Ρίζος Μαρούδας, πρόεδρος (ΕΟΑΣΝΛ): Η Θεσσαλία έχει σοβαρά παραγωγικά πλεονεκτήματα για την ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας

Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο θεσσαλικός κάμπος είναι γνωστά και γι’ αυτά, άλλωστε, οι γεωργοί και κτηνοτρόφοι βρισκόμαστε στα μπλόκα, συνεχίζοντας έναν αγώνα επιβίωσης που δίνουμε εδώ και δεκαετίες. Συνοπτικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα βασικά προβλήματα αφορούν:
- Την έλλειψη νερού άρδευσης, που δημιουργεί κίνδυνο αφανισμού της αγροτικής παραγωγής. Μια έλλειψη, που οφείλεται στην άρνηση των κυβερνήσεων να προχωρήσουν στα έργα υποδομής για τη συγκέντρωση – αποθήκευση των επιφανειακών νερών και τη διάθεσή του προς αγροτική χρήση (ολοκλήρωση της εκτροπής του άνω ρου του Αχελώου, των μεγάλων φραγμάτων Μουζακίου, Πύλης, Σκοπιάς, Αγιονερίου κ.ά.).
- Το υψηλό κόστος παραγωγής εξαιτίας του μεγάλου κόστους των αγροτικών εφοδίων και μέσων (αγροτικό πετρέλαιο, αγροτικό ρεύμα, λιπάσματα, φυτοφάρμακα, σπόροι, ζωοτροφές, αγροτικά μηχανήματα κ.ά.). Το υψηλό κόστος επιβάλλουν τα μονοπώλια, με στόχο την αύξηση των κερδών, χωρίς οι κυβερνήσεις να παίρνουν μέτρα για την αντιμετώπιση της άκρατης κερδοσκοπίας.
- Τις μεγάλες καταστροφές στην παραγωγή, πότε από τη λειψυδρία, πότε από τις πλημμύρες και τις αρρώστιες, χωρίς οι πληγέντες να παίρνουν τις αποζημιώσεις που δικαιούνται και για τις οποίες πληρώνουν υψηλές εισφορές στον ΕΛΓΑ. Η αιτία και εδώ βρίσκεται στην ανυπαρξία των κατάλληλων έργων προστασίας της παραγωγής και στην άρνηση των κυβερνήσεων να χρηματοδοτήσουν τον ΕΛΓΑ και να αλλάξουν τον κανονισμό του, ώστε να αποζημιώνεται το 100% των ζημιών από όλες τις αιτίες.
- Τις χαμηλές τιμές των προϊόντων που οι παραγωγοί διαθέτουν στους εμπόρους, τα οποία στη συνέχεια πωλούνται πανάκριβα στη λαϊκή κατανάλωση. Οι παραγωγοί βρίσκονται στο έλεος των μεσαζόντων και των εμπόρων που αγοράζουν τα προϊόντα τους όσο – όσο, επειδή οι κυβερνήσεις, επικαλούμενες τους νόμους της διαβόητης «ελεύθερης αγοράς», αρνούνται να καθιερώσουν κατώτατες εγγυημένες τιμές στα προϊόντα.
Όλα αυτά τα προβλήματα ούτε τυχαία είναι, ούτε οφείλονται σε κάποια… στενοκεφαλιά ή αβλεψία των εκάστοτε κυβερνώντων. Πηγή τους είναι η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της ΕΕ, που εφαρμόζεται σαν ευαγγέλιο στη χώρα μας και η οποία βασικό στόχο έχει τη συγκέντρωση της παραγωγής σε λίγα χέρια, που συνεπάγεται την απομάκρυνση των μικρών και μεσαίων παραγωγών. Σε αυτό τον «ντορό» κινούνται οι αποφάσεις και τα μέτρα που λαμβάνονται στο πλαίσιο των αναθεωρήσεων της ΚΑΠ.
Οι λύσεις που προτείνει το οργανωμένο αγροτικό κίνημα για την ανάπτυξη της γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής στον θεσσαλικό κάμπο και σε όλη τη χώρα βρίσκονται στον αντίποδα αυτής της πολιτικής. Παίρνουν ως δεδομένο ότι η περιοχή της Θεσσαλίας έχει σοβαρά παραγωγικά πλεονεκτήματα για την ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας προς όφελος των βιοπαλαιστών αγροτών και συνολικά του λαού και όχι προς όφελος των κερδών των εμποροβιομηχάνων και των μονοπωλίων.
Λύση δεν είναι οι διαβόητες «αναδιαρθρώσεις» της παραγωγής, που προωθούνται και μέσα από τη σχετική έκθεση μιας ολλανδικής εταιρείας, η οποία, με αφορμή τις μεγάλες καταστροφές από τις πλημμύρες του Daniel, προτείνει μια «αναδιάρθρωση» μέσω της αντικατάστασης των λεγόμενων «υδροβόρων» καλλιεργειών με άλλες «σύγχρονες και δυναμικές καλλιέργειες». Και αυτή η «αναδιάρθρωση», όπως και όλες οι προηγούμενες με τις… ακακίες, τα βατόμουρα, τα αγγούρια κ.λπ., στόχο έχει την επιτάχυνση της συγκέντρωσης της παραγωγής σε λίγα χέρια και όχι την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των μικρών και μεσαίων παραγωγών και των λαϊκών αναγκών για φτηνή και ποιοτική διατροφή.
Για να παραμείνουν στην παραγωγή οι βιοπαλαιστές γεωργοί και κτηνοτρόφοι, χρειάζεται μια διαφορετική οργάνωσή της, στο πλαίσιο της οποίας θα αντιμετωπιστούν και τα προβλήματα που προαναφέραμε.
Το οργανωμένο αγροτικό κίνημα θα συνεχίσει τον αγώνα ενάντια στην πολιτική που πετάει έξω από την παραγωγή τους μικρούς και μεσαίους αγροτοκτηνοτρόφους και μελισσοκόμους, απαιτώντας μια άλλη αγροτική ανάπτυξη στη χώρα μας προς όφελος του λαού μας.