#23 Κονικλοτροφία : Απαιτήσεις και κόστη
Κρέας νόστιμο, καθαρό και θρεπτικό, αυτό του κουνελιού, με πρωτότυπα και βραβευμένα μεταποιητικά προϊόντα όπως μπιφτέκι, λουκάνικο και κιμά από κουνέλι, δείχνουν ότι δεν είναι αρκετά να κρατήσουν ζωντανή μια εκτροφή με πτώση πάνω από 70% τα τελευταία χρόνια.
Ιδιομορφίες πεπτικού συστήματος και διατροφική συμπεριφορά των κουνελιών
Το κουνέλι ανήκει στα φυτοφάγα μονογαστρικά ζώα και το πεπτικό του σύστημα είναι προσαρμοσμένο στην κατανάλωση χονδροειδών ζωοτροφών (χόρτα, σανοί κ.λπ.), γεγονός που σημαίνει ότι διατρέφεται καλά ακόμα και με σιτηρέσια με υψηλή περιεκτικότητα σε τέτοιες ζωοτροφές. Στη σύγχρονη κονικλοτροφία, όπου κύριος στόχος είναι οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, στα σιτηρέσια ενσωματώνονται και άλλες ζωοτροφές (δημητριακοί καρποί, υποπροϊόντα γεωργικών βιομηχανιών). Πέραν όμως αυτών, η ορθολογιστική κατάρτιση σιτηρεσίων απαιτεί πολύ καλή γνώση των ιδιομορφιών του πεπτικού συστήματος και της διατροφικής συμπεριφοράς των κουνελιών.
Το πεπτικό σύστημα του κουνελιού παρουσιάζει κάποιες ιδιαιτερότητες σε σχέση με άλλα είδη ζώων του ίδιου τύπου πέψης, όπως π.χ. τα άλογα. Επιγραμματικά αυτές οι ιδιομορφίες είναι οι ακόλουθες:
- μικρής χωρητικότητας και κινητικότητας στόμαχος, που έχει σαν αποτέλεσμα τη δυνατότητα κατανάλωσης μικρών ποσοτήτων μόνο τροφής, η οποία δεν υφίσταται καλή μηχανική κατεργασία. Το τελευταίο αντισταθμίζεται από το ότι το κουνέλι είναι πολύ καλός μασητής της τροφής,
- β) ογκώδης χοληδόχος κύστη, που επιτρέπει την ανοχή σιτηρεσίων με μεγάλη περιεκτικότητα σε λίπη και έλαια. Στην πράξη όμως τέτοια σιτηρέσια αποφεύγονται, διότι: i) δεν έχουν πρακτική σημασία στην ανάπτυξη του ζώου, εκτός από μία μικρή βελτίωση του συντελεστή εκμετάλλευσης της τροφής, ii) επηρεάζουν αρνητικά την ποιότητα των συμπήκτων (pellets) της τροφής, δηλαδή τα καθιστούν εύθρυπτα και iii) ενδέχεται να προκαλέσουν χολολιθιάσεις, όταν το επίπεδο των λιπαρών ουσιών υπερβαίνει το 7-8%,
- γ) ογκώδες τυφλό έντερο, το οποίο καταλαμβάνει περίπου το 40% του συνολικού όγκου του πεπτικού συστήματος. Εκεί βρίσκονται εγκατεστημένοι μικροοργανισμοί, οι οποίοι χρησιμοποιούν τα θρεπτικά συστατικά που δεν έχουν απορροφηθεί στο λεπτό έντερο προς ίδιον όφελος (πολλαπλασιασμός των πληθυσμών τους), παράγοντας ταυτόχρονα μεταβολίτες που είναι χρήσιμοι για το κουνέλι. Τα ζυμωτικά φαινόμενα που λαμβάνουν χώρα στο τυφλό έντερο είναι παρόμοιας φύσης με αυτά της μεγάλης κοιλίας των μηρυκαστικών, αλλά μικρότερης έκτασης,
- δ) τυφλοτροφία, η οποία είναι ίσως η πιο σημαντική ιδιαιτερότητα του κουνελιού. Το πεπτικό περιεχόμενο κατά τη διέλευση του από το παχύ έντερο υπόκειται στην επίδραση δύο αντίθετων προς τη ροή του δυνάμεων, οι οποίες συνίστανται σε αντιπερισταλτικές κινήσεις του εγγύς κόλον και ένα αντίθετο ρεύμα νερού. Αυτές οι δύο δυνάμεις διαχωρίζουν τα αδρά από τα λεπτά τεμαχίδια του πεπτικού περιεχομένου. Τα αδρά αποβάλλονται με τη μορφή της σκληρής κόπρου, ενώ τα λεπτά παρασύρονται προς το τυφλό, υφίστανται επιπλέον ζυμώσεις από τους μικροοργανισμούς και αποβάλλονται κυρίως κατά τις πρωινές ώρες με τη μορφή τυφλοτροφής, η οποία είναι πλούσια σε θρεπτικά συστατικά και καταναλώνεται άμεσα από τα κουνέλια. Το φαινόμενο αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό και δεν πρέπει να συγχέεται με την κοπροφαγία ή αλλοτριοφαγία, που συναντάται σε άλλα είδη ζώων και η οποία οφείλεται σε έλλειψη συγκεκριμένων θρεπτικών συστατικών. Η τυφλοτροφία επιτρέπει την αξιοποίηση των προϊόντων που παράγονται κατά τα ζυμωτικά φαινόμενα στο τυφλό έντερο συνεισφέροντας σημαντικά στη θρέψη του ζώου και αν διαταραχθεί δημιουργεί σοβαρά προβλήματα.
Το τυφλό έντερο, όπως γίνεται κατανοητό είναι πολύ σημαντικό στη λειτουργία του πεπτικού συστήματος. Παράγοντες όπως λανθασμένη διατροφή, κακή υγιεινή, ασθένειες ή συνδυασμός αυτών μπορούν να οδηγήσουν στην εμφάνιση πεπτικών διαταραχών, γνωστές ως επιζωοτική εντεροπάθεια των κονίκλων, οι οποίες μειώνουν την παραγωγικότητα των ζώων και όταν εκδηλωθούν σε μεγάλη έκταση αυξάνουν σημαντικά τη θνησιμότητα.
Διαβάστε ακόμη: Εκτροφή κουνελιών στην Ελλάδα
Η διατροφική συμπεριφορά των κουνελιών μεταβάλλεται με την ηλικία. Μετά τον τοκετό καταναλώνουν αποκλειστικά γάλα και σταδιακά από τη 15η ημέρα ηλικίας και μετά περνούν στην ταυτόχρονη κατανάλωση γάλακτος και στερεάς τροφής, μέχρι τον απογαλακτισμό (28 ή 35 ημέρες ηλικίας), πέραν του οποίου διατρέφονται αποκλειστικά με στερεά τροφή. Ο απογαλακτισμός αποτελεί μεγάλη καταπόνηση για τα ζώα, λόγω του ότι το πεπτικό τους σύστημα δεν είναι πλήρως ωριμασμένο. Σε αυτό το στάδιο και μέχρι την 56η περίπου ημέρα ηλικίας απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή, διότι η εσφαλμένη διατροφή μπορεί να αποβεί καταστροφική. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι η κατανάλωση τροφής επηρεάζεται έντονα από τις συνθήκες εκτροφής και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διάθεση νερού. Εάν δεν υπάρχει νερό στη διάθεση των κουνελιών, τότε από κάποιο σημείο και πέρα διακόπτεται η κατανάλωση τροφής με ότι αυτό συνεπάγεται.
Η κατανάλωση τροφής επηρεάζεται και από τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος. Στις χαμηλές θερμοκρασίες περιβάλλοντος αυξάνεται και αντίθετα στις υψηλές μειώνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό, πράγμα το οποίο έχει αρνητικό αντίκτυπο στις αποδόσεις των ζώων. Επιπλέον, τα κουνέλια είναι εκ φύσεως νυκτόβια ζώα και δραστήρια κατά τη σκοτεινή περίοδο της ημέρας. Το 55%-70% της τροφής καταναλώνεται κατά τις βραδινές ώρες.
Ανάγκες σε ενέργεια και θρεπτικά συστατικά
Οι διατροφικές ανάγκες των κουνελιών είναι διαφορετικές για κάθε παραγωγική κατηγορία ζώων (αρσενικά αναπαραγωγά, θηλυκά αναπαραγωγά, αναπτυσσόμενα-παχυνόμενα).
α) Αρσενικά αναπαραγωγά: παρά τη γενική πεποίθηση που υπάρχει γενικά για τα αρσενικά αναπαραγωγής (σε όλα τα είδη ζώων), η διατροφή έχει σημαντική επίδραση στην ποιότητα του σπέρματος. Έχει αποδειχθεί ερευνητικά, ότι η χορήγηση σιτηρεσίων με υψηλό ενεργειακό περιεχόμενο (12 MJ/kg) και αυξημένες αζωτούχες ουσίες (180 g/kg) βελτιώνουν τον αριθμό ανά εκσπερμάτιση, την κινητικότητα και μειώνουν τις μορφολογικές ανωμαλίες των σπερματοζωαρίων, με αποτέλεσμα το σπέρμα να έχει υψηλότερη γονιμοποιητική ικανότητα. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία στην εμπορική κονικλοτροφία που εφαρμόζεται η τεχνητή σπερματέγχυση, διότι από ένα αρσενικό προκύπτουν περισσότερες δόσεις αραιωμένου σπέρματος και έτσι αποφεύγεται το υψηλό κόστος διατήρησης μεγάλων πληθυσμών αρσενικών αναπαραγωγών ζώων.
β) Θηλυκά αναπαραγωγά: είναι η «καρδιά» μίας μονάδας, διότι από τις αποδόσεις τους εξαρτάται η παραγωγή αναπτυσσόμενων-παχυνόμενων κονίκλων που θα δώσουν το τελικό προϊόν, το κρέας. Η διατροφή τους έχει ιδιαίτερη σημασία, λόγω του ότι προκύπτουν σημαντικά προβλήματα από λανθασμένες στρατηγικές διατροφής.
Το κυριότερο πρόβλημα εντοπίζεται στα νεαρά αναπαραγωγά ζώα, δηλαδή κατά τον πρώτο και δεύτερο τοκετό. Σε πολύ εντατικά συστήματα παραγωγής, η γαλουχία συμπίπτει χρονικά με το τελευταίο στάδιο της κυοφορίας, γεγονός που συνεπάγεται πολύ υψηλές ανάγκες σε ενέργεια και θρεπτικά συστατικά.
Λόγω μικρής χωρητικότητας του στομάχου τα ζώα δε μπορούν να καταναλώσουν μεγάλες ποσότητες τροφής για να καλύψουν τις ανάγκες αυτές, βρίσκονται σε αρνητικό ισοζύγιο ενέργειας και αναγκαστικά καταβολίζουν σωματική ύλη. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα δραματικές αλλαγές στη σωματική κατάσταση των ζώων, οι οποίες οδηγούν σε μείωση των αποδόσεων (χαμηλές τοκετοομάδες, μικρή γαλακτοπαραγωγή κ.λπ.).
Το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίζεται πριν την είσοδο των ζώων στην αναπαραγωγή. Χορηγούνται σε αυτά από μικρή ηλικία σιτηρέσια πλούσια σε χόρτα και σανούς με μικρό ενεργειακό περιεχόμενο, που λόγω όγκου προκαλούν τη μεγέθυνση του στομάχου. Έτσι, τα ζώα είναι σε θέση να καταναλώσουν μεγάλες ποσότητες τροφής όταν χρειαστεί. Αυτό το πρόβλημα δεν παρατηρείται συνήθως σε εκτροφές που εφαρμόζουν χαλαρό αναπαραγωγικό σχήμα, διότι σπανίως συμπίπτει η γαλουχία με την κυοφορία.
γ) Αναπτυσσόμενα-παχυνόμενα: οι ανάγκες τους είναι σχετικά χαμηλές σε σύγκριση με άλλα είδη ζώων και καλύπτονται πολύ εύκολα. Το κύριο πρόβλημα στην κατηγορία αυτή εντοπίζεται κυρίως τις πρώτες ημέρες μετά τον απογαλακτισμό. Πρέπει να χορηγούνται σιτηρέσια πλούσια σε ινώδεις ουσίες, με μεγάλη δηλαδή συμμετοχή χονδροειδών ζωοτροφών και μικρή συμμετοχή δημητριακών καρπών για να αποφευχθούν πεπτικές διαταραχές. Προς αυτή την κατεύθυνση, είναι σημαντικό να χρησιμοποιούνται και πρώτες ύλες, όπως τα πίτυρα σίτου και τα στέμφυλα σακχαροτεύτλων (εάν και εφόσον είναι εφικτό) στα σιτηρέσια. Είναι επίσης σημαντικό να γνωρίζουμε ότι η διατροφή επηρεάζει και την ποιότητα του κρέατος. Προσεκτική επιλογή και ποσοτική χρήση ελαίων βελτιώνει το προφίλ των λιπαρών οξέων (μείωση κορεσμένων, αύξηση πολυακόρεστων και ιδιαίτερα των ω-3 λιπαρών οξέων).
Να θυμάστε ότι το κουνελίσιο κρέας έχει μία από τις υψηλότερες διατροφικές αξίες για τον άνθρωπο και ότι η διατροφή του κουνελιού είναι το σημαντικότερο διαθέσιμο εργαλείο στη ζωική παραγωγή για την περαιτέρω βελτίωσή του.
Αντιμέτωποι με πολλά αντικίνητρα
Η προτίμηση των καταναλωτών σε φθηνότερα κρέατα, η ανύπαρκτη υποστήριξη και η άδικη φορολόγηση από την πολιτεία καθώς και οι ελληνοποιήσεις, οδηγούν, σύμφωνα με το ρεπορτάζ της «ΥΧ», την κονικλοτροφία σε αφανισμό.
Μειωμένος κατά 40% παρουσιάζεται ο αριθμός των κουνελιών (περίπου 700 χιλιάδες ζώα) στη χώρα μας, σε σχέση με πριν 2-3 χρόνια, που ο αριθμός τους έφτανε τα 1,2 εκατ., σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Η ίδια εικόνα και στην παραγωγή κρέατος κουνελιών, που παρουσίασε μείωση τα τελευταία χρόνια φτάνοντας στους 1.200 τόνους ενώ οι ανάγκες τις εγχώριας αγοράς ανέρχονται σε περίπου 4.000 τόνους. Με τους ερασιτέχνες κονικλοτρόφους, η παραγωγή στη χώρα αγγίζει περίπου τους 4.000 τόνους.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, πρώτη στην παραγωγή κρέατος κουνελιών βάσει στοιχείων του Παγκόσμιου Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (FAO), έρχεται η Κίνα, όπου κάθε χρόνο σφάζονται περίπου 462 εκατ. ζώα, το 40% της παγκόσμιας παραγωγής (1,2 δισ. κουνέλια).
Στην Ευρώπη των 28, χαρακτηριστικό είναι πως για κάποιες χώρες, όπως η Ιταλία, η Γαλλία και η Ισπανία, η κονικλοτροφεία είναι η δεύτερη πιο δυναμική εκτροφή ζώων. Η Ευρώπη παράγει το 28% της παγκόσμιας συνολικής παραγωγής κρέατος κουνελιών, που ισοδυναμεί με περίπου 340 εκατ. σφάγια ζώων.
Στην κατανάλωση κρέατος κουνελιών, δε, η Ιταλία έχει τα σκήπτρα με 4,4 κιλά/άτομο τον χρόνο και ακολουθεί η Ισπανία με 1,35 κιλά/άτομο και η Γαλλία με 0,93 κιλά/άτομο.
Συρρίκνωση
«Η κονικλοτροφία είναι σε συρρίκνωση ως απόρροια της ανύπαρκτης πολιτικής όπως η υψηλή φορολόγηση και η έλλειψη υποστήριξης. Δε μιλάμε για επιδοτήσεις αλλά τουλάχιστον να μην υπάρχουν αντικίνητρα, όπως η άνιση μεταχείριση στους κονικλοτρόφους», λέει στην «ΥΧ» ο Ανδρέας Τρομπέτας, ιδιοκτήτης της Φάρμας Τρομπέτα από τα Μέγαρα Αττικής. Όπως μας εξηγεί, στην περίοδο της κρίσης, είχε εγκριθεί η καταβολή ενισχύσεων «De minimis», στους παραγωγούς. «Τα κουνέλια, τα οποία εκτρέφονται εξ ολοκλήρου σε κλειστές σύγχρονες σταβλικές εγκαταστάσεις, ήταν το μοναδικό ζώο που εξαιρέθηκε από το συγκεκριμένο πρόγραμμα», λέει χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με τον ίδιο, το κρέας κουνελιού αυτή την στιγμή φτάνει από 7,7 μέχρι 9,5 ευρώ/κιλό ανάλογα με το σημείο πώλησης (συνήθως σε κρεοπωλεία και σούπερ μάρκετ).
«Μέχρι πριν 5 χρόνια, στην Κρήτη υπήρχαν 10 εκτροφείς και τώρα έχουμε μείνει 2», μας λέει ο Γιώργος Κάβαλλος, κονικλοτρόφος και ιδιοκτήτης της Φάρμας Κάβαλλος στο Ηράκλειο. Σε αυτήν την κατάσταση υπεύθυνο είναι και «το κράτος, καθώς δεν πραγματοποιεί τους απαραίτητους ελέγχους σε σούπερ μάρκετ και καταστήματα για εισαγωγή και ελληνοποίηση φθηνών κουνελιών από χώρες όπως η Ιταλία», προσθέτει. Και συνεχίζει: «Στην Ιταλία, οι εκτροφείς κουνελιών παίρνουν μέχρι και επίδομα εξαγωγών, οπότε όταν υπάρχει πλεόνασμα, τα στέλνουν στην Ελλάδα σε πολύ χαμηλές τιμές». Χαρακτηριστικό της πτώσης, όπως μας αναφέρει ο ιδιοκτήτης του εκτροφείου από την Κρήτη, «μέχρι το 2011 έσφαζα περίπου 1.000 κουνέλια την εβδομάδα και τώρα έχουμε πέσει στα 300. Πτώση της τάξεως του 70%».
Κόστος
Ένα κουνέλι για να παραχθεί και μέχρι να φτάσει στο σφαγείο (περίπου 3 μήνες μετά), θέλει από 14-17 κιλά τροφή (κόστος 40-45 λεπτά/κιλό) μαζί με τη σειρά παραγωγής (του γονείς του), μας ενημερώνει ο κ. Κάβαλλος. «Οι πιο συνηθισμένες ράτσες εκτροφής είναι αυτή της Νέας Ζηλανδίας και της Καλιφόρνια, όπου αγοράζεις ώριμα (παππού και γιαγιά), με κόστος από 150 έως 230 ευρώ ανά κουνέλι, σου δίνουν μητέρα και πατέρα και τελικά εμπορεύεσαι την τρίτη γενιά», συμπληρώνει. «Η μονάδα μου έχει άδεια για 500 φωλιές (κονικλομητέρες μαζί με τα παράγωγά τους), ενώ έχω κατασκευάσει και δικό μου σφαγείο με συνολικό κόστος 1,2 εκατ. ευρώ. Στα λειτουργικά κόστη, δε, πρέπει να προστεθούν «το ρεύμα (απαιτείται κλιματισμός χειμώνα-καλοκαίρι), οι ασφάλειες, τα πετρέλαια διανομής, τα εμβόλια, ενώ τα κλουβιά-εισαγωγής από Γαλλία-κοστίζουν 300 ευρώ το καθένα. Είχαμε μπει σε αναπτυξιακό πρόγραμμα το 2002 και πήραμε επιδότηση 30% του συνολικού κόστους της κατασκευής της μονάδας».
Κατάλληλες εγκαταστάσεις
Για την αποδοτικότητα της εκτροφής σημαντικό ρόλο παίζουν τόσο οι εγκαταστάσεις της μονάδας εκτροφής όσο και οι συνθήκες διατήρησης των ζώων, οι οποίες αφορούν τη θερμοκρασία, την υγρασία τον κατάλληλο αερισμό και τον φωτισμό που επικρατούν, τις συνθήκες υγιεινής, καθώς και την επάρκεια και την καταλληλόλητα των χώρων.
Τα κατάλληλα επίπεδα υγρασίας κυμαίνονται από 40%-70%, για κανονικές θερμοκρασίες, ενώ οι ιδανικές θερμοκρασίες για την ανάπτυξη και την αναπαραγωγή των κουνελιών πρέπει να είναι μεταξύ 15-21 ΟC. Απαραίτητος είναι ο καλός αερισμός των εγκαταστάσεων, ενώ και ο φωτισμός είναι κρίσιμος για τη γονιμότητα των ζώων.
Ο εξοπλισμός αποτελείται από τα κλουβιά (συρμάτινα συνήθως σε κλωβοστοιχίες), τις φωλιές, τις ταΐστρες, τις ποτίστρες, τα συστήματα απομάκρυνσης των περιττωμάτων, αερισμού και φωτισμού. Σε όλες τις εγκαταστάσεις, πρέπει να τηρούνται οι κανόνες υγιεινής και ασφάλειας για τη διαβίωση του ζώου, ενώ οι χώροι πρέπει να διαμορφώνονται κατάλληλα ανάλογα με το μέγεθός του.
Επιμέλεια – Συντονισμός έκδοσης: Κυριάκος Λάμπρου
Γράφουν: Γεώργιος Παπαδομιχελάκης, Επίκ. Καθηγητής στη Διατροφή Ζώων, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο ΑΘηνών, Εργαστήριο Φυσιολογίας Θρέψεως & Διατροφής