Τελικά, είναι το «Maestro» το «αριστούργημα» για το οποίο μιλούν όλοι;
Στις 13 Οκτωβρίου του 2022, κάνει με τυμπανοκρουσίες το ντεμπούτο της στον τηλεοπτικό σταθμό Mega Channel η ελληνική δραματική σειρά «Maestro» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη. Η παραγωγή ταξιδεύει τους τηλεθεατές στους γραφικούς Παξούς, εκεί όπου, σταδιακά, πίσω από τη βιτρίνα του ειδυλλιακού επτανησιακού σκηνικού, βλέπουν να αναδύεται η τοξικότητα που κρύβεται και εκκολάπτεται πίσω από τις κλειστές πόρτες της μικρής νησιωτικής κοινωνίας.
Το τηλεοπτικό κοινό αγκαλιάζει αμέσως το τεχνικά και αισθητικά άρτιο (από τη φωτογραφία μέχρι τη μουσική επιμέλεια) εγχείρημα και ο ντόρος συνεχίζεται αμείωτος καθ’ όλη τη διάρκεια των εννέα επεισοδίων που βγαίνουν στον τηλεοπτικό αέρα.
Στις 11 Νοεμβρίου του 2022, μεσούσης της προβολής του πρώτου κύκλου, το Netflix κινείται αστραπιαία και αποκτά τα δικαιώματα της σειράς. Τον Δεκέμβριο, μόλις ολοκληρώνεται η προβολή του πρώτου κύκλου στην ελληνική τηλεόραση, η σειρά γίνεται διαθέσιμη για προβολή στους χρήστες της δημοφιλέστερης συνδρομητικής πλατφόρμας στον κόσμο, υπό τον τίτλο «Maestro in Blue», καθιστώντας τη την πρώτη ελληνική τηλεοπτική σειρά που προβάλλεται εκεί. Έκτοτε, η σειρά έχει κυκλοφορήσει άλλους δύο κύκλους, ευρισκόμενη ψηλά στις τάσεις του Netflix, ενώ έχει αποσπάσει κολακευτικά σχόλια από διεθνείς προσωπικότητες, όπως ο βραβευμένος με Όσκαρ ηθοποιός Μόργκαν Φρίμαν, ο οποίος πριν από λίγες ημέρες την αποκάλεσε «αριστούργημα».
Είναι, όμως, το success story του Χριστόφορου Παπακαλιάτη ένα πραγματικό αριστούργημα, όπως υποστηρίζει ο 87χρονος Αφροαμερικανός ερμηνευτής; Η συγκυρία είναι πιο κατάλληλη από ποτέ για να εισφέρουμε τη γνώμη μας, μετά και την προβολή της 3ης –και τελευταίας– σεζόν την προηγούμενη εβδομάδα από τη συχνότητα του Mega (διαθέσιμη και στο Netflix).
Ένα σύντομο recap της 1ης και της 2ης σεζόν
Πριν μιλήσουμε, όμως, για τη νέα φουρνιά των τελευταίων επεισοδίων, ας κάνουμε μια μικρή ανακεφαλαίωση για το πώς φτάσαμε έως εδώ. Η υπόθεση έχει ως εξής: O Ορέστης (Χριστόφορος Παπακαλιάτης), δάσκαλος μουσικής, ταξιδεύει στους Παξούς για να αναλάβει την οργάνωση και τη διεύθυνση του φεστιβάλ μουσικής του νησιού. Εκεί, γνωρίζει την Κλέλια (Κλέλια Ανδριολάτου), μια 19χρόνη φιλόδοξη κοπέλα που θέλει να σπουδάσει μουσική στην Αθήνα. Αντιμέτωπος με τη μικρή κοινωνία του νησιού και όλες τις παθογένειές της, ο Ορέστης θα βρεθεί μπλεγμένος σε ένα απροσδόκητο ερωτικό ειδύλλιο με τη νεαρή μαθήτριά του. Αυτή η συνθήκη θα αποτελέσει εφαλτήριο για να αναμειχθεί ακόμα περισσότερο στα κοινωνικά προβλήματα και τα ένοχα μυστικά που μαστίζουν τους ντόπιους.
Προσοχή, ακολουθούν spoilers για την 1η και τη 2η σεζόν της σειράς.
Καθώς αποκτά προσωπική σχέση μαζί τους, ο Ορέστης σιγά-σιγά ανακαλύπτει αθέατες πλευρές για τον καθένα από τους κατοίκους, παίρνοντας μάλιστα ενεργό θέση απέναντι στην ωμή βία που δέχονται μερικοί από αυτούς. Όπως, για παράδειγμα, η Μαρία (Μαρία Καβογιάννη) και ο γιος της, Σπύρος (Γιώργος Μπένος), από την κεφαλή της οικογένειάς τους, Χαράλαμπο (Γιάννης Τσορτέκης). Ο τελευταίος ανακαλύπτει τις σεξουαλικές προτιμήσεις του γιου του και τη σχέση-ταμπού που έχει συνάψει εκείνος με τον Αντώνη (Ορέστης Χαλκιάς), ο οποίος με τη σειρά του είναι γιος του Φάνη (Φάνης Μουρατίδης), επίδοξου δημάρχου του νησιού και συνεργάτη του Χαράλαμπου, μαζί με τον οποίο συμμετέχει σε ένα μαφιόζικο κύκλωμα.
Όταν τα δύο παιδιά βρεθούν αντιμέτωπα με τη δολοφονική μήνιν του Χαράλαμπου, ο Αντώνης θα υψώσει ανάστημα, με αποτέλεσμα τον φόνο του πατέρα του συντρόφου του. Ο Ορέστης και η άρτι αφιχθείσα εν διαστάσει σύζυγός του, Αλεξάνδρα, μαζί με τον –τώρα πια εκλεγμένο δήμαρχο– Φάνη και τον γιατρό του νησιού, Μιχάλη (Αντίνοος Αλμπάνης), θα αποφασίσουν να συγκαλύψουν το έγκλημα, βοηθώντας τα παιδιά να ξεφορτωθούν το πτώμα, αντί να τα καθοδηγήσουν να πάνε στην αστυνομία και να παραδεχθούν το έγκλημα, επικαλούμενοι τη νόμιμη άμυνα στην οποία βρίσκονταν. Όπως καταλαβαίνουμε, όμως, αυτός είναι ένας δρόμος χωρίς γυρισμό, ο οποίος επιλέγεται, κατά κύριο λόγο, εξαιτίας της επιφυλακτικότητας που έχουν τα θύματα για το κατά πόσο θα βρουν το δίκιο τους εάν απευθυνθούν στις αρχές, αλλά και του φόβου τους ότι θα βρουν απέναντί τους τη βαθιά συντηρητική τοπική κοινωνία. Ενθαρρύνεται, επίσης, από τον ίδιο τον Φάνη, που έχει τους δικούς του λόγους να μη θέλει να ξεσπάσει ένα τέτοιο σκάνδαλο στο στενό του περιβάλλον…
Ο α’ κύκλος μάς ξεναγεί σε μια ενδεικτική κλειστή επαρχιακή κοινωνία, μια Ελλάδα των ανδρών… παλαιάς κοπής, μια Ελλάδα της παραβατικότητας και των συμφωνιών κάτω από το τραπέζι, μια Ελλάδα του ρατσισμού, των κακοποιητικών συμπεριφορών και, τελικά, μια Ελλάδα της μαρτυρικής κατάποσης όλης της προαναφερθείσας βίας και σήψης από τους τελικούς αποδέκτες: Τους αδύναμους/ευάλωτους/απροστάτευτους/διαφορετικούς κρίκους της κοινωνίας, που δεν γίνονται απλά θύματα των ανωτέρω καταστάσεων, αλλά εξωθούνται στην απώλεια και της δικής τους αθωότητας.
Όλα τα παραπάνω κακώς κείμενα συντελούνται πάντα πίσω από ένα «παραβάν» συγκάλυψης, υπό τη σιωπηλή ανοχή του περίγυρου και σε πολλές περιπτώσεις υπό τον παραμορφωτικό μανδύα του καθωσπρεπισμού, που υπαγορεύει έναν βίο υποκρισίας και αντιφάσεων. Κατεξοχήν παράδειγμα αυτού είναι ο Φάνης, ο οποίος πραγματοποιεί την προεκλογική του εκστρατεία ενόσω συνεχίζει τις παράνομες δραστηριότητες με τον Χαράλαμπο και φαίνεται να προσπαθεί να κρατήσει την οικογένειά του ενωμένη, ενώ στην πραγματικότητα φωτογραφίζεται από το σενάριο ως ο κύριος υπαίτιος της διάλυσής της.
Από την άλλη μεριά, ο καταπιεστικός πατέρας, Χαράλαμπος, σκιαγραφείται με εξωφρενικά μονοδιάστατο τρόπο ως η επιτομή του κακού, αλλά ο Γιάννης Τσορτέκης δίνει νέα διάσταση ενδιαφέροντος στον ρόλο με την ερμηνεία του. Η στροφή, δε, στο παρελθόν του, φωτίζοντας την αντίστοιχα κακοποιητική συμπεριφορά που είχε βιώσει ο ίδιος από τον πατέρα του, αποτελεί μια απεικόνιση της διαιώνισης των πατριαρχικών προτύπων και της βίας από γενιά σε γενιά.
Στο τέλος της ημέρας, με την απόφασή του να αφήσει τον πατέρα του να πεθάνει αβοήθητος κατά τη διάρκεια μιας βαρκάδας σε ερημικά νερά, αλλά εντούτοις να ενστερνιστεί στο ακέραιο τα πιστεύω και τις συμπεριφορές του όταν αποκτά ο ίδιος οικογένεια, χωρίς καν να νιώθει τύψεις για την πρότερη ή την τωρινή συμπεριφορά του, ο Χαράλαμπος σκιαγραφείται ως μια περίπτωση βίαιης διαδοχής, υπενθυμίζοντας περιπτώσεις τυράννων «βασιλέων» που ανατράπηκαν από τους εξίσου διψασμένους για τυραννική εξουσία γιους τους.
Με τη σειρά της, η δολοφονία του Χαράλαμπου απεικονίζεται ως τραγική προέκταση των ανεξέλεγκτων συνεπειών που μπορεί να επιφέρει το ασφυκτικό μοτίβο συγκάλυψης που διέπει ακόμα τις δυσλειτουργικές μικρές κοινωνίες της επαρχίας (σ.σ. η ομερτά της κοινότητας απέναντι σε περιστατικά κακοποίησης) και το κακό που εκτρέφουν μέσα τους. Ξεκινά, έτσι, ένας νέος απεγνωσμένος κύκλος συγκάλυψης του εγκλήματος των θυμάτων, με συνδετικούς κρίκους –και συνενόχους πλέον–τον δάσκαλο μουσικής, τους εμπλεκομένους και τις οικογένειές τους, συμπεριλαμβανομένων επιφανών προσώπων της τοπικής αυτοδιοίκησης. Εδώ, η σειρά υποδεικνύει με εύστοχο τρόπο –και χωρίς να το φωνάζει– ότι εάν αυτός ο κοινωνικός ιστός και οι ρυθμιστικοί μηχανισμοί του ήταν υγιείς, δεν θα είχαμε οδηγηθεί σε αυτό έγκλημα, το οποίο τροφοδοτήθηκε από τον φόβο και την απόγνωση των αδυνάτων μπροστά στο φάσμα του δημίου τους.
Στον β’ κύκλο, τη σκυτάλη από τους Παξούς παίρνει προσωρινά η μεγαλούπολη των Αθηνών και στο προσκήνιο μπαίνει ο λαβωμένος ψυχισμός των θυμάτων της –κάθε λογής– βίας που είδαμε να ξεδιπλώνεται στην 1η σεζόν. Την ίδια στιγμή, τα θύματα προσπαθούν να ορθοποδήσουν ξανά, να συνέλθουν από το σοκ και να επουλώσουν τις πληγές τους, περιπλανώμενα σε ένα χαοτικό, αποξενωτικό νέο περιβάλλον, που επιτείνει την ατμόσφαιρα της σύγχυσης, της μοναξιάς και της εσωτερικής τους πάλης. Επιπλέον, σε κάποιες –λίγες– περιπτώσεις, το σύνορο ανάμεσα σε θύτες και θύματα γίνεται κάπως πιο θολό, όπως πιστοποιεί η μαφιόζικη εκτέλεση του δημάρχου Φάνη, μια απρόσμενη τροπή που αφήνει… σύξυλο τον θεατή ενόψει του γ’ κύκλου της σειράς. Ο λόγος για έναν χαρακτήρα που εποφθαλμιούσε και καταχράστηκε αξιώματα, κυλίστηκε στις λάσπες της διαφθοράς και τελικά πλήρωσε το τίμημα της ύβρεώς του, καταφέρνοντας, όμως, με έναν σκοτεινά μαγικό τρόπο (πολλά μπράβο στον Φάνη Μουρατίδη που μπόρεσε να το επικοινωνήσει και στον θεατή μέσα από τον ρόλο) να πείσει ότι ήταν και εκείνος «θύμα» σε ένα φυσιολογικό ντόμινο δύσκολων αποφάσεων χωρίς πραγματικές… εναλλακτικές.
Κατά τη γνώμη μας, ο β’ κύκλος του «Maestro» συνιστά ορατή βελτίωση σε σύγκριση με τον προηγούμενο. Στον α’ κύκλο, το περιεχόμενο βρίθει: α) διδακτισμού, έχοντας πασπαλιστεί με έναν, σε γενικές γραμμές, τετριμμένο κοινωνικό σχολιασμό, β) κλεμμένων ιδεών, που δεν έχουν αφομοιωθεί με πειστικό τρόπο (τόσο εικαστικά όσο και σεναριακά), γ) φλύαρου, αυτάρεσκου και επιδεικτικού στιλ αντί ουσίας (οι ομορφιές των Παξών απαθανατίζονται μεν με τεχνική επιδεξιότητα, ωστόσο η φωτογραφία διατρέχεται από μια καρτ ποστάλ αισθητική που ανά διαστήματα παραπέμπει περισσότερο σε προωθητικό σποτάκι του υπουργείου Τουρισμού) και δ) προσπαθειών εκμαίευσης του χειροκροτήματος του κοινού (το ότι ένα έργο μπορεί να εμπεριέχει σωστά μηνύματα δεν το καθιστά αυτομάτως ποιοτικό).
Στον αντίποδα, στη 2η σεζόν, ο Παπακαλιάτης ξεφορτώνεται κάποιες από τις πιο ενοχλητικές παραφωνίες εκείνων των πρώτων εννέα επεισοδίων, ή, σε άλλες περιπτώσεις, κατορθώνει να αμβλύνει τις εντυπώσεις σε βαθμό που αυτές σχεδόν παύουν να είναι επιβαρυντικές ή μας είναι πιο εύκολο να τις παραβλέψουμε. Αυτομάτως, αυτό δίνει περισσότερο χώρο στους χαρακτήρες για να ξεδιπλώσουν ενδιαφέρουσες πτυχές, αλλά και γενικότερα στο σενάριο να «αναπνεύσει» και να καλλιεργήσει μια γόνιμη συλλογιστική, με σημείο αναφοράς το μετατραυματικό στρες των ανθρώπων και τα στάδιά του μέχρι (;) την επούλωση.
Το φινάλε
Η έναρξη της 3ης σεζόν-φινάλε του «Maestro» μάς γυρίζει πίσω χρονικά, πριν από την εκτέλεση του Φάνη, επανεξετάζοντας με μια πιο προσεκτική ματιά την πορεία της έρευνας του αστυνομικού διευθυντή Δημοσθένη Κουβά (Κώστας Μπερικόπουλος). Ευρισκόμενος στους Παξούς, όπου ο ίδιος έχει αναλάβει την τελευταία του υπόθεση πριν από τη σύνταξη, αναζητά τον δολοφόνο του Χαράλαμπου, παρουσία όλων των υπόπτων και πιθανών μαρτύρων, οι οποίοι έχουν εξαναγκασθεί να επιστρέψουν στο νησί. Σταδιακά, όμως, ο αστυνόμος αρχίζει να εστιάζει σε ανώτερα σχέδια: Την εξάρθρωση του γκανγκστερικού κυκλώματος που χρησιμοποιεί ως αχυράνθρωπο τον Φάνη.
Αυτό που επιβεβαιώνεται στο επεισόδιο που ρίχνει την αυλαία της 3ης σεζόν, αλλά και ολάκερης της σειράς-φαινόμενου που ακούει στο όνομα «Maestro», είναι ότι αυτός ο τελευταίος κύκλος δεν έχει να καταθέσει έναν νέο άξονα πλοκής, αλλά εμπλουτίζει τον ήδη υπάρχοντα με παρακλάδια (π.χ. η μαφιόζικη επίθεση που λαμβάνει χώρα κατά του αστυνόμου), αλλά και με μια πιο σφαιρική ματιά στα «παρασκήνια» των γεγονότων που είδαμε να εκτυλίσσονται στη δεύτερη σεζόν. Με αυτόν τον τρόπο, επιχειρεί να μας βάλει πιο βαθιά στον κόσμο των χαρακτήρων, των κινήτρων και των διλημμάτων τους.
Όσο για την τύχη αυτών καθαυτών των ηρώων; Θα αρκεστούμε να πούμε ότι ο κάθε κατεργάρης πηγαίνει στον πάγκο του, με τη σειρά να αφήνει –αρκετά βολικά– μια αίσθηση ότι ο καθένας παίρνει αυτό που του αξίζει. Χαράσσοντας ή ολοκληρώνοντας τα μονοπάτια τους, το σενάριο δίνει άλλοτε πειστικές και άλλοτε μάλλον υπερβολικά ανατρεπτικές απαντήσεις (σ.σ. η μοίρα, αλλά και οι δύσκολες αποφάσεις που θα κληθεί να πάρει η χήρα του Φάνη, Σοφία), ανάλογα με το πώς θα το δει κανείς.
Η προβληματική που αναπτύσσεται στην τελική ευθεία του «Maestro» αφορά τις γκρίζες ζώνες στις οποίες κινούνται οι άνθρωποι, οι οποίοι, όπως και οι νότες –εξηγεί σε μια σκηνή ο δάσκαλος μουσικής Ορέστης–, εφόσον βρεθούν στο σωστό σημείο μπορούν να ηχήσουν θεσπέσια. Αντίθετα, εάν βρεθούν –και εμμείνουν– στη λάθος θέση, το αποτέλεσμα θα είναι μια κακοφωνία, η ώσμωση με την οποία μοιραία θα οδηγήσει ακόμα και ένα «μουσικό αφτί» στο να τη συνηθίσει και να αρχίσει να την εκλαμβάνει ως μελωδία. Πόσο ικανοί, λοιπόν, είμαστε να καταλάβουμε ότι βρισκόμαστε στη λάθος θέση και πόσο ικανοί να μετακινηθούμε από αυτήν; Αυτό, σε μεγάλο βαθμό, θα καθορίσει την ιστορία μας. Στη ζωή. Στον έρωτα. Στο πεντάγραμμο. Αυτό προσπαθεί να εμπεδώσει στον θεατή με τον γνωστό υπερεπεξηγηματικό του τρόπο ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης στο τελευταίο επεισόδιο, με τίτλο «Μια λεπτή γραμμή» (βλ. τη σκηνή αλληλεπίδρασης στην τάξη ανάμεσα στον Ορέστη και τον μαθητευόμενο μαέστρο του), και πλέον τον έχουμε συνηθίσει αρκετά για να του κρατάμε… μούτρα για αυτό!
Η τελική «σούμα»
Κάνοντας την τελική «σούμα», το «Maestro» είναι μια σειρά που θα σε κάνει να θες να κρατήσεις τα θετικά της, μην παραβλέποντας όμως και τις χτυπητές αδυναμίες. Η πλάστιγγα γέρνει υπέρ της εμπειρίας που σου χαρίζει, ανεξαρτήτως του πόσο επιεικής θα είσαι στο πόρισμα που θα βγάλεις ως θεατής. Ένα έργο χορταστικό στο μάτι και εύπεπτο ως προς το περιεχόμενο, το οποίο διαθέτει ώριμα μηνύματα, δοσμένα ίσως όχι με τον πιο ώριμο τρόπο. Προικισμένο με μπόλικο μελοδραματικό στόμφο και ερμηνευτικά ρεσιτάλ που θα «ρίξουν» το twitter, κάνοντάς το να «υποκλιθεί» ξανά και ξανά.
Πίσω, όμως, από αυτές τις αβανταδόρικες ερμηνείες, δεν θα δει κανείς απαραίτητα πειστικές ενσαρκώσεις πραγματικών ανθρώπων, παρά μόνο «ηθοποιίστικες» ενσαρκώσεις του «άσπρου» και του «μαύρου», σχολαστικά χωροθετημένες από τον σκηνοθέτη-σεναριογράφο στα αντίστοιχα «κουτάκια», οι οποίες αγωνίζονται μέχρι τελικής πτώσεως σε ένα μπρα ντε φερ ηθικοπλαστικού διδακτισμού.
Αυτοί που πρωταγωνιστούν στο «Maestro» είναι λιγότερο πραγματικοί χαρακτήρες και περισσότερο δίαυλοι για να επικοινωνηθεί, μέσω αυτών, η προοδευτική κοσμοθεωρία του σκηνοθέτη. Η αποστροφή του για την «Αγία» ελληνική οικογένεια των κακοποιητών, των βιαστών και των φιλοχρήματων· την κοινωνία των «κυρ-Παντελήδων», των λαμόγιων, των εγκληματιών και των θυμάτων τους· αλλά και των θυτών που μετατρέπονται σε αναλώσιμα θύματα, ολοκληρώνοντας τον κύκλο.
Έχει και αυτή η σκηνοθετική προσέγγιση το ενδιαφέρον της και την αξία της (αφού θα μπει σε περισσότερα σπίτια και θα κουβεντιαστεί από περισσότερους ανθρώπους), αν μη τι άλλο. Ωστόσο, δεν είναι ούτε πρωτοπόρα, ούτε επαναστατική. Όπως και το ίδιο το «Maestro» ένα πράγμα. Ίσως, λοιπόν, είναι πολύ βαρύς ο χαρακτηρισμός «αριστούργημα», αλλά όχι άστοχος αυτός του «σημείου αναφοράς», δείχνοντας τον δρόμο για πιο προσεγμένες και φιλόδοξες ελληνικές παραγωγές.