Η ζήτηση τραβά ψηλότερα τα αγροτικά εμπορεύματα

Τα τρόφιμα διατηρούν και στην «επόμενη μέρα» το μομέντουμ που απέκτησαν στην πανδημία

των Γιάννη Τσατσάκη, Μαρίας Αντωνίου

Σε ανοδικό κανάλι εξακολουθούν να βρίσκονται οι τιμές των αγροτικών εμπορευμάτων, συντηρώντας το μομέντουμ που «έχτισαν» στη διάρκεια της πανδημικής κρίσης.

Η νέα άνοδος στον Δείκτη Τιμών Τροφίμων (Food Price Index) για τον μήνα Απρίλιο, που ανακοίνωσε την περασμένη Πέμπτη 6 Μαΐου ο FAO, ήταν η ενδέκατη συνεχόμενη. Πέρα από την αύξηση κατά 1,7% σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα Μάρτιο, εκείνο που αναμφίβολα εντυπωσιάζει περισσότερο είναι το +30,8% που καταγράφεται σε σύγκριση με τον Απρίλιο του 2020 που, υπενθυμίζουμε, ήδη η ανθρωπότητα ζούσε στους ρυθμούς της COVID-19.

Στην πραγματικότητα και αγγίζοντας πλέον τις 121 μονάδες, ο δείκτης βρίσκεται αυτήν τη στιγμή στα υψηλότερα επίπεδα από τον Μάιο του 2014 και, σε ονομαστικές τιμές, υπολείπεται μόλις 12% από το ιστορικό υψηλό του Φεβρουαρίου 2011.

Στους επιμέρους δείκτες, αξιοσημείωτη είναι η άνοδος 1,7% στις τιμές των δημητριακών τον Απρίλιο, μετά από μια μικρή και βραχύβια, όπως αποδείχτηκε, πτώση τον Μάρτιο. Ωστόσο, και εδώ το νούμερο που ξεχωρίζει είναι η αύξηση 66,7% σε σύγκριση με τον Απρίλιο του 2020.

Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, οι τιμές των τροφίμων σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν αυξηθεί 38% από τον Ιανουάριο του 2020 και σε αυτό το ράλι ρόλο οδηγού έχει το καλαμπόκι, το οποίο έχει πετύχει στο ίδιο διάστημα άνοδο 80%. Σε χρηματιστηριακό επίπεδο, το καλαμπόκι έχει καταγράψει κέρδη 57% από τις αρχές του 2021, ενώ στο 22% και στο 20% είναι τα αντίστοιχα νούμερα για τη σόγια και το σιτάρι.

Το ενδιαφέρον είναι ότι η δυναμική αυτή στις τιμές των αγροτικών εμπορευμάτων αποκτήθηκε και συντηρείται, παρά το γεγονός ότι τα θεμελιώδη δεν προοιωνίζονται κάποια ιδιαίτερα ανησυχητική μείωση στο σκέλος της παραγωγής. Ρόλο εδώ έχουν παίξει οι διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα και η αύξηση στα μεταφορικά κόστη, στην εξίσωση όμως έχει μπει πια και η ενισχυμένη ζήτηση.

Όπως έχουν επισημάνει αρκετοί αναλυτές, στο πρόσφατο παρελθόν και με δεδομένο ότι η ζήτηση για τρόφιμα ήταν πάνω-κάτω σταθερή ή παρουσίαζε μικρές διακυμάνσεις, η βασική μεταβλητή που καθόριζε την πορεία των τιμών ήταν η προσφορά, η οποία, με τη σειρά της, βρισκόταν σε άμεση συνάρτηση με τις καιρικές συνθήκες.

Συνεχείς αγορές από Κίνα

Εδώ και αρκετούς μήνες, ωστόσο, το σημείο-κλειδί έχει μετατοπιστεί στο κομμάτι της ζήτησης. Αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τους κλυδωνισμούς στην εφοδιαστική αλυσίδα και τα προβλήματα στη διακίνηση, αλλά και με τη «δράση» της Κίνας, η οποία αγοράζει τεράστιες ποσότητες κυρίως δημητριακών.

Είναι ενδεικτικό ότι η ασιατική χώρα, όπου η κατανάλωση ζωικών πρωτεϊνών αυξάνεται με ταχύτατους ρυθμούς και την ίδια στιγμή επιχειρεί να «ανοικοδομήσει» το ζωικό της κεφάλαιο που είχε «χτυπηθεί» από την αφρικανική πανώλη των χοίρων, εκτιμάται ότι θα εισαγάγει 32 εκατ. τόνους καλαμποκιού τη διετία 2020-2021, όσους δηλαδή περίπου είχε εισαγάγει σε ολόκληρη την προηγούμενη εικοσαετία.

Εξίσου χαρακτηριστικό είναι ότι τον φετινό Απρίλιο απορρόφησε το 73% από τους συνολικά 17,4 τόνους σόγιας που εξήγαγε η Βραζιλία και οι οποίοι αποτελούν ιστορικό ρεκόρ για τη νοτιοαμερικανική χώρα.

Ο πληθωρισμός και οι τιμές στο ράφι

Την ίδια στιγμή, βέβαια, η αύξηση των τιμών των αγροτικών προϊόντων δημιουργεί και κάποιες ανησυχίες για ανατιμήσεις στο ράφι, οι οποίες, σε ένα περιβάλλον που η επίπτωση των περιοριστικών μέτρων στις οικονομίες και στο διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών δεν έχει ακόμα πλήρως αποτυπωθεί, θα μπορούσαν να δράσουν ανασταλτικά για τη ζήτηση.

Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, αρκετές μεγάλες βιομηχανίες τροφίμων δηλώνουν ότι έχουν επιβαρυνθεί αρκετά από τις αυξήσεις στις ζωοτροφές, στα υλικά συσκευασίας, στις πρώτες ύλες ευρύτερα, αλλά και στα μεταφορικά και πλέον δεν έχουν άλλη επιλογή από το να τις μετακυλίσουν στους καταναλωτές.

Όπως αναφέρει η ιστοσελίδα food dive, ονόματα όπως η Coca-Cola, η Unilever, η Nestle, η Mondelez και η General Mills έχουν ήδη ανακοινώσει ή έχουν προαναγγείλει για αργότερα μέσα στο έτος αυξήσεις τιμών. «Διακρίνουμε υψηλό πληθωρισμό σε πολλά εμπορεύματα, υλικά συσκευασίας και κόστη μεταφοράς», ανέφερε χαρακτηριστικά πριν από λίγες εβδομάδες ο Mark Schneider, διευθύνων σύμβουλος της Nestle. «Πιο πριν βλέπαμε αυξήσεις τιμών εξαιτίας ορισμένων πρώτων υλών ή ζωοτροφών, όχι όμως αυτή την ‘‘τέλεια καταιγίδα’’, η οποία χτυπά τη συσκευασία, τη μεταφορά, το κόστος των αγαθών. Κι όλα αυτά παράλληλα με τα έξοδα που έχουν να κάνουν με τις αναγκαίες επενδύσεις στην καινοτομία ή στη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος», υποστηρίζει ο Phil Lempert, αναλυτής της βιομηχανίας τροφίμων και συντάκτης του supermarketguru.com.

Για πιέσεις οι οποίες θα οδηγήσουν σε κάποιες αυξήσεις τιμών το 2022 έκανε λόγο σε συνέντευξή του στο CNBC και ο James Quincey, διευθύνων σύμβουλος της Coca-Cola, προσθέτοντας βέβαια ότι η εταιρεία του σκοπεύει «να τις διαχειριστεί έξυπνα».

Αυτή η αύξηση των εξόδων φαίνεται ότι ωθεί τις βιομηχανίες να επανεκτιμήσουν όλες τις πτυχές των δραστηριοτήτων τους συμπεριλαμβανομένων του μείγματος των προϊόντων, αλλά και των προωθητικών ενεργειών, προκειμένου να μειώσουν το κόστος τους.

Σύμφωνα με στοιχεία της NielsenIQ για την αμερικανική αγορά, τον φετινό Μάρτιο η διαφημιστική δραστηριότητα των βιομηχανιών του κλάδου αυξήθηκε 0,3%, ωστόσο, οι μονάδες που πουλήθηκαν μέσω προωθητικών ενεργειών ήταν 28,6% έναντι 33% σε μια τυπική εβδομάδα προ πανδημίας.