Τα λιπάσματα, το υψηλό κόστος και οι δασμοί

Πως ο αγροτικός τομέας (και της Ελλάδας) θα μπορούσε να γίνει πιο ανταγωνιστικός

Τα λιπάσματα, το υψηλό κόστος και οι δασμοί
Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, για παράδειγμα, το τελευταίο δωδεκάμηνο οι τιμές λιπασμάτων στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 2,6%. Αντίθετα, την ίδια περίοδο, οι διεθνείς τιμές λιπασμάτων μειώθηκαν στο μισό.

Τις τελευταίες ημέρες, ο τομέας των λιπασμάτων απέκτησε δημοσιότητα. Όχι, όμως, γιατί βρισκόμαστε σε περίοδο λιπάνσεων. Τη Δευτέρα 14 Μαρτίου, για παράδειγμα, κατά τις κινητοποιήσεις των αγροτικών φορέων σε πολλές πρωτεύουσες της Ευρώπης για την ανάγκη στήριξης της αγοράς γάλακτος, διάφορες οργανώσεις, όπως η COPA, ζήτησαν τη λήψη μέτρων μείωσης του κόστους παραγωγής της κτηνοτροφίας. Ως ιδιαίτερα σημαντικό μέτρο έκριναν τη μείωση του κόστους ζωοτροφών, μέσω της άμεσης κατάργησης των δασμών εισαγωγής και τη λειτουργία του ανταγωνισμού στα λιπάσματα. Το θέμα αυτό αναδείχθηκε πριν από λίγες εβδομάδες από ειδική έκθεση ιρλανδικού ινστιτούτου για την αγορά λιπασμάτων στην ΕΕ.

Η εξάλειψη των δασμών

Σύμφωνα με την έκθεση αυτή, η ΕΕ εισάγει περίπου το 1/6 των αναγκών της για λιπάσματα. Για να προστατέψει την ευρωπαϊκή βιομηχανία λιπασμάτων, επιβάλλει δασμούς εισαγωγής, οι οποίοι μάλιστα στην περίπτωση της Ρωσίας είναι ιδιαίτερα αυξημένοι. Αποτέλεσμα αυτών των επιλογών, είναι η διατήρηση των τιμών που καταβάλλει ο Ευρωπαίος αγρότης σε υψηλά επίπεδα σε σύγκριση με τις ισχύουσες τιμές άλλων χωρών, καθιστώντας τον συχνά μη ανταγωνιστικό. Για παράδειγμα, η λίπανση υπολογίζεται ότι συμβάλλει κατά 25% στη διαμόρφωση του καλλιεργητικού κόστους σιτηρών, ζωοτροφών κ.λπ. Η μελέτη υπολογίζει ότι, αν καταργηθούν οι δασμοί εισαγωγής και ο προστατευτισμός, η αγορά θα αναγκαστεί να λειτουργήσει πιο ανταγωνιστικά. Επιπλέον, η μείωση των εσόδων τόσο του Δημοσίου από την κατάργηση δασμών, όσο και των λιπασματοβιομηχανιών από μείωση τιμών, θα αντισταθμιστεί πολλαπλάσια από τα άμεσα οφέλη του αγροτικού τομέα, που θα ανέλθουν στα 920 εκατ. ευρώ περίπου.

Το ελληνικό πρόβλημα

Το εύρος του ελληνικού προβλήματος, ωστόσο, είναι πολύ μεγαλύτερο. Όπως προκύπτει από την έκθεση του παγκόσμιου οργανισμού παρακολούθησης ΑΜIS για τις μεγάλες καλλιέργειες, οι τιμές λιπασμάτων που διαμορφώνονται στην Ελλάδα κινούνται σε εντελώς διαφορετική λογική από τις αντίστοιχες διεθνείς.

Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, για παράδειγμα, το τελευταίο δωδεκάμηνο οι τιμές λιπασμάτων στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 2,6%. Αντίθετα, την ίδια περίοδο, οι διεθνείς τιμές λιπασμάτων μειώθηκαν στο μισό. Αυτά τα φαινόμενα συμβάλλουν στην παγίωση μιας ιδιαίτερα επικίνδυνης κατάστασης. Την προηγούμενη εβδομάδα, ο Σύνδεσμος Παραγωγών και Εμπόρων Λιπασμάτων (ΣΠΕΛ) ανακοίνωσε μια ιδιαίτερα αρνητική εξέλιξη. Η κατανάλωση λιπασμάτων το 2015 μειώθηκε κατά 10% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Η πτώση της κατανάλωσης κάτω από το φράγμα των 700 εκατομμυρίων τόνων γυρίζει τη γεωργία πολλά χρόνια πίσω. Όπως ορθά τονίζει ο ΣΠΕΛ, η υπολίπανση μειώνει την παραγωγικότητα και τις αποδόσεις των εδαφών. Ωστόσο, η πτωτική πορεία της λίπανσης δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της κρίσης ή της έλλειψης οικονομικής ρευστότητας, αλλά οφείλεται και στις τεράστιες αποκλίσεις των τιμών στην Ελλάδα σε σύγκριση με τις ευρωπαϊκές και τις διεθνείς. Όσο δεν εξυγιαίνεται η αγορά αυτή, θα συνεχίζουμε να είμαστε παρατηρητές της παραγωγικής μας υποβάθμισης.

Ν. Λάππας