Τείχη προστασίας γύρω από τα τοπικά προϊόντα

Ολοένα και περισσότερα κράτη αναζητούν τρόπους να στηρίξουν την τοπική παραγωγή τους, κινούμενα στα όρια ή –ακόμα και– αμφισβητώντας την τρέχουσα κοινοτική νομοθεσία.

ΣΕΒΕ: Η  έλλειψη εξαγωγικής στρατηγικής τροχοπέδη για τη διείσδυση ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές

Δεν είναι λίγοι όσοι μιλούν για την ανάδυση ενός νέου τύπου προστατευτισμού, καθώς, ολοένα και περισσότερα κράτη αναζητούν τρόπους στήριξης της ντόπιας παραγωγής, υιοθετώντας πρωτοβουλίες, οι οποίες κινούνται στα όρια ή –συχνά– αμφισβητούν ευθέως την τρέχουσα κοινοτική νομοθεσία. Στον πυρήνα της τάσης αυτής –που υπέβοσκε εδώ και καιρό, πήρε, ωστόσο, συγκεκριμένες μορφές μέσα στο 2016–  βρίσκεται η συνειδητοποίηση ότι το δόγμα της ελεύθερης αγοράς, στο οποίο έχουν επενδύσει επιχειρηματικά συμφέροντα με επιρροή στα κέντρα λήψης αποφάσεων των Βρυξελλών, περιθωριοποιεί μια μεγάλη μερίδα παραγωγών.

Αυτή, ακριβώς, ήταν η λογική που προέταξε η Ρουμανία, προωθώντας νομοθετική ρύθμιση, με την οποία υποχρεούνται οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ, που δραστηριοποιούνται στη χώρα, να προμηθεύονται το 51% των φρούτων, λαχανικών, κρέατος και γαλακτοκομικών, που διαθέτουν στα ράφια τους, από την εσωτερική αγορά. Μετά το αρχικό σοκ, η Κομισιόν απάντησε απειλώντας με αυστηρές κυρώσεις το Βουκουρέστι, το οποίο, πάντως, μέχρι στιγμής, δεν έχει αποσύρει την τροπολογία. Η τελευταία τίθεται, θεωρητικά, σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2017, ωστόσο, η «καυτή πατάτα» βρίσκεται, πλέον, στα χέρια της νέας κυβέρνησης, που προέκυψε από τις πρόσφατες εκλογές. Αυτή είναι που θα κληθεί να αποφασίσει εάν θα τραβήξει στα άκρα τη διελκυστίνδα με την Κομισιόν, διακινδυνεύοντας μια καταδίκη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, αλλά και δημιουργώντας –όπως εκτιμούν ορισμένοι– ένα ρεύμα, που θα αναγκάσει την ΕΕ να επανεξετάσει τις προτεραιότητές της.

Με την αυγή του νέου χρόνου, ενεργοποιείται μια ακόμα νομοθετική πρωτοβουλία, αυτήν τη φορά από την Πολωνία, που προχώρησε στην καθιέρωση ενός ειδικού σήματος «Made in Polland», το οποίο θα μπορούν να φέρουν μόνο όσες βιομηχανίες τροφίμων αντλούν τουλάχιστον το 25% των πρώτων υλών τους από την ντόπια παραγωγή. Προκειμένου να παρακάμψει τις αναμενόμενες ενστάσεις των Βρυξελλών, η Βαρσοβία επέλεξε να προσδώσει στο εν λόγω σήμα προαιρετικό χαρακτήρα, ωστόσο, τοπικοί κυβερνητικοί παράγοντες δεν κρύβουν ότι στόχος τους είναι να αποκτήσουν τα εγχώρια προϊόντα ένα σοβαρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των εισαγόμενων και, παράλληλα, να δοθεί ισχυρή ώθηση στην ντόπια αγροτική παραγωγή.

Στα παραπάνω θα πρέπει να προσθέσουμε και την απόφαση της Γαλλίας να καταστήσει υποχρεωτική την αναγραφή της χώρας προέλευσης στα γαλακτοκομικά και τα προϊόντα κρέατος, που διατίθενται στην εσωτερική αγορά. Η κίνηση αυτή –για την οποία, προφανώς, οι Γάλλοι αξιοποίησαν την επιρροή και το ειδικό βάρος που διαθέτουν στην ΕΕ– άνοιξε τον δρόμο για ανάλογες πρωτοβουλίες από τη μεριά της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Φινλανδίας, της Πορτογαλίας και της Λιθουανίας. Μετά από αρκετές ζυμώσεις και παρασκηνιακές διαβουλεύσεις, η Κομισιόν αποφάσισε να βάλει νερό στο κρασί της, αποδεχόμενη την υποχρεωτική αναγραφή της χώρα προέλευσης, για μια δοκιμαστική περίοδο. Παράγοντες της αγοράς, ωστόσο, διακινδυνεύουν την πρόβλεψη ότι η υποχώρηση αυτή αποτελεί, ουσιαστικά, προοίμιο για τη μονιμοποίηση του μέτρου, μέσα στο 2017.

Έχουν… ρεύμα τα πρωτεϊνούχα φυτά

Σύμφωνα με τους αναλυτές, η άνοδος αυτού του «διατροφικού τοπικισμού» είναι μια από τις τάσεις που θα δώσουν τον τόνο στην παγκόσμια αγορά τροφίμων τη νέα χρονιά, όχι όμως και η μοναδική.

Οι περισσότερες εκτιμήσεις, που βλέπουν το τελευταίο διάστημα το φως της δημοσιότητας, συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι το 2017 θα χαρακτηριστεί από περαιτέρω ενίσχυση των μεριδίων των φυτικών πρωτεϊνών, χωρίς, ωστόσο, να αποφαίνονται εάν η εξέλιξη αυτή θα αποβεί, τελικά, εις βάρος της κατανάλωσης κρέατος. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρονται οι μεγάλες βιομηχανίες κρεατοσκευασμάτων της Γερμανίας, οι οποίες διευρύνουν συνεχώς το χαρτοφυλάκιο των προϊόντων τους, προσβλέποντας στους χορτοφάγους καταναλωτές, δίχως, όμως, παράλληλα, να μειώνουν τις ποσότητες κρέατος που απορροφούν.

Aμείωτος αναμένεται να συνεχισθεί τη νέα χρονιά και ο «πόλεμος» εναντίον της ζάχαρης, με το παράδειγμα της Μεγάλης Βρετανίας, που καθιέρωσε ειδικό φόρο στην προσπάθεια να αποθαρρύνει τους καταναλωτές, να ακολουθούν πολλές χώρες, από την Εσθονία και τις Φιλιππίνες μέχρι τη Νότια Αφρική. Τη μεγαλύτερη άνοδο καταγράφουν τα προϊόντα με την ένδειξη «χαμηλής περιεκτικότητας σε ζάχαρη», τα οποία, σημειωτέον, την πενταετία 2011-2015 κατέγραψαν ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 32%. Στο ίδιο διάστημα, τα προϊόντα με στέβια «έτρεξαν» με ρυθμούς 39% ετησίως.