Στις ΗΠΑ η Malmström για την αναθέρμανση της TTIP

Στις ΗΠΑ η Malmström για την αναθέρμανση της TTIP

Στην Ουάσινγκτον βρίσκεται από τις 24 Απριλίου η ευρωπαία Επίτροπος αρμόδια σε θέματα εμπορίου, C. Malmström, για συζητήσεις με την κυβέρνηση Τράμπ σχετικά με τη συμφωνία TTIP. Ως γνωστόν, ο Αμερικανός πρόεδρος είχε δεσμευτεί προεκλογικά για την μονομερή κατάργηση των βασικών διεθνών εμπορικών συμφωνιών που είχαν συνάψει προηγούμενες κυβερνήσεις, «στα πλαίσια της προστασίας των αμερικάνικων προϊόντων και συμφερόντων». Η συμφωνία με τις 12 χώρες του ειρηνικού, TΡP, καταργήθηκε από τις πρώτες μέρες ανάληψης της προεδρίας του, ενώ πρόσφατα, κατήγγειλε το σύστημα ποσοστώσεων γαλακτοκομικών που εφαρμόζει ο Καναδάς ως «ιδιαίτερα άδικο» για τις ΗΠΑ, σηματοδοτώντας πιθανές παρεμβάσεις στη συμφωνία της NAFTA.

Όπως τόνισε ο Υπουργός Εμπορίου της χώρας στους Financial Times, «εκτός της NAFTA, οι μεγάλες πηγές εμπορικού ελλείμματος για την οικονομία των ΗΠΑ, είναι η Κίνα, η Ιαπωνία και φυσικά η ΕΕ. Συνεπώς πρέπει να επικεντρωθούμε στην ΕΕ άμεσα».

Ήταν άλλωστε αυτές οι απειλές για τις εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ-ΕΕ και στην προοπτική της TTIP, που οδήγησαν τη Γερμανίδα Καγκελάριο Μέρκελ να επισκεφθεί τον Πρόεδρο Τραμπ λίγες βδομάδες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του.

Οι απαιτήσεις για τον αγροτικό τομέα

Πρόσφατη Έκθεση του Υπουργού Εμπορίου, εστιάζει σε τέσσερις ευρωπαϊκές ρυθμίσεις, που κατά την γνώμη των ΗΠΑ, αποτελούν εμπόδια στις απρόσκοπτες συναλλαγές και δεν μπορούν να περιληφθούν σε μία συμφωνία.

Η πρώτη αφορά τις λεγόμενες «κοινές ονομασίες» και την άποψη ότι οποιοδήποτε προϊόν παράγεται με βάση τις προδιαγραφές του διεθνή κώδικα τροφίμων Codex, δεν μπορεί να αποτελέσει ειδικό ποιοτικό προϊόν μίας περιοχής. Έτσι, κατά τους ισχυρισμούς των ΗΠΑ, προϊόντα όπως η φέτα και η παρμεζάνα που παράγονται ελεύθερα στις ΗΠΑ, δεν μπορούν να θεωρηθούν προστατευόμενα προϊόντα της Συμφωνίας ΤΤΙΡ.

Μία δεύτερη ρύθμιση, αφορά τη λεγόμενη ευρωπαϊκή απόφαση COOL. Το πλαίσιο αυτό, που εφαρμόζεται ή έχει ανακοινωθεί ότι θα εφαρμοστεί σε οκτώ κράτη-μέλη, δηλαδή τη Γαλλία, τη Φινλανδία, την Ιταλία, την Ελλάδα, τη Ρουμανία, τη Λιθουανία, την Πορτογαλία και την Ισπανία, προβλέπει την αναγραφή της προέλευσης του γάλακτος, των γαλακτοκομικών προϊόντων, του κρέατος και σε κάποιες περιπτώσεις του σιταριού, ως συστατικού επεξεργασμένων τροφίμων. Κατά τη γνώμη των ΗΠΑ, οι ρυθμίσεις αυτές, μεροληπτούν εις βάρος των δικών τους προϊόντων. Μάλιστα για να ισχυροποιήσουν τα επιχειρήματά τους, προσθέτουν την άποψη του Ευρωπαϊκού Συνδέσμου Γαλακτοκομικών, που θεωρεί τα μέτρα αυτά ως μέσα προστατευτισμού.

Η τρίτη παράμετρος που κατά τη γνώη των ΗΠΑ εμποδίζει το εμπόριο, είναι οι αυξητικές ορμόνες στην εκτροφή βοοειδών. Ως γνωστόν, η ΕΕ απαγορεύει τις εισαγωγές βοδινού κρέατος από τα τέλη της δεκαετίας του ‘80, με τις ΗΠΑ να ισχυρίζονται ότι η επιστήμη έχει αποδείξει την καταλληλόλητα των προϊόντων αυτών για ανθρώπινη κατανάλωση και να λαμβάνει αντίμετρα σε ευρωπαϊκά προϊόντα φυτικής προέλευσης.

Τέλος, μία τέταρτη αιτία, είναι οι εισαγωγές μεταλλαγμένων. Οι ΗΠΑ ισχυρίζονται ότι η καθυστέρηση έκδοσης εγκρίσεων εισαγωγών και η αδυναμία συμφωνίας για το ποια προϊόντα κρίνονται ως επιμολυσμένα με Γενετικά Τροποποιημένους Οργανισμούς, αποκλείουν σκόπιμα από την ευρωπαϊκή αγορά προϊόντα ύψιστης σημασίας, όπως για παράδειγμα το καλαμπόκι και τη σόγια.

Η πρώτη δήλωση της Επιτρόπου Malmstrom ήταν ότι «οι δύο πλευρές χρειάζονται ακόμη χρόνο, για να κατανοήσει η μία τα επιχειρήματα της άλλης». Το βέβαιο είναι ότι κάποιες ρυθμίσεις μίας τέτοιας συμφωνίας, μπορεί να έχουν καταλυτικές επιπτώσεις και για την Ελληνική αγροδιατροφή.