ΘΕΜΑ: Όταν το ΠΟΠ και το ΠΓΕ δημιουργούν εμπόδια

Οκτώ νέες ονομασίες προϊόντων προστατεύονται ως Γεωγραφικές Ενδείξεις

Οι δεσμεύσεις που τίθενται ως προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό προϊόντων ως Ονομασίας Προέλευσης ή Γεωγραφικής Ένδειξης συχνά δημιουργούν προβλήματα, που επιβάλλεται να αντιμετωπιστούν. Σε κάθε περίπτωση, ο χαρακτηρισμός του προϊόντος ως ΠΟΠ ή ΠΓΕ σημαίνει αύξηση της προστιθέμενης αξίας του προς όφελος των παραγωγών.

Χαρακτηριστικά, το γάλα για την παραγωγή του Μετσοβόνε (ΠΟΠ) στο Μέτσοβο δεν επαρκεί, ενώ αγρότες που παράγουν φασόλια γίγαντες ελέφαντες Καστοριάς (ΠΓΕ) δεν μπορούν να τα πουλήσουν με τη συγκεκριμένη επωνυμία.

Ελέφαντες Καστοριάς

Το μονοπώλιο οδήγησε σε υψηλά τιμολόγια και στην λύση «Γίγαντες Δυτικής Μακεδονίας»

Η εταιρεία Άροσις πουλά γίγαντες ελέφαντες Καστοριάς, που είναι Προϊόν Γεωγραφικής Ένδειξης, ως «Γίγαντες Δυτικής Μακεδονίας».

Ο λόγος;

Στον φάκελο για την κατοχύρωση του προϊόντος ως ΠΓΕ, που κατατέθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2003 και τον οποίο είχε συντάξει η αρμόδια Διεύθυνση της –τότε– Νομαρχίας Καστοριάς, είχε τεθεί ως όρος για την απόκτηση του τίτλου ΠΓΕ για τους γίγαντες Καστοριάς –εκτός των άλλων προδιαγραφών– να πραγματοποιείται η επεξεργασία και η συσκευασία του προϊόντος μόνο και κατά αποκλειστικότητα στο συσκευαστήριο του Συνεταιρισμού ΑGROCA.

Οταν το ΠΟΠ και το ΠΓΕ δημιουργούν εμπόδια

Στην αρχή, η εταιρεία και κατ’ επέκταση η Ομάδα Παραγωγών που συνεργάζεται, συσκεύαζαν τα φασόλια γίγαντες που παρήγαγαν στις εγκαταστάσεις του συνεταιρισμού, πληρώνοντας το σχετικό αντίτιμο. Έτσι, μπορούσαν να βάζουν στα φασόλια τους την ένδειξη ΠΓΕ «Γίγαντες Ελέφαντες Καστοριάς». Ωστόσο, μετά από λίγα χρόνια, όταν ο συνεταιρισμός, ο οποίος είχε στα χέρια του το όπλο της αποκλειστικότητας, αποφάσισε να αυξήσει υπέρμετρα τις χρεώσεις για τη συσκευασία των φασολιών, η εταιρεία Άροσις έλαβε την απόφαση να μη συνεχίσει τη συνεργασία.

Οταν το ΠΟΠ και το ΠΓΕ δημιουργούν εμπόδια Άλλωστε, οι εγκαταστάσεις του συνεταιρισμού ήταν παλαιωμένες και δεν προσέφεραν τίποτα περισσότερο, όσον αφορά την ποιότητα, από τη δυνατότητα να τοποθετήσει κάποιος τη σφραγίδα ΠΓΕ στα προϊόντα που συσκευάζονταν. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι η μόνη οικονομική δραστηριότητα της AGROCA ήταν η λειτουργία του εν λόγω συσκευαστηρίου για πολλά χρόνια. Από την πλευρά της, η AGROCA τονίζει ότι η απαίτηση να περνούν όλα τα φασόλια, που φέρουν την Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη «Γίγαντες Ελέφαντες Καστοριάς», από το συγκεκριμένο συσκευαστήριο εξασφαλίζει ότι δεν θα πραγματοποιούνται ελληνοποιήσεις. Ωστόσο, η αποφυγή των ελληνοποιήσεων αποτελεί θέμα ελέγχου από την πλευρά του κρατικού μηχανισμού, που οφείλει να προστατεύει το προϊόν και τους παραγωγούς με επάρκεια.

Μετά την αύξηση του τιμολογίου, η συσκευασία στις εγκαταστάσεις της AGROCA κρίθηκε ασύμφορη από την Άροσις. «Πήραμε την απόφαση να ονομάζουμε τα φασόλια ‘‘Γίγαντες Δυτικής Μακεδονίας’’ και να μη χρησιμοποιούμε την ένδειξη ΠΓΕ, παρόλο που είχαμε ξοδέψει πολλά χρήματα για την προώθηση του προϊόντος, έως ότου λυθεί το θέμα», λέει στην «ΥΧ» ο ιδιοκτήτης και γενικός διευθυντής της εταιρείας Άροσις, Τρύφων Φωτιάδης. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εταιρεία Άροσις δεν είναι μια «πολυεθνική» που αποφάσισε ξαφνικά να ασχοληθεί με τα φασόλια γίγαντες, γιατί είδε ότι έχουν πέραση στην αγορά τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για μια οικογενειακή επιχείρηση τρίτης γενιάς, που έχει εμπειρία 60 ετών, με δυνατούς δεσμούς στην τοπική κοινωνία με κεντρικά γραφεία στην Καστοριά, η οποία συνεργάζεται με 127 παραγωγούς. Περίπου το 17% της παραγωγής οσπρίων της εταιρείας κατευθύνεται στο εξωτερικό (ΗΠΑ, Κύπρος, Γερμανία, Μ. Βρετανία κ.ά.).

Η Ομάδα Παραγωγών, που συνεργάζεται με την Άροσις, εδώ και πολλά χρόνια, έχει αιτηθεί στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης την αλλαγή των προδιαγραφών, όσον αφορά την αποκλειστική συσκευασία του ΠΓΕ στο συγκεκριμένο εργοστάσιο. Όμως, κανένας υπουργός Γεωργίας, παρά τη θετική σχετική εισήγηση των υπηρεσιών, δεν υπέγραφε τη σχετική υπουργική απόφαση. «Οι υπουργοί, κατά βάση, φοβούνται να τα βάλουν με συνεταιρισμούς, ακόμα και αν πρόκειται για απλές σφραγίδες», λέει στέλεχος του υπουργείου.

Όλα αυτά έως την προηγούμενη άνοιξη, όταν ο νυν υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Βαγγέλης Αποστόλου, αποδέχτηκε την εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας του υπουργείου (Διεύθυνση Βιολογικής Γεωργίας), υπέγραψε τη σχετική απόφαση και ο φάκελος με τις αιτούμενες τροποποιήσεις εστάλη προς έγκριση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Μόλις την προηγούμενη Τετάρτη δημοσιοποιήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή οι αλλαγές, όσον αφορά τις προδιαγραφές του ΠΓΕ «Φασόλια Γίγαντες-Ελέφαντες Καστοριάς» και εντός τριμήνου αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί η σχετική διαδικασία και να λήξει η πολύχρονη και κοστοβόρα περιπέτεια.

Μετσοβόνε

Το γάλα δεν φτάνει, το υπουργείο δεν το αποχαρακτηρίζει

«Δεν είναι σωστό να αποχαρακτηριστείτε. Κανένας δεν φεύγει από τα ΠΟΠ».

Αυτή είναι η απάντηση που λαμβάνουν σταθερά εδώ και αρκετά χρόνια από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης οι άνθρωποι από το τυροκομείο του Ιδρύματος Τοσίτσα, όπου παράγεται το τυρί Μετσοβόνε. «Στην περιοχή μας δεν υπάρχει πλέον αρκετό αγελαδινό γάλα για να φτιάχνουμε το τυρί, επομένως παίρνουμε και από τα Γιάννενα. Εμείς θέλουμε να είμαστε σωστοί με βάση τη νομοθεσία, αλλά δεν είναι δυνατόν να βρούμε τις ποσότητες γάλακτος που χρειαζόμαστε μέσα στη ζώνη που ορίζεται. Γι’ αυτό είπαμε να μην είναι το Μετσοβόνε, πλέον, στα τυριά με Ονομασία Προέλευσης» λέει στην «Ύπαιθρο Χώρα» ο διευθυντής του Τυροκομείου, Τρίτος Κώστας.

Οταν το ΠΟΠ και το ΠΓΕ δημιουργούν εμπόδια

Όπως διηγείται, το Μετσοβόνε έγινε ΠΟΠ στα 1985, όταν υφυπουργός Γεωργίας ήταν ο Γιώργος Μωραΐτης. Ηπειρώτης στην καταγωγή, σκέφτηκε πως το τυρί της περιοχής θα αποκτούσε μεγαλύτερη φήμη αν γινόταν Προϊόν Ονομασίας Προέλευσης. (ΠΟΠ). «Μας τηλεφώνησε τότε ο υπουργός και μας είπε να φτιάξουμε τον φάκελο για να γίνει το τυρί ΠΟΠ. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα».

Το Μετσοβόνε χρίστηκε ΠΟΠ, όμως η ονομασία προέλευσης δεν μπήκε καν στην ετικέτα του προϊόντος. Το τυροκομείο παράγει συγκεκριμένες ποσότητες τυριού, οι οποίες διατίθενται εντός Ελλάδος, έτσι δεν υπήρξε ανάγκη να χρησιμοποιηθεί το ΠΟΠ.

Το τυροκομείο του ιδρύματος Αβέρωφ-Τοσίτσα έχει ιδιαίτερη σημασία για την περιοχή, όσο και ιδιαίτερη ιστορία.

Στα χρόνια της κατοχής, ο Ευάγγελος Αβέρωφ αναζητούσε τρόπους ώστε να ενισχύσει οικονομικά την πατρίδα του, το Μέτσοβο. Σε παλιούς καταλόγους εντόπισε Μετσοβίτες που βρίσκονταν στο εξωτερικό και είχαν οικονομική επιφάνεια και επικοινώνησε μαζί τους με επιστολές. Κάποιοι ανταποκρίθηκαν, ανάμεσά τους και ο βαρώνος Μιχαήλ Τοσίτσας, πλούσιος τραπεζίτης που ζούσε στην Ελβετία. Γόνος Μετσοβίτικης οικογένειας, δεν είχε βρεθεί ποτέ ο ίδιος στο Μέτσοβο, όμως εμπιστεύτηκε, καθώς φαίνεται, τον Έλληνα πολιτικό. Οι δύο άντρες είχαν για χρόνια συχνή αλληλογραφία και όταν ο βαρώνος, που ήταν άκληρος και ανύπαντρος, έφυγε από τη ζωή, άφησε την περιουσία του στο Μέτσοβο. Έτσι ιδρύθηκε το ίδρυμα Αβέρωφ – Τοσίτσα και το ομώνυμο τυροκομείο, ως μια προσπάθεια ανάπτυξης της τοπικής οικονομίας.

Οταν το ΠΟΠ και το ΠΓΕ δημιουργούν εμπόδια Το τυροκομείο του ιδρύματος ξεκίνησε το 1958, με πέντε αγελάδες που είχαν οι άνθρωποι στην περιοχή και η καθεμιά τους έδινε πέντε κιλά γάλα. Σύντομα, όμως, αντικαταστάθηκαν με άλλες, από Ελβετία και Αγγλία, που έδιναν 30 κιλά γάλα την ημέρα. Κάπως έτσι αναπτύχθηκε η αγελαδοτροφία στο Μέτσοβο και οι άνθρωποι της περιοχής βρήκαν τρόπο να έχουν σταθερό εισόδημα. Όμως οι καιροί άλλαξαν και ελάχιστοι αγελαδοτρόφοι έχουν μείνει στην περιοχή που ορίζεται στις προδιαγραφές ΠΟΠ ως ζώνη για την προμήθεια γάλακτος του Μετσοβόνε.

«Τώρα προμηθευόμαστε γάλα από τα Ιωάννινα για να συνεχίσουμε να παράγουμε τα τυριά μας» λέει ο κ. Τρίτος.

Ταυτότητα

Μετσοβόνε ΠΟΠ 100%-90% αγελαδινό γάλα – 10% γίδινο. Εξωτερικό χρώμα κιτρινωπό προς καφετί (σαν να χρυσίζει). Μέσα, το χρώμα του είναι λευκό – αχυρώχρουν (χρώμα του άχυρου). Σχήμα στενόμακρο. Οφείλεται στα στενόμακρα καλούπια και στο τμήμα της τυρόμαζας που εξέχει για να μπορεί να τραβιέται και να βγαίνει από τις φόρμες.

Το μετσοβόνε γίνεται υγρό αλάτισμα και μένει στην άλμη για τόσες ημέρες όσο είναι το βάρος του σε κιλά.

Έπειτα από περίοδο ωρίμανσης τριών μηνών, το τυρί καπνίζεται με φυσικό καπνό από καύση αρωματικών φυτών της περιοχής παραγωγής του, κληματοβεργών και χόρτων, για 12 ημέρες.

Στη συνέχεια παραμένει στο καπνιστήριο, κρεμασμένο όσο χρειάζεται ώστε να αποκτήσει την χαρακτηριστική καπνιστή γεύση (συνήθως 5 μήνες).

Παράγονται 150 τόνοι τυρί τον χρόνο, οι οποίοι διατίθενται εντός Ελλάδος.