To success story του ελληνικού ελαιολάδου στην Αυστρία

Mια χώρα με πληθυσμό μικρότερο των 9 εκατ. αποτελεί τον τέταρτο πιο δημοφιλή εξαγωγικό προορισμό του ελληνικού ελαιολάδου, το οποίο, μάλιστα, πωλείται εκεί σε εμφιαλωμένη κατά κανόνα μορφή και σε ιδιαίτερα ικανοποιητικές τιμές. Ο λόγος για την Αυστρία στην οποία, σύμφωνα με πρόσφατο σημείωμα του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στη Βιέννη, η Ελλάδα κατείχε το 2018 το δεύτερο μεγαλύτερο μερίδιο στην αγορά εμφιαλωμένων παρθένων ελαιολάδων με 38,77%, πίσω μόνο από την Ιταλία, το ποσοστό της οποίας ανήλθε σε 41,36% και πολύ μπροστά από την Ισπανία που δεν ξεπέρασε το 15,66%.

Η τριάδα των παραπάνω μεσογειακών χωρών αντιστοιχεί στο 90% των συνολικών εισαγωγών ελαιολάδου της Αυστρίας, ενώ σημαντικές ποσότητες που αγγίζουν το 8% προέρχονται από τη Γερμανία (κυρίως από εταιρείες ελληνικών συμφερόντων), κάτι που σημαίνει ότι ουσιαστικά το σύνολο της αγοράς ελαιολάδου καλύπτεται από τέσσερις χώρες.

Ακόμα πιο εντυπωσιακό, όμως, είναι το γεγονός ότι η χώρα μας είναι η μοναδική του «κουαρτέτου» που καταγράφει σταθερά αύξηση μεριδίων σε όλη τη διάρκεια της πενταετίας 2014-2018, την ώρα που τα ποσοστά των ανταγωνιστών της μειώνονται. Μάλιστα, οι αθροιστικές απώλειες της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Γερμανίας στο εξεταζόμενο διάστημα σχεδόν ταυτίζονται με τη συνολική αύξηση του ποσοστού της Ελλάδας, γεγονός που μαρτυρά ότι τα μερίδιά τους «κατευθύνθηκαν» στη χώρα μας. Πιο αναλυτικά, το μερίδιο της Ιταλίας στις εισαγωγές παρθένου ελαιολάδου (σε αξία) από 44,81% το 2014 μειώθηκε σε 41,36% το 2018, της Ιταλίας από 20,75% σε 15,66% και της Γερμανίας από 6,15% σε 3,11%. Στο ίδιο διάστημα, το μερίδιο της Ελλάδας κινήθηκε ανοδικά (με εξαίρεση το 2016), φτάνοντας από 26,97% το 2014 σε 38,77% το 2018.

To σύνολο των εισαγωγών ελαιολάδου της Αυστρίας το 2018 ανήλθε σε 48,73 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 31,81 εκατ. ευρώ αφορούσαν παρθένα ελαιόλαδο. Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι το 15%-20% των εισαγωγών επανεξάγονται σε γειτονικές χώρες (κυρίως Ελβετία, Γερμανία, Σλοβενία και Ουγγαρία), κάτι που αναδεικνύει τον κομβικό ρόλο της χώρας στο εμπόριο με τις γειτονικές της χώρες.

Στα 5,58 ευρώ η μέση τιμή

Το γεγονός ότι οι περισσότερες ποσότητες ελληνικού ελαιολάδου εξάγονται σε εμφιαλωμένη μορφή αποτυπώνεται και στη μέση τιμή εισόδου, η οποία ανέρχεται σε 5,58 ευρώ/κιλό και είναι η δεύτερη μεγαλύτερη μετά από τη Γαλλία με 5,65 ευρώ/κιλό.

Αυτό αποτυπώθηκε και στη συνολική αξία των ελληνικών εξαγωγών ελαιολάδου στην Αυστρία, η οποία με 15,1 εκατ. ευρώ το 2018 ήταν υψηλότερη από εκείνη της Ισπανίας (όπου εξάγεται κατά κανόνα χύδην) με 13,7 εκατ. ευρώ, του Ην. Βασιλείου με 8,4 εκατ. ευρώ της Ρωσίας με 5,6 εκατ. ευρώ και από άλλες χώρες με πολύ μεγαλύτερο πληθυσμό και έντονο ομογενειακό στοιχείο (π.χ. Καναδάς 9,6 εκατ. ευρώ, Αυστραλία 6,03 εκατ. ευρώ).

Οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν παρουσία στα ράφια μεγάλων σούπερ μάρκετ (οι αλυσίδες Reve, Spar και Hofer καταλαμβάνουν το 34%, το 30,3% και τo 20,3% στην τοπική αγορά τροφίμων του οργανωμένου λιανεμπορίου) με επώνυμα αλλά και private label ελαιόλαδα, ενώ διακινούνται και σε καταστήματα delicatessen.

Ο «Φριτζέας» και η αγάπη για την ελληνική κουζίνα

Η ευρεία χρήση του ελληνικού ελαιολάδου σε σχέση με άλλες χώρες οφείλεται σε μεγάλο βαθμό, σύμφωνα με το σημείωμα του Γραφείου ΟΕΥ της Βιέννης, στην ιδιαίτερη προτίμηση του κοινού στην ελληνική κουζίνα (είναι χαρακτηριστικό ότι στην Αυστρία λειτουργούν πάνω από 120 ελληνικά εστιατόρια, τα οποία μάλιστα πωλούν και εμφιαλωμένα παρθένα ελαιόλαδα), σε πρωτοβουλίες Ελλήνων εισαγωγέων που χρονολογούνται από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, αλλά και σε Αυστριακούς πολίτες που επένδυσαν στον τομέα του ελαιολάδου με ιδιαίτερη αναφορά στην περιοχή της Μάνης. Χαρακτηριστικό εδώ το παράδειγμα του Φριτς Μπλάουελ –ή «Φριτζέα», όπως τον αποκαλούν οι ντόπιοι– ο οποίος εγκαταστάθηκε στη Μάνη από τη δεκαετία του ’70 και εν συνεχεία δημιούργησε τη συνεταιριστική επιχείρηση Blauel Greek Organic Products.