Εκτροφή κουνελιών στην Ελλάδα
Στο περιθώριο βρίσκεται ο κλάδος της κονικλοτροφίας, που ασχολείται με την εκτροφή και την εκμετάλλευση κουνελιών. Παρά το γεγονός ότι έχει τη δυνατότητα παραγωγής προϊόντων υψηλής διατροφικής αξίας, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια ακολουθεί φθίνουσα πορεία και το μέλλον του τίθεται εν αμφιβόλω.
Όχι μόνο δεν υπάρχει στήριξη και ενθάρρυνση από την πολιτεία, αλλά πλέον το έλλειμμα πολιτικών στον τομέα και η οριζόντια επιβολή μέτρων δημιουργούν σοβαρά εμπόδια και αντικίνητρα για τους λιγοστούς, πια, παραγωγούς, που εξακολουθούν να παλεύουν μόνοι τους, αυστηρά με προσωπική εργασία και κεφάλαια.
Ο κλάδος γνώρισε μια σύντομη περίοδο ανάπτυξης τη δεκαετία 1990-2000 και ενώ οι εκτροφείς είχαν φτάσει στους 40 την περίοδο 2004-2008, σήμερα επαγγελματικά δραστηριοποιούνται μόλις 9-10 παραγωγοί, εκ των οποίων μόνο οι τρεις καλύπτουν το 75%-80% της εγχώριας παραγωγής. Ο χώρος είναι ελλειμματικός, καθώς δυσκολεύεται να ανταγωνιστεί το φθηνότερο, εισαγόμενο κρέας κουνελιού, από μεγάλες παραγωγούς ευρωπαϊκές χώρες (Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία). Οι εισαγωγές ανέρχονται περίπου στα 2/3 της κατανάλωσης, αφήνοντας μόλις 35%-40% της κάλυψης των αναγκών της αγοράς στους Έλληνες εκτροφείς.
Ωστόσο, υπάρχει δυνατότητα σημαντικής ανάπτυξης του κλάδου, λόγω της εξαιρετικής ποιότητας του παραγόμενου κρέατος και των αυξημένων παραγωγικών ιδιοτήτων του κουνελιού. Μάλιστα, παρά τα περιορισμένα τους μεγέθη, οι Έλληνες εκτροφείς προσπαθούν, προχωρούν και καινοτομούν, διαθέτοντας οι ίδιοι πόρους, υψηλό επίπεδο τεχνολογίας και τεχνογνωσίας και παρέχοντας προσωπική ενασχόληση και φροντίδα.
Εισαγωγές μητέρων
Ένα 10% του κόστους παραγωγής σχετίζεται με την αντικατάσταση των μητέρων σε ετήσια βάση, όμως στην Ελλάδα δεν υπάρχει αναπαραγωγικό έργο, οπότε γίνονται και εισαγωγές μητέρων από την Γαλλία.
Ετησια παραγωγη
Η μέση ετήσια παραγωγή ανέρχεται σε 1.200-1.300 τόνους στην Ελλάδα, ενώ οι ανάγκες της αγοράς ανέρχονται σε 4.000 τόνους, δηλαδή καλύπτουμε 37%-40% της εγχώριας ζήτησης. Το υπόλοιπο προέρχεται από εισαγωγές (Ιταλία-Γαλλία).
Οι τιμές…
Η λιανική τιμή κυμαίνεται σε 7,8-9,5 ευρώ το κιλό, όταν μέσα στην μονάδα (δηλαδή χωρίς τις δαπάνες σφαγείου και διανομής) το κόστος παραγωγής διαμορφώνεται σε 3,90-4 ευρώ το κιλό και ενώ στην (υπερ)χονδρική η τιμή του είναι περίπου 5,1 ευρώ.
… και η ποικιλία
Προσφέροντας μια ποικιλία που θα δελεάσει τον καταναλωτή, όπως τεμάχια κουνελιού (φιλέτο, μπουτάκια, παϊδάκια κ.ά.) και στη συνέχεια μια σειρά από μεταποιημένα προϊόντα, όπως λουκάνικα, αλλαντικά, έτοιμα γεύματα κ.λπ., υπάρχει δυνατότητα δημιουργίας μιας νέας αγοράς αλλά και σημαντικής εξέλιξης του κλάδου.
Τα εμπόδια ανάπτυξης της κονικλοτροφίας
Το κόστος παραγωγής, ιδιαίτερα λόγω των αυξημένων τιμών των ζωοτροφών, η έλλειψη υποστήριξης με θεσμικά και χρηματοδοτικά εργαλεία, η επιβολή φορολογικών και άλλων μέτρων, η περιορισμένη διείσδυση του κρέατος κουνελιού στην ελληνική κουζίνα, λόγω κυρίως της έλλειψης προβολής των ποιοτικών χαρακτηριστικών του και της συστηματικής μεταποίησης αποτελούν σοβαρά εμπόδια για την ανάπτυξη του κλάδου της κονικλοτροφίας.
Ένας από τους τρεις μεγαλύτερους εκτροφείς στην Ελλάδα, ο Α. Τρομπέτας (Μέγαρα), αναφέρεται στον μαρασμό του κλάδου, καθώς ιδιαίτερα από το 2009 και μετά, με το ξέσπασμα και της οικονομικής κρίσης, «δεν υπάρχει τίποτα, αντέχουμε μόνοι μας».
Όπως ο ίδιος τονίζει, πρόκειται για τον πιο αδικημένο κλάδο, καθώς ακόμα κι όταν πριν από λίγα χρόνια υπήρξε πρόγραμμα επιδοτούμενο, που σχετιζόταν με τις ζωοτροφές, ήταν ίσως ο μόνος τομέας που αποκλείστηκε, αν και τα κουνέλια εκτρέφονται εντός των εγκαταστάσεων. «Δεν μας υπολόγισαν, δεν υπάρχει καμία ενίσχυση, ούτε θεσμικό πλαίσιο που να μας καλύπτει ή κάποια στήριξη από την πολιτεία. Αντίθετα, ο κλάδος υφίσταται συνεχώς επιβαρύνσεις: εισφορά στον ΕΛΓΑ για προστασία έναντι δυσμενών καιρικών συνθηκών, ενώ πρόκειται για στεγαζόμενη εκτροφή, φορολογούμαστε ως βιομηχανικές μονάδες κ.λπ.» επισημαίνει και συνεχίζει, λέγοντας ότι «στη μονάδα μας, με ετήσια έξοδα περίπου 90.000 ευρώ, εργαζόμαστε δύο άνθρωποι 12 ώρες/ημέρα, 30 μέρες/μήνα για 2.500 ευρώ τον χρόνο, δηλαδή 7 ευρώ/ημέρα, με έξοδα εξόφλησης επιχειρηματικού δανείου, φορολογία και ασφαλιστικές εισφορές με τους αυξημένους συντελεστές».
Ο έτερος μεγάλος εκτροφέας, Σ. Γιανναρέλης (Σέρρες), αναφέρεται και στην έλλειψη επιστημονικής υποστήριξης του κλάδου στην Ελλάδα, καθώς πέραν των δικών τους εμπειρικών γνώσεων, οι εκτροφείς αναγκάζονται να συνεργάζονται με Ιταλούς και Γάλλους ζωοτέχνες-γεωπόνους. Επιπλέον, διευκρινίζει ότι ένα 10% του κόστους παραγωγής σχετίζεται με την αντικατάσταση των μητέρων, σε ετήσια βάση, όμως στην Ελλάδα δεν υπάρχει αναπαραγωγικό έργο, οπότε γίνονται εισαγωγές και μητέρων από τη Γαλλία.
Σύμφωνα με τον Α. Τρομπέτα, τα κοστολόγια είναι υψηλά κυρίως λόγω των ζωοτροφών, δηλαδή τη σύμπηκτη τροφή που χρειάζονται τα κουνέλια, που κατά τον Σ. Γιανναρέλη αποτελεί το 80% του κόστους παραγωγής. Ταυτόχρονα, επισημαίνει ότι η έλλειψη ανταγωνιστικότητας, έναντι των ξένων συνδέεται άμεσα με το κόστος ζωοτροφών, καθώς για παράδειγμα η διαφορά με τους Ιταλούς στην τροφή ανέρχεται σε 80-100 ευρώ/τόνο. Το αποτέλεσμα, όπως μας λέει, «είναι να μην ανταγωνιζόμαστε επί ίσοις όροις, όταν έχουμε κόστος παραγωγής 4,40-4,50 ευρώ/κιλό στην Ελλάδα και το αντίστοιχο στην Ιταλία να είναι 3,20-3,30 ευρώ/κιλό». Αφήνει, μάλιστα, αιχμές για αισχροκέρδεια στην αγορά ζωοτροφών, τονίζοντας ότι δεν είναι δυνατόν να μην έχουμε πρόσβαση σε τροφές σε μια χώρα που παράγει δημητριακά.
Επιπροσθέτως, ο Α. Τρομπέτας συμπληρώνει ότι «έρχεται και ΦΠΑ 23% στις ζωοτροφές, ενώ πωλούμε με 13%, δηλαδή διαφορά 10%, χωρίς να συμπεριλάβουμε κόστη μεταφορικών κ.λπ., πληρώνοντας στην ουσία περισσότερα από ό,τι εισπράττουμε».
Αγάπη και φροντίδα
Οι μονάδες κονικλοτροφίας είναι μικρές και οικογενειακού χαρακτήρα και λόγω ακριβώς της ιδιαιτερότητας της εκτροφής, που δεν είναι δυνατό να γίνει με βιομηχανικό τρόπο, διασφαλίζεται η υψηλή ποιότητα του προϊόντος, κάτι που μόνο ως συγκριτικό πλεονέκτημα μπορεί να χαρακτηριστεί.
Όπως τονίζει ο Α. Τρομπέτας «για εμάς είναι η ζωή μας», γιατί αυτού του είδους η εκτροφή χρειάζεται αγάπη και προσωπική, «ατομική» φροντίδα για κάθε μάνα, για κάθε φωλιά ξεχωριστά. Πρέπει να γίνεται έλεγχος καθημερινά και, ανάλογα με τις περιόδους, να γνωρίζουμε αν έφαγαν, αν είναι καλά ένα-ένα τα ζώα μας. Το κρέας του κουνελιού, όπως σημειώνει, «είναι ανώτερο έναντι άλλων, γιατί είναι καθαρό, υγιεινό και ασφαλές. Το κουνέλι δεν μπορείς να το ‘‘ξεγελάσεις’’ δίνοντάς του ως τροφή κάτι άλλο –όπως κρεατάλευρα, κατεργασμένα έλαια κ.λπ.– από δημητριακά και ρίζες, γιατί τα αναγνωρίζει μέσω της ιδιαίτερα δυνατής του όσφρησης και απλώς δεν θα φάει».
Σημειώνει, δε, ότι ο κλάδος έχει σημαντική δυναμική, καθώς μεταξύ των πλεονεκτημάτων του περιλαμβάνεται και το καλό κλίμα της χώρας μας: «Σκεφτείτε ότι Γαλλία-Ιταλία έχουν πολλή υγρασία και περισσότερο ψύχος, που είναι ό,τι χειρότερο για τα κουνέλια, τα οποία είναι ευαίσθητα σε αναπνευστικά προβλήματα, δερματικές παθήσεις κ.ά. κι όμως εκεί ο κλάδος ανθεί λόγω κινήτρων, υποδομών και ουσιαστικής στήριξης που του παρέχεται «κι εμείς κλείνουμε».
Σύμφωνα με τον Σ. Γιανναρέλη, η μέση ετήσια παραγωγή ανέρχεται σε 1.200-1.300 τόνους στην Ελλάδα, ενώ οι ανάγκες της αγοράς ανέρχονται σε 4.000 τόνους, δηλαδή καλύπτουμε το 37%-40% της εγχώριας ζήτησης και το υπόλοιπο προέρχεται από εισαγωγές (Ιταλία-Γαλλία).
Προβολή – κατανάλωση
Ο γεωπόνος-ζωοτέχνης Γ. Συμεών, που έχει εκπονήσει μία από τις ελάχιστες μελέτες για τις προοπτικές της κονικλοτροφίας, ως ερευνητής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου, καθιστά σαφές ότι το κρέας του κουνελιού παρά τα διατροφικά του πλεονεκτήματα, δεν απέκτησε ποτέ τη δυναμική άλλων ειδών κρεάτων στον καταναλωτή, με εξαίρεση ορισμένες περιοχές στην Ελλάδα (Κρήτη, Επτάνησα) που, λόγω κουλτούρας, τρώγεται και εκτιμάται ιδιαίτερα.
«Ο κόσμος αγνοεί την ποιότητα του συγκεκριμένου κρέατος και η πλειονότητα δεν το έχει δοκιμάσει καν», υπογραμμίζει ο Α. Τρομπέτας, προσθέτοντας ότι σήμερα περίπου ένας στους 200 πελάτες ενός κρεοπωλείου αγοράζει κουνέλι.
Εξηγεί, δε, ότι είναι λανθασμένη η αντίληψη ότι το καλό κουνέλι πρέπει να έχει μικρό μέγεθος/βάρος, σημειώνοντας ότι «οι μονάδες προμηθεύουν την αγορά με κουνέλια βάρους 1,800-2 κιλών, που ‘‘βγάζουν’’ περίπου οκτώ μερίδες, δεδομένου μάλιστα ότι το συγκεκριμένο κρέας στο μαγείρεμα έχει ελάχιστες απώλειες, καθώς αξιοποιείται σχεδόν στο σύνολό του (δεν ‘‘μαζεύει’’)».
Όπως αναφέρει, «δεν είναι φθηνό, αλλά λόγω της υψηλής του ποιότητας είναι το πιο οικονομικό». Η λιανική τιμή κυμαίνεται μεταξύ 7,8-9,5 ευρώ/κιλό σήμερα, όταν μέσα στη μονάδα (δηλαδή, χωρίς κόστη σφαγείου και διανομής) το κόστος παραγωγής διαμορφώνεται σε 3,90-4 ευρώ/κιλό και ενώ στη χονδρική η τιμή του είναι περίπου 5,10 ευρώ.
Η διατροφική αξία του κουνελιού
Οι άνθρωποι επιλέγουν πιο εύκολα για τη διατροφή τους ζώα όπως η αγελάδα και το κοτόπουλο σε σχέση με το κουνέλι, σύμφωνα με κείμενο της «Washington Post».
Παρ’ όλα αυτά, αποτελεί μια υγιεινή και θρεπτική εναλλακτική πρόταση για το βόειο και το χοιρινό κρέας. Το κρέας του κουνελιού είναι σχετικά χαμηλό σε λιπαρά, γεγονός που το καθιστά ένα από τα καλύτερα κρέατα που διατίθενται στην αγορά σήμερα.
Σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ, το κρέας του κουνελιού περιέχει χαμηλά ποσοστά λίπους και υψηλά ποσοστά πρωτεΐνης. Όπως επισημαίνουν οι ειδικοί του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας, προσθέτοντας στη διατροφή μας κουνελίσιο κρέας, ενισχύεται ο οργανισμός μας με βιταμίνη Β-12, η οποία παίζει καθοριστικό ρόλο στη λειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος και του μεταβολισμού.
Επίσης, το κρέας του κουνελιού είναι πηγή βιταμίνης Β-3, που είναι γνωστή ως νιασίνη, είναι τρυφερό, μαλακό, εύπεπτο και εξαίρετο συνοδευτικό τροφών, πλούσιων σε φυτικές ίνες.
* Το κουνελίσιο κρέας έχει πολύ πιο χαμηλά επίπεδα χολητερόλης από τα υπόλοιπα είδη κρέατος (USDA εγκύκλιος 549, AlabameA & M 1989 M)
* Τα επίπεδα λίπους του κουνελίσιου κρέατος βρίσκονται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα απ’ ότι των άλλων ειδών κρέατος
Μονόδρομος η μεταποίηση
Φάρμα Τρομπέτας
Δυναμική είσοδο στην τομέα της μεταποίησης δρομολογεί η Φάρμα Τρομπέτας, δυναμικότητας 2.500 κονικλομητέρων, στα Μέγαρα. Αναλύοντας τα πλάνα της στην «ΥΧ», ο ιδιοκτήτης της, κ. Τρομπέτας, τονίζει ότι το επόμενο διάστημα θα εισάγει στην αγορά νέα προϊόντα, όπως λουκάνικα από 100% κρέας κουνελιού.
Η επιχείρηση σκοπεύει να εισέλθει και στην παραγωγή αλλαντικών με βάση το κουνέλι, απευθυνόμενη στο καταναλωτικό κοινό, που δεν μπορεί –για λόγους υγείας– να καταναλώσει «συμβατικά» προϊόντα.
Η Φάρμα Τρομπέτας δραστηριοποιείται στον κλάδο από το 1990, οπότε ξεκίνησε την επιχειρηματική της διαδρομή ως οικογενειακή εταιρεία. Μέσα από συνεχείς επενδύσεις, η εταιρεία έχει αναπτύξει στενούς δεσμούς με ιταλικές εταιρείες γενετικής βελτίωσης, ενώ εντάσσει διαρκώς «βαριές» συνεργασίες στο ενεργητικό της. Σήμερα παράγει νωπό ή κατεψυγμένο κουνέλι, το οποίο εμπορεύεται με ιδιόκτητα οχήματα, προμηθεύοντας σούπερ-μάρκετ, κρεοπωλεία, ντελικατέσεν και ξενοδοχεία.
Φάρμα Γιανναρέλης
Η κονικλοτροφία είναι κάτι παραπάνω από μια επιχειρηματική δραστηριότητα για την οικογενειακή Φάρμα Γιανναρέλης στο Γόνιμο Σερρών. «Η κονικλοτροφία είναι σχέση ζωής. Είναι έρωτας», λέει ο ιδρυτής της φάρμας, που με αφετηρία το 1982 ακολούθησε ένα συνεπές σχέδιο καθετοποίησης.
Μέσα από επενδύσεις άνω του 1,8 εκατ. ευρώ, η σερραϊκή φάρμα διαθέτει σήμερα μια υπερσύγχρονη μονάδα, δυναμικότητας 2.000 κονικλομητέρων. Σύμφωνα με τον Σωτήρη Γιανναρέλη, η φάρμα προμηθεύει την ΑΒ Βασιλόπουλος στην Αττική, καλύπτοντας το 75% των αναγκών της, ενώ στη χονδρική τροφοδοτεί την αγορά του Ρέντη.
Η φάρμα δρομολογεί, μάλιστα, τη δημιουργία μικρού αναπαραγωγικού κέντρου, προκειμένου να καλύψει τόσο τις ίδιες ανάγκες, όσο και άλλων μονάδων. Παράλληλα, εξετάζει την προοπτική δημιουργίας μονάδας παραγωγής ζωοτροφών.
Η τυποποίηση αποτελεί βασικό στοίχημα για την επιχείρηση, που πειραματίζεται προς αυτή την κατεύθυνση, με τα πλάνα της να εκτείνονται μέχρι και στην παραγωγή έτοιμων γευμάτων.
Φάρμα Κάββαλος
Η Φάρμα Κάββαλος, με αφετηρία το 1998 και ορμητήριο το Ηράκλειο Κρήτης, διατηρεί από το 2005 μια πρότυπη μονάδα εκτροφής, παραγωγής και διάθεσης κουνελιών. Η φάρμα, δυναμικότητας 550 κονικλομητέρων, έχοντας ως «όπλο» τις άριστες συνθήκες διαβίωσης και διατροφής, τοποθετεί την τυποποίηση στην «καρδιά» των πλάνων της.
Όπως εξηγεί ο ιδιοκτήτης της, Γιώργος Κάββαλος, παρά τις δυσμενείς συνθήκες, η μονάδα, που σήμερα προμηθεύει τις αλυσίδες Μαρινόπουλος, Βασιλόπουλος και Χαλκιαδάκης στην Κρήτη, καθώς και κρεοπωλεία της περιοχής, διερευνά τις σχετικές δυνατότητες, αναμένοντας κάποια θετική ένδειξη στήριξης σε χρηματοδοτικό επίπεδο.
Η οικογενειακή επιχείρηση, που έχει υλοποιήσει επενδύσεις 1,2 εκατ. ευρώ, επικεντρώνεται και στην περαιτέρω βελτίωση της διατροφής των ζώων. Ήδη, οι ενδείξεις για την ποιότητα του κρέατος από την προσθήκη στη διατροφή ιδιοπαραγόμενων ζωοτροφών, ως συμπλήρωμα με την κουνέλινη, αποδίδει εξαιρετικά αποτελέσματα.
Αντιγόνη ζούντα, Νατάσα Φραγκούλη, Βικτωρία Αποστολοπούλου