Αφιέρωμα: Χρηστικές πληροφορίες για την εγκατάσταση ενός νέου οπωρώνα

Πώς θα κερδηθεί το στοίχηµα για τις δενδρώδεις καλλιέργειες στην Ελλάδα - Τα νέα δεδοµένα για τις ποικιλίες των εσπεριδοειδών

Η εγκατάσταση ενός νέου οπωρώνα απαιτεί αρκετό σχεδιασμό και προετοιμασία. Θα μπορούσε κάποιος να παρομοιάσει την εργασία αυτή με τη θεμελίωση ή την ίδρυση μιας εταιρείας, καθώς και στις δύο περιπτώσεις μιλάμε για μια επένδυση, η οποία ελπίζουμε να αποφέρει κέρδη για πολλά χρόνια. Καθώς τα δέντρα αποτελούν πολυετείς καλλιέργειες γίνεται αντιληπτό ότι καμία σχέση δεν έχουν με τις μονοετείς (λαχανικά, μεγάλης καλλιέργειας κ.λπ.), καθώς οποιαδήποτε λάθη κατά τον σχεδιασμό-εγκατάσταση ενός οπωρώνα θα γίνουν αντιληπτά αργότερα και θα τα «πληρώνουμε» για όσα χρόνια διαρκεί η εκμετάλλευση αυτών.

του Πέτρου Ρούσσου, καθηγητή Δενδροκομίας-Ελαιοκομίας, διευθυντή Εργαστηρίου Δενδροκομίας, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Η καλλιέργεια ενός καρποφόρου δέντρου στόχο έχει το κέρδος για τον παραγωγό. Με το σκεπτικό αυτό, θα πρέπει ο παραγωγός να γνωρίζει τις τιμές διάθεσης των προϊόντων, τις ιδιαιτερότητες των δέντρων ανάλογα με το είδος αυτών, καθώς και τις καλλιεργητικές απαιτήσεις αυτών (αυτό συνδέεται άμεσα με τον υπάρχοντα εξοπλισμό ή αυτόν που θα απαιτηθεί και γενικά τα έξοδα διαχείρισης της καλλιέργειας).

Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει ο ενδιαφερόμενος να έχει μια εικόνα της αναμενόμενης παραγωγής ανά είδος και, τελικά, της καθαρής προσόδου που μπορεί να έχει από αυτό (έσοδα μείον έξοδα με βάση στοιχεία τουλάχιστον τελευταίας πενταετίας), πριν προχωρήσει σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια.

Τι πρέπει, λοιπόν, να γνωρίζουμε για να αποφύγουμε λάθη κατά την εγκατάσταση του οπωρώνα μας, εφόσον γνωρίζουμε τουλάχιστον τα βασικά που περιγράφησαν ανωτέρω. Τα βήματα που θα ακολουθήσουμε είναι συγκεκριμένα, λίγα, αλλά πολύ σημαντικά.

1 Επιλογή είδους: είναι σημαντικό να επιλέξουμε προσεκτικά ποιο είδος θα καλλιεργήσουμε. Αυτό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες βέβαια, αλλά ο σημαντικότερος είναι οι εδαφοκλιματικές συνθήκες του αγροτεμαχίου μας και της περιοχής γενικότερα (θα αναλυθούν παρακάτω).

Το πιο απλό που μπορεί να κάνει ένας παραγωγός είναι να δει ποιες καλλιέργειες καλλιεργούνται με επιτυχία στην περιοχή του. Αυτό αποτελεί σαφώς έναν δείκτη, δεν είναι όμως και ο μοναδικός που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη.

Αν, όμως, το είδος που έχει υπόψη ο παραγωγός δεν ανήκει σε αυτά που καλλιεργούνται στην περιοχή του, τότε τα επόμενα βήματα κρίνονται ακόμα πιο κρίσιμα.


2Εδαφοκλιματικές συνθήκες: Ξεκινώντας από τα κλιματολογικά δεδομένα, θα πρέπει να ψάξει ο ενδιαφερόμενος να βρει μετεωρολογικά στοιχεία της περιοχής του (είτε από επίσημες πηγές είτε από ερασιτέχνες μετεωρολόγους) για τα προηγούμενα 15 χρόνια.

Κρίσιμα στοιχεία που πρέπει να συλλεχθούν είναι η χαμηλότερη θερμοκρασία που καταγράφεται κατ’ έτος, η ημερομηνία αυτής σε συνδυασμό με το στάδιο ανάπτυξης του δέντρου, η διάρκεια αυτής και η συχνότητα εμφάνισης τόσο χαμηλών θερμοκρασιών. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να δούμε πόσο συχνά συμβαίνουν παγετοί και ποιας έντασης και πότε, καθώς συνδέεται άμεσα με τη βιωσιμότητα της καλλιέργειας αυτής καθ’ αυτής, αλλά και της ανηρτημένης παραγωγής.

Επόμενο βήμα είναι να δούμε τις υψηλότερες θερμοκρασίες του καλοκαιριού. Πόσο υψηλά φθάνουν και πόσο διαρκούν. Αυτό είναι άμεσα συνδεδεμένο με την απόδοση της καλλιέργειας και τις ανάγκες της σε νερό. Επίσης, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι χειμερινές θερμοκρασίες θα καλύπτουν τις ανάγκες για τη διακοπή του ληθάργου του είδους που έχουμε επιλέξει (εδώ θα μιλήσουμε όμως και για τον ρόλο της ποικιλίας εντός του είδους, πιο κάτω), καθώς και τις ανάγκες εαρινοποίησης (βλ. ακτινίδιο, ελιά).

Λαμβάνοντας υπόψη ότι όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί βιώνουν τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής και ότι τα δέντρα και γενικά τα φυτά δεν μπορούν να μεταναστεύσουν, μπορούμε να καταλάβουμε πόσο σημαντικό είναι να γνωρίζουμε αυτά τα δεδομένα, καθώς μη κάλυψη των αναγκών των δέντρων σε χαμηλές θερμοκρασίες θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε μείωση της παραγωγής και, τελικά, θα καταστήσει την καλλιέργεια ασύμφορη.

Τα μετεωρολογικά στοιχεία που θα συλλεχθούν θα μας δώσουν πληροφορίες και για την κατανομή και το ύψος των βροχοπτώσεων. Αυτό αποτελεί σημαντικότατο παράγοντα επιτυχίας, καθώς κάποιες καλλιέργειες (ελιά, χαρουπιά, αμυγδαλιά κ.λπ.) μπορούν να καλλιεργηθούν (με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία) ως ξηρικές. Το ύψος, λοιπόν, των βροχοπτώσεων και η κατανομή αυτών μπορούν να αποτελέσουν έναν δείκτη πιθανής επιτυχίας μια ξηρικής κυρίως, αλλά και αρδευόμενης καλλιέργειας.

Το έδαφος, καθώς αφορά το δικό μας ιδιόκτητο ή μη χωράφι, αποτελεί τον λιγότερο ευμετάβλητο παράγοντα στον χρόνο. Σε εδάφη με προηγούμενη καλλιέργεια, καλό θα ήταν να γνωρίζουμε το ιστορικό της κατεργασίας του εδάφους και τυχόν ζιζανιοκτόνων που έχουν εφαρμοστεί και ασθενειών και εχθρών που εμφανίστηκαν (προβλήματα επαναφύτευσης ή φύτευσης συγγενών ειδών με παρόμοιες ευαισθησίες σε παθογόνα και εχθρούς).

Θα πρέπει να προηγηθεί καθάρισμα του χωραφιού από υπολείμματα προηγούμενης καλλιέργειας ή αυτοφυούς βλάστησης, βαθιά άροση για σπάσιμο τυχόν αδιαπέραστου ορίζοντα, με προσοχή να μην αναστραφεί το έδαφος και το βαθύ άγονο τμήμα του έρθει στην επιφάνεια. Της εγκατάστασης του οπωρώνα πρέπει να προηγηθεί ανάλυση του εδάφους σε αξιόπιστο εδαφολογικό εργαστήριο. Καθώς η σύσταση για πέντε δείγματα εδάφους ανά στρέμμα και ανά βάθος (δύο τουλάχιστον βάθη, 0-30 εκατοστά και 30-60 εκατοστά, εκτός από βαθύρριζα είδη όπως η καρυδιά που μπορεί να πάμε και στα 60-90 εκατοστά) αποτελεί ασύμφορη πρακτική για τους περισσότερους παραγωγούς, συστήνεται η δειγματοληψία από πολλά σημεία στο στρέμμα (στο πλαίσιο ζικ-ζακ γραμμής μέσα στο χωράφι) ανά βάθος και η ομογενοποίησή τους (ένωσή τους) σε ένα (για κάθε βάθος).

Με τον τρόπο αυτόν, θα προκύψουν σύνθετα δείγματα (δύο ανά στρέμμα, ένα ανά βάθος), ενώ αν η έκταση είναι μεγάλη, τότε η ομογενοποίηση αυτή μπορεί να επεκταθεί σε έκταση μεγαλύτερη του ενός στρέμματος. Θα πρέπει να τονιστεί στο σημείο αυτό ότι μια λάθος δειγματοληψία θα δώσει και λάθος αποτελέσματα, ακόμα και στο καλύτερο εργαστήριο, καθώς δεν θα είναι αντιπροσωπευτικά της κατάστασης του εδάφους του αγροτεμαχίου μας.

Βασικά στοιχεία που πρέπει να δούμε είναι η κοκκομετρική σύσταση, το pH, η αγωγιμότητα, το επίπεδο της οργανικής ουσίας, καθώς και η υδατοχωρητικότητα και το ανθρακικό ασβέστιο. Ακολούθως και εφόσον το επιτρέπουν τα οικονομικά μας, σημαντική πληροφορία αποτελεί η συγκέντρωση των θρεπτικών στοιχείων (φώσφορος, κάλιο, μαγνήσιο, βόριο κ.λπ.). Με βάση τα αποτελέσματα της ανάλυσης και του είδους της καλλιέργειας, θα προκύψει και η σύσταση της βασικής λίπανσης που πρέπει να εφαρμοστεί.


3Επιλογή ποικιλίας, υποκειμένου και συστήματος καλλιέργειας: Αφού αποφασιστεί η επιλογή του είδους και έχουμε την ανάλυση του εδάφους, μπορούμε να προχωρήσουμε στην επιλογή της ποικιλίας και του υποκειμένου. Καθώς η ποικιλία θα αποτελέσει ουσιαστικά τον παράγοντα εσόδων για τον παραγωγό, λογικό θεωρείται να δώσουμε βάρος στη σωστή επιλογή της. Όμως, σημαντικό παράγοντα, ιδιαίτερα σε προβληματικά εδάφη, αποτελεί και το υποκείμενο. Πολλές δενδρώδεις καλλιέργειες εμβολιάζονται πάνω σε υποκείμενα και η επιλογή του κατάλληλου κάθε φορά (βάσει κυρίως της ανάλυσης του εδάφους, αλλά και των μετεωρολογικών παραμέτρων) μπορεί να επηρεάσει την ευρωστία και την παραγωγικότητα του οπωρώνα.

Θα πρέπει, λοιπόν, να ληφθούν υπόψη οι ιδιότητες των υποκειμένων (ζωηρότητα, ανθεκτικότητες και ευαισθησίες) και να ζητηθεί από το φυτώριο να εμβολιάσει την (τις) ποικιλία (ες), που θα επιλεγούν πάνω σε αυτό. Η ζωηρότητα του υποκειμένου θα καθορίσει τόσο το μέγεθος του δέντρου όσο όμως και τον αριθμό των δέντρων στο στρέμμα και την ανάγκη ή μη υποστύλωσης αυτών. Οι τελευταίες παράμετροι συμβάλλουν καθοριστικά στο κόστος εγκατάστασης ενός οπωρώνα και θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη.

Έχοντας, λοιπόν, κατά νου ότι η σύγχρονη δενδροκομία στα περισσότερα είδη απαιτεί εντατικούς, πυκνούς οπωρώνες, πρέπει να επιλεγεί και το κατάλληλο υποκείμενο. Καθώς, όμως, η αύξηση της πυκνότητας των δέντρων στο στρέμμα φαίνεται δελεαστική, απαιτούνται πολύ καλές γνώσεις της φυσιολογίας του κάθε είδους και συγκεκριμένα της ποικιλίας και του συνδυασμού της με το υποκείμενο, ώστε να μπορέσει ο παραγωγός να πάρει τα μέγιστα από την επιλογή του. Πολλές φορές αποτυγχάνει μια τέτοια καλλιέργεια, γιατί δεν είναι σε θέση ο παραγωγός να διαχειριστεί τα δέντρα (κλάδεμα, λίπανση, άρδευση, φυτορρυθμιστικές ουσίες κ.λπ.) με τέτοιον τρόπο ώστε να παραγάγει τη μέγιστη δυνατή ποσότητα ανά μονάδα φυλλικής επιφάνειας.

Επιπλέον, σημαντική προϋπόθεση για την εγκατάσταση πυκνών εκμεταλλεύσεων καρποφόρων δέντρων αποτελεί και ο μηχανολογικός εξοπλισμός που είτε διαθέτει είτε θα πρέπει να προμηθευτεί ο παραγωγός. Εφόσον υπάρχει ελκυστήρας ήδη στην κατοχή του παραγωγού με τα παρελκόμενά του, αυτός θα πρέπει να αντισταθμίσει τα οφέλη της πυκνής φύτευσης με εκείνα των εξόδων ενός νέου ελκυστήρα. Αντίθετα, εάν δεν υπάρχει στην κατοχή του, τότε η επιλογή του ελκυστήρα και των παρελκόμενων θα πρέπει να συμβαδίζει με τις απαιτήσεις (στην ουσία αποστάσεις) της πυκνής φύτευσης.

Η επιλογή της ποικιλίας τώρα καθορίζεται κυρίως από την εμπορικότητα αυτής τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο (ροδάκινα, βερίκοκα, κεράσια κ.λπ.) ή στον χρόνο (ελιά κ.λπ.). Όμως, η εμπορικότητα της ποικιλίας δεν είναι ο μόνος παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπόψη. Οι ιδιαιτερότητές της και οι ανάγκες της πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη, όπως οι ανάγκες σε ώρες ψύχους, η ευαισθησία της σε παγετό ή υψηλές θερμοκρασίες, η ζωηρότητά της, η ευαισθησία της σε ασθένειες και εχθρούς, η συντήρηση των καρπών της μετά τη συγκομιδή και γενικά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της.

Πολλά είδη και πολλές ποικιλίες εντός ενός είδους απαιτούν την κατάλληλη επικονιάστρια για να μπορέσουν να δέσουν καρπούς και να παράγουν ικανοποιητικά. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να γνωρίζει ο παραγωγός κατά την παραγγελία των δέντρων και να ενημερώσει το φυτώριο, ώστε να προετοιμάσει και τον κατάλληλο αριθμό επικονιαστριών ποικιλιών. Ενώ παλαιότερα μία επικονιάστρια ποικιλία μπορεί να θεωρείτο αρκετή, πλέον συστήνεται η ύπαρξη τουλάχιστον δύο εντός του οπωρώνα. Ο λόγος είναι ότι με τον τρόπο αυτόν επιτυγχάνεται καλύτερη γονιμοποίηση, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που, λόγω της κλιματικής αλλαγής, παρατηρείται ότι δεν συνανθεί η κύρια ποικιλία με την επικονιάστρια κάθε χρόνο στον ίδιο βαθμό.

Αυτό μπορεί να συμβεί ξαφνικά, μετά από έναν ήπιο χειμώνα και, τελικά, να υπάρξει σημαντική απώλεια παραγωγής (έχει παρατηρηθεί σε βερικοκιές, κερασιές κ.λπ.). Η διάταξη των επικονιαστριών ποικιλιών μπορεί να ποικίλλει, ανάλογα με την εμπορευσιμότητα αυτών, αλλά και τον βαθμό ευκολίας της μεταφοράς της γύρης. Συνήθως, οι επικονιάστριες ποικιλίες αποτελούν περίπου το 11%-50% των δέντρων ενός οπωρώνα, με βάση τα προαναφερθέντα. Σε γενικές γραμμές, σε ανεμόφιλα είδη (που η γύρη μεταφέρεται με τον άνεμο, όπως ελιά, καρυδιά, φιστικιά κ.λπ.), οι επικονιάστριες ποικιλίες καλό θα ήταν να βρίσκονται στο μέτωπο της διεύθυνσης του επικρατέστερου ανέμου στην περιοχή.

Σε πολλές περιοχές της χώρας μας παράγονται προϊόντα ΠΓΕ ή ΠΟΠ, τα οποία, εφόσον θέλει ο παραγωγός να ενταχθεί σε αυτά, καθορίζουν εν πολλοίς την ποικιλία ή τις ποικιλίες που θα πρέπει να επιλεγούν, καθώς και την περιοχή καλλιέργειας αυτών. Σε αυτή την περίπτωση, η επιλογή ποικιλίας είναι μονόδρομος, όμως με τον τρόπο αυτόν εξασφαλίζεται η ορθότητα της επιλογής, μέσα από τα χρόνια καλλιέργειας της συγκεκριμένης ποικιλίας στις εδαφοκλιματικές συνθήκες της περιοχής.

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα προηγούμενα, θα πρέπει ο παραγωγός να επιλέξει το σύστημα διαχείρισης της καλλιέργειας, ολοκληρωμένη ή βιολογική εκμετάλλευση. Η ευαισθησία του είδους, αλλά κυρίως της ποικιλίας και του υποκειμένου σε εχθρούς και ασθένειες που ενδημούν στην περιοχή μπορεί να αποτελέσει αντικίνητρο για την υιοθέτηση βιολογικών τεχνικών καλλιέργειας. Η μη γνώση των εχθρών και ασθενειών ή η μη ύπαρξη κατάλληλων, εγκεκριμένων φυτοφαρμάκων για το είδος προς επιλογή θα πρέπει να προβληματίσει επιπλέον τον παραγωγό.

Τα προηγούμενα χρόνια, πολλοί στράφηκαν σε νέες καλλιέργειες, όπως αρώνια, ιπποφαές, γκότζι μπέρι, αλλά και ροδιά, χωρίς πρώτα να έχει διερευνηθεί σε βάθος η ευαισθησία αυτών των ειδών σε εχθρούς και ασθένειες και το διαθέσιμο οπλοστάσιο εγκεκριμένων φυτοφαρμάκων για τις καλλιέργειες αυτές. Και ενώ ο βιολογικός τρόπος καλλιέργειας ήταν μονόδρομος από την άποψη της καταπολέμησης, παρά ταύτα η εξάπλωση εχθρών και ασθενειών που δεν μπορούσαν να καταπολεμηθούν ούτε και με συμβατικά φυτοφάρμακα οδήγησε σε τεράστιες αποτυχίες και οικονομικές ζημιές.


4Νερό – ποσότητα, ποιότητα, διαθεσιμότητα: Ο σημαντικότερος ίσως παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τον σχεδιασμό ενός οπωρώνα είναι η διαθεσιμότητα νερού άρδευσης. Τόσο η ποσότητα όσο και η ποιότητα αυτού καθορίζουν την επιτυχημένη καλλιέργεια κάποιων ειδών. Για κάποια άλλα είδη που αναφέρθηκαν, ενώ δεν αποτελεί κρίσιμο παράγοντα, σίγουρα βελτιώνει την απόδοση της καλλιέργειας και συμβάλλει στην επετειοφορία αυτής (κάθε χρόνο παραγωγή). Σε γενικές γραμμές, θα πρέπει να έχει εξασφαλιστεί η ύπαρξη καλής ποιότητας νερού για το είδος που έχουμε επιλέξει, αν αυτό απαιτεί άρδευση, ενώ αν είναι να καλλιεργηθεί ξηρικά θα πρέπει να γνωρίζουμε τουλάχιστον το ύψος των βροχοπτώσεων, την κατανομή αυτών και την υδατοχωρητικότητα του εδάφους, ώστε να έχουμε μια εικόνα της παραγωγικής ικανότητας του οπωρώνα μας. Σε κάθε περίπτωση, τα πρώτα χρόνια καλό θα ήταν να εφαρμοστούν 4-5 ποτίσματα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες (ο αριθμός τους εξαρτάται βέβαια από το είδος, τις παραμέτρους που αναφέρθηκαν, αλλά και τις πιθανές βροχοπτώσεις του καλοκαιριού ανά περιοχή), και θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι με την κλιματική αλλαγή ορισμένες περιοχές αναμένεται να πληγούν από ξηρασία κατά το καλοκαίρι, ενώ σε άλλες να αυξηθούν οι βροχοπτώσεις την ίδια περίοδο.

Η εφαρμογή του νερού σε αρδευόμενες καλλιέργειες συστήνεται να γίνεται είτε υπό μορφή στάγδην άρδευσης είτε μικροεκτοξευτών. Σε κάθε περίπτωση, οι σταλλάκτες και οι μικρορεκτοξευτές προσαρμόζονται σε αριθμό, παροχή, αλλά και θέση πλησίον του δέντρου, ώστε να ικανοποιούν τις ανάγκες του, σύμφωνα με το μέγεθος της κόμης του (τη φυλλική επιφάνεια), το φορτίο και τις επικρατούσες περιβαλλοντικές συνθήκες. Καλό θα ήταν, εφόσον υπάρχει η δυνατότητα άρδευσης, να συνδεθεί και υδρολιπαντήρας στο σύστημα αυτό, ώστε να μειωθεί το κόστος εφαρμογής των λιπασμάτων, αλλά και να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα αυτών. Θα πρέπει, βέβαια, να λαμβάνονται υπόψη τα πλεονεκτήματα, αλλά και τα μειονεκτήματα κάθε συστήματος άρδευσης (κόστος εγκατάστασης, παροχή, κόστος εφαρμογής, δυνατότητα υδρολίπανσης, αποτελεσματικότητα χρήσης νερού κ.λπ.) και να επιλέγεται εκείνο το οποίο εξυπηρετεί καλύτερα τις ανάγκες της καλλιέργειας στη δεδομένη περιοχή.


5Διάθεση προϊόντος: Το σημείο αυτό, ενώ αποτελεί στην ουσία το τελευταίο στάδιο της καλλιέργειας, είναι από τα πρώτα κριτήρια που θα πρέπει να λάβει υπόψη ένας παραγωγός κατά την επιλογή του (είδος και ποικιλία). Είναι αυτονόητο ότι για είδη τα οποία συντηρούνται επί μακρόν (μήλα, αχλάδια, ακτινίδια), καλό θα είναι να υπάρχουν κοντά στην περιοχή καλλιέργειας ψυκτικές εγκαταστάσεις. Για είδη τα οποία προορίζονται για βιομηχανική χρήση (ροδάκινα, αμύγδαλα, εσπεριδοειδή για χυμό, ελαιοποιήσιμες ποικιλίες ελιάς κ.λπ.), καλό θα είναι να υπάρχουν στην περιοχή οι κατάλληλες μεταποιητικές βιομηχανίες (συσκευαστήρια, ελαιοτριβεία, βιομηχανίες χυμοποίησης κ.λπ.), ώστε να μην επωμιστεί το προϊόν επιπλέον κόστος μεταφοράς. Σε κάθε περίπτωση, ο παραγωγός πρέπει να κάνει μια έρευνα αγοράς γύρω από τις τιμές διάθεσης των προϊόντων του είδους και της ποικιλίας που σκέφτεται να καλλιεργήσει, με βάση τον μέσο όρο τουλάχιστον της τελευταίας πενταετίας (ή περισσότερο όταν πρόκειται για ασυνήθιστες καταστάσεις, βλ. πανδημία).


6Διαθεσιμότητα εργατικών χεριών: Πολλά καρποφόρα δέντρα απαιτούν την ύπαρξη αρκετών εργατικών χεριών σε κρίσιμες περιόδους της καλλιέργειας (κυρίως στη συγκομιδή). Θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη η διαθεσιμότητα εργατών κατά τις περιόδους συγκομιδής των δέντρων, καθώς και το κόστος αυτών. Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια δημιουργήθηκε μεγάλο πρόβλημα με τη διαθεσιμότητα εργατικών χεριών σε πολλές καλλιέργειες. Για τον λόγο αυτόν, θα πρέπει να διερευνηθεί, επίσης, η δυνατότητα εκμηχάνισης της καλλιέργειας σε όσο το δυνατόν υψηλότερο βαθμό, ώστε να περιοριστεί στο ελάχιστο η ανάγκη εύρεσης εργατών.


7Προμήθεια δενδρυλλίων: Εφόσον έχει επιλεγεί τόσο το υποκείμενο όσο και η/οι ποικιλία/ες, τότε ο παραγωγός θα πρέπει να επικοινωνήσει με ένα αξιόπιστο φυτώριο, με καλό όνομα στην αγορά και να προχωρήσει στην παραγγελία των δενδρυλλίων. Καλό θα ήταν να παραγγείλει περίπου 10% περισσότερα δενδρύλλια, ώστε να μπορέσει να αντικαταστήσει τυχόν απώλειες. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να ζητήσει από το φυτώριο το πιστοποιητικό φυτοϋγείας και ταυτότητας της ποικιλίας και του υποκειμένου και να απαιτήσει στο τιμολόγιο αγοράς να αναγράφεται πέρα από τον αριθμό και το είδος των δέντρων, η/οι ποικιλία/ες και το υποκείμενο (συνδυασμός ποικιλίας-υποκειμένου).

Όπως έγινε αντιληπτό, ο σχεδιασμός και η εγκατάσταση ενός οπωρώνα δεν είναι εύκολο πράγμα και πρέπει να πραγματοποιηθεί μετά από αρκετή μελέτη και ψάξιμο. Ασφαλής τρόπος για εγγυημένη επιτυχία δεν υπάρχει, καθώς μιλάμε για ζωντανούς οργανισμούς. Για τον λόγο αυτόν, προσπαθούμε να περιορίσουμε στο ελάχιστο εκείνους τους αστάθμητους παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν την επιτυχία της καλλιέργειάς μας.

Συνιστάται, λοιπόν, η αναζήτηση συμβουλών από τους κατά τόπους γεωπόνους που γνωρίζουν τις ιδιαιτερότητες της περιοχής και η εκτενής συζήτηση με τους φυτωριούχους που γνωρίζουν τις ιδιότητες των φυτών που παράγουν. Πέρα, όμως, από όλα αυτά, απαιτείται και η συνεισφορά του ίδιου του παραγωγού, μέσω αναζήτησης πληροφοριών από έμπιστες πηγές (υπουργεία, πανεπιστήμια, ερευνητικά ιδρύματα, εταιρείες παραγωγής νέων ποικιλιών και υποκειμένων κ.λπ.), ώστε να αποκτήσει μια πιο σφαιρική εικόνα τόσο από την καλλιέργεια όσο και από την ποικιλία και υποκείμενο που έχει ή πρόκειται να επιλέξει. Σε κάθε περίπτωση, η πληροφορία είναι δύναμη και καλό είναι να αναζητείται συνεχώς και να μην επαναπαυόμαστε στις γνώσεις που έχουμε ήδη αποκτήσει ή στην εμπειρία μας.