μόνη μέθοδος παραγωγής στην οποία μπορεί να γίνει σε μεγάλο βαθμό έλεγχος των παραγόντων του περιβάλλοντος που επηρεάζουν την ανάπτυξη και την παραγωγικότητα των φυτών. Αποτελεί, κατά συνέπεια, έναν από τους δυναμικότερους κλάδους της πρωτογενούς παραγωγής, δίνοντας τη δυνατότητα για παραγωγή υψηλής ποιότητας προϊόντων (λαχανοκομικών, ανθοκομικών, αρωματικών, φαρμακευτικών και φυτικού πολλαπλασιαστικού υλικού σε ελεγχόμενο περιβάλλον) καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, ανεξάρτητα από τις εξωτερικές κλιματικές συνθήκες, με αποδοτική χρήση εισροών σε νερό, λιπάσματα και ενέργεια και μειωμένες εισροές σε φυτοπροστατευτικά προϊόντα.

Οι θερμοκηπιακές καλλιέργειες μπορεί να αποτελέσουν διέξοδο και ταυτόχρονα σημαντικό παράγοντα δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, ακόμη και για περιοχές οι οποίες παραδοσιακά έχουν σχέση μόνο με μεγάλες καλλιέργειες. Το 3% των συνολικών καλλιεργούμενων εκτάσεων στη χώρα μας καλύπτεται με λαχανοκομικές καλλιέργειες, οι οποίες συνεισφέρουν στο 18% της συνολικής αξίας των παραγόμενων προϊόντων.

Στη σημερινή παραγωγή θερμοκηπιακών προϊόντων πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη έμφαση τόσο στην επίτευξη ικανοποιητικής απόδοσης, που θα καθιστά το θερμοκήπιο βιώσιμο, όσο και στη βελτίωση της ποιότητας και στη μείωση των εισροών και των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τη δραστηριότητα αυτή. Έτσι, τα θερμοκήπια ως συστήματα υψηλής δυναμικότητας, παραγωγικότητας, έντασης εργασίας και πόρων, αποτελούν μία δραστηριότητα που, συγκριτικά με τις καλλιέργειες στον ανοιχτό αγρό, απαιτούν μία σημαντικά μεγαλύτερη επένδυση ανά μονάδα επιφάνειας.

Δυσθεώρητο κόστος

Αν και σε πολλές περιπτώσεις επιδοτείται το 40%-50% της επένδυσης ή και περισσότερο, φαίνεται πως το κεφάλαιο που πρέπει να επενδυθεί είναι υπερβολικά μεγάλο για έναν παραγωγό, καθώς για την εγκατάσταση ενός πλήρως εξοπλισμένου θερμοκηπίου με υδροπονική καλλιέργεια απαιτούνται 70.000-100.000 ευρώ ανά στρέμμα, με μία ελάχιστη προτεινόμενη έκταση της τάξεως των 5 στρεμμάτων. Αυτός είναι, εξάλλου, και ο λόγος για τον οποίο βλέπουμε τα τελευταία χρόνια να γίνονται μεγάλες επενδύσεις σε θερμοκήπια μόνο από εταιρείες που δραστηριοποιούνται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο χώρο των τροφίμων.

Παράλληλα, οι επενδύσεις αυτές συνδυάζονται σε αρκετές περιπτώσεις με την παραγωγή ενέργειας, προκειμένου να καλύπτουν ένα από τα μεγαλύτερα λειτουργικά κόστη του θερμοκηπίου, αυτό της θέρμανσης.

Ανταγωνιστικότητα και συνεργασία

Πρόκειται για έναν τομέα υπό πίεση, καθώς παρατηρείται ισχυρός ανταγωνισμός με γειτονικές αναδυόμενες οικονομίες (βαλκανικές χώρες, Τουρκία), ενώ οι απαιτήσεις των καταναλωτών βαίνουν συνεχώς προς αύξηση. Σημειώνεται, ιδιαίτερα, πως οι γειτονικές μας χώρες έχουν επενδύσει δυναμικά εδώ και πολλά χρόνια στην ανάπτυξη των θερμοκηπίων με κορυφαίο παράδειγμα την Τουρκία που αποτελεί σήμερα τον αδιαφιλονίκητο πρωταγωνιστή των θερμοκηπίων στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Οι εκτάσεις με θερμοκήπια στην Τουρκία το 1980 ήταν 8.000 στρέμματα και το 2020 πάνω από 800.000 στρέμματα. Αντίστοιχα, στην Ελλάδα το 1980 υπήρχαν περίπου 30.000 στρέμματα και το 2020 οι εκτάσεις υπολογίζονται σε 65.000 στρέμματα. Είναι προφανές λοιπόν ότι η χώρα μας έχει μείνει πολύ πίσω στην κούρσα αυτή. Επιπλέον, η μέση θερμοκηπιακή έκταση ανά θερμοκηπιακή επιχείρηση στη χώρα μας είναι περίπου 6,5 στρέμματα, όταν η αντίστοιχη τιμή στην Ολλανδία και στην Ισπανία είναι μεγαλύτερη από 30 στρέμματα.

Οι παραγωγοί στις παραπάνω χώρες έχουν αναπτύξει μεγάλες Ομάδες Παραγωγών και συνεταιρισμούς, προκειμένου να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητά τους, κάτι που δεν συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό στη χώρα μας, όπου η ανάγκη αυτή είναι ακόμη μεγαλύτερη, λόγω του μικρού μεγέθους των επιχειρήσεων.

Για να καταστεί δυνατή και οικονομικά βιώσιμη η ανάπτυξη των θερμοκηπίων, θα πρέπει προφανώς να θεσπιστούν περαιτέρω οικονομικά κίνητρα, να γίνει εκπαίδευση των ενδιαφερόμενων παραγωγών και εκσυγχρονισμός των γεωργικών εκμεταλλεύσεων με την υιοθέτηση τεχνικών και τεχνολογιών προσαρμοσμένων στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και την αειφορία των αγροτικών οικοσυστημάτων.

Για να επιτευχθούν οι παραπάνω στόχοι, θα πρέπει:

I. Οικονομικά-κοινωνικά

◆ Να εξασφαλιστεί η εκπαίδευση όλων των εμπλεκομένων στην κατασκευή, λειτουργία και διαχείριση των θερμοκηπίων και να θεσπιστούν οικονομικά κίνητρα, ώστε να προσελκύσουν το ενδιαφέρον αφενός των ήδη ασχολουμένων για βελτίωση και περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου και κυρίως των νέων για εμπλοκή τους στον δυναμικό τομέα των θερμοκηπίων.

II. Κατασκευαστικά και λειτουργικά

◆ Να υιοθετηθούν υψηλά θερμοκήπια, διαστασιολογημένα κατάλληλα για τα κλιματικά χαρακτηριστικά της περιοχής όπου πρόκειται να εγκατασταθούν.

◆ Να υιοθετηθούν νέες τεχνικές καλλιέργειας, όπως η υδροπονία, με νέα υποστρώματα και τεχνολογίες Γεωργίας Ακριβείας για υπολογισμό σύστασης και διαχείρισης θρεπτικών διαλυμάτων.

◆ Να υιοθετηθούν τεχνολογίες εξοικονόμησης ενέργειας, συστήματα ορθολογικής διαχείρισης μικροκλίματος και αξιοποίηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

◆ Να γίνεται χρήση μεθόδων που προλαμβάνουν την ανάπτυξη εχθρών και ασθενειών στο θερμοκήπιο.

◆ Να υιοθετηθούν τεχνικές κυκλικής οικονομίας (όπως οι υδροπονικές οι ενυδρειοπονικές και οι επάλληλες καλλιέργειες, όπου το θρεπτικό διάλυμα υδρολίπανσης ανακυκλώνεται) που μειώνουν το περιβαλλοντικό αποτύπωμα του θερμοκηπίου και την περιβαλλοντική επιβάρυνση της περιοχής.

Στόχος η αειφορία

Το σύνολο των ανωτέρω τεχνολογιών και καινοτόμων συστημάτων για τη βελτίωση των θερμοκηπίων με στόχο την αειφορία και την περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου των θερμοκηπίων εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, συστηματικά και παρουσιάζεται στο Θερμοκηπιακό Πάρκο του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας που διαχειρίζεται το Εργαστήριο Γεωργικών Κατασκευών και Ελέγχου Περιβάλλοντος, στο Αγρόκτημα του Πανεπιστημίου στο Βελεστίνο. Το Θερμοκηπιακό Πάρκο, μάλιστα, αποτελεί ήδη ένα σύγχρονο κέντρο τεχνολογίας θερμοκηπίων για επίδειξη, έρευνα και εκπαίδευση σε ευρωπαϊκό επίπεδο.