«Τούφκα» κερασιών, η ξεχασμένη τεχνική της Έδεσσας

Μια από τις πιο αγαπημένες ανοιξιάτικες και καλοκαιρινές παραδόσεις της υπαίθρου, που δυστυχώς χάθηκε με το πέρασμα των χρόνων, είναι η λεγόμενη «τούφκα», δηλαδή το τσαμπί από πλεγμένα κεράσια που γινόταν στην περιοχή της Έδεσσας.

Ήταν ένα πατρογονικό βίωμα, ένα έθιμο που σηματοδοτούσε την αρχή της συγκομιδής των κερασιών, πρόβαλε την ιστορία του τόπου και τον τρόπο ζωής των κατοίκων, ενώ απηχούσε τις τρέχουσες αξίες, σχέσεις και συμπεριφορές της τότε αγροτικής κοινωνίας.

Από τους τελευταίους της τέχνης της τούφκας είναι ο Στάθης Μητρίας, που θυμάται και εξιστορεί στην «ΥΧ» πως στα παλιά χρόνια στην Έδεσσα, το δίμηνο Μαΐου-Ιουνίου, τα παιδιά μάζευαν κεράσια και τα έπλεκαν πάνω σε σύρμα ή σε σχοινί και έφτιαχναν τις τούφκες, ώστε να τις πουλήσουν την επόμενη μέρα στους επισκέπτες των φημισμένων καταρρακτών.

Τα κεράσια του… γείτονα

Όπως λέει ο κ. Μητρίας, η όλη διαδικασία ξεκινούσε από το προηγούμενο βράδυ. Το κάθε παιδί που έκανε αυτήν τη δουλειά κυριολεκτικά έκλεβε από τις αυλές των γειτονικών σπιτιών και από τα κλαδιά της κερασιάς τους γλυκούς και νόστιμους καρπούς. «Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε εκτεταμένη καλλιέργεια κερασιάς στην ευρύτερη περιοχή της Έδεσσας, παρά μόνο στα ορεινά. Δέντρα υπήρχαν σε κάθε αυλή και σε κάθε κήπο και ήταν για προσωπική κατανάλωση. Ήταν τα πρώιμα κεράσια, τα λεγόμενα ιταλικά. Είχαμε κεράσια, αλλά είχαμε κι από τον γείτονα, γιατί πόσα κιλά κεράσια μπορούσε να καταναλώσει κάθε σπιτικό; Για αυτό και η… κλοπή γινόταν πολλές φορές με τις ευλογίες των γειτόνων», εξηγεί ο κ. Μητρίας.

Τα κεράσια με το διπλό κοτσάνι πλέκονταν σε ένα ξύλο που είχε το σχήμα ενός ανάποδου «ταυ». Σιγά σιγά, τα έχτιζαν προς τα επάνω, για να δημιουργήσουν τελικά τις τούφκες, βάρους 2- 2,5 κιλών. Τα τσαμπιά από πλεγμένα κεράσια πωλούνταν είτε τα Σαββατοκύριακα στην Έδεσσα, όταν χιλιάδες επισκέπτες κατέφθαναν για να δουν και να απολαύσουν το μοναδικό θέαμα των καταρρακτών, είτε τις ημέρες των περίφημων Ανθεστηρίων, που γιόρταζαν τον ερχομό της άνοιξης και της φύσης της περιοχής.

«Αφού φτιάχναμε από το βράδυ τις τούφκες, την επόμενη μέρα τα πουλούσαμε 10 με 12 δραχμές και αν ήταν πιο μεγάλα 15, στους καταρράκτες ή στα Ανθεστήρια. Οι επισκέπτες της πόλης, πολλοί από τους οποίους δεν είχαν κεράσια στην περιοχή τους, μάς περίμεναν και ήξεραν ότι θα αγοράσουν ποιοτικό προϊόν», εξηγεί.

Αντίδοτο στη φτώχεια

Το άγραφο «επαγγελματικό» έθιμο της τούφκας θα έλεγε κανείς πως κυριολεκτικά βοήθησε ώστε δεκάδες παιδιά να συνδράμουν με τις δικές τους δυνάμεις στις οικονομικές ανάγκες που είχαν οι οικογένειές τους εκείνη την εποχή. «Εκτός από το χαρτζιλίκι μας, τότε υπήρχε φτώχεια και τα περισσότερα λεφτά τα δίναμε στους γονείς μας για να μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα οικονομικά», θυμάται ο κ. Στάθης, ο οποίος έμαθε το τελετουργικό της τούφκας και πώς να πλέκει τα κεράσια από τον πατέρα του.

Οι νεότερες γενιές δεν συνέχισαν την παράδοση, όμως ο ίδιος, με υπομονή και ιδιαίτερη συγκίνηση, προσπαθεί να μάθει στον συνονόματο εγγονό του την τεχνική της τούφκας, με την ελπίδα αυτή η πρακτική, αυτός ο άυλος πολιτισμός, που παραπέμπει σε άλλες εποχές και κοινωνικές σχέσεις, να μη χαθεί στη λήθη του χρόνου.