Οι άνθρωποι του κρασιού, στις όχθες της Βεγορίτιδας

Ο Θεσσαλονικιός οινολόγος και συνιδιοκτήτης του Κτήματος Άλφα μάς μιλάει για τις μεγάλες εξαγωγικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες οινοποιοί σε καιρό κρίσης και εξηγεί γιατί τέλειο κρασί, ουσιαστικά, δεν υπάρχει...

Οι άνθρωποι του κρασιού, στις όχθες της Βεγορίτιδας

Το ΚΤΗΜΑ ΑΛΦΑ βρίσκεται στην περιοχή Αμυνταίου Φλώρινας, στο βορειοδυτικό άκρο της Ελλάδας. Ιδρύθηκε το 1997 απο τον έμπειρο αμπελουργό Μάκη Μαυρίδη και τον χημικό-οινολόγο Άγγελο Ιατρίδη, ο οποίος έχοντας δραστηριοποιηθεί σε πολλά μέρη της Ελλάδας επέλεξε τον Αμυνταίο για να δημιουργήσει το δικό του κρασί.

Οι άνθρωποι του κρασιού, στις όχθες της ΒεγορίτιδαςΟ Θεσσαλονικιός οινολόγος και συνιδιοκτήτης του Κτήματος Άλφα μάς μιλάει για τις μεγάλες εξαγωγικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες οινοποιοί σε καιρό κρίσης και εξηγεί γιατί τέλειο κρασί, ουσιαστικά, δεν υπάρχει…

Ο πρόσφυγας παππούς του, ένας ζαχαροπλάστης που ήρθε στη Θεσσαλονίκη από την Κωνσταντινούπολη μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, του κληροδότησε την επιθυμία να ριζώσει κάπου, να δημιουργήσει και να προκόψει. Ο επίσης ζαχαροπλάστης πατέρας του τον έμαθε να αγαπάει τις γεύσεις. «Περνούσα ώρες ολόκληρες στο εργαστήριό του κι εκείνος με εκπαίδευε στο να ξεχωρίζω τα αρώματα και τα συστατικά κάθε γλυκού», λέει σήμερα ο Άγγελος Ιατρίδης, που έμελλε να συνδυάσει όσα διδάχθηκε -ως γιος και εγγονός- στο χώρο του κρασιού.

Το 1997, μαζί με τον συνεταίρο του αμπελουργό Μάκη Μαυρίδη, αγόρασαν τα πρώτα 330 στρέμματα στο Αμύνταιο, μια περιοχή ευλογημένη εδαφολογικά και κλιματικά -στη σκιά των μεγάλων ορεινών όγκων του Καϊμακτσαλάν και του Βιτσίου και δίπλα στις λίμνες Πετρών και Βεγορίτιδα-, και έκαναν τις πρώτες φυτεύσεις. Ο νεαρός τότε Άγγελος είχε βρει τον τόπο που αναζητούσε και λίγα χρόνια μετά είδε ένα ακόμη όνειρό του να γίνεται πραγματικότητα: ένα υπερσύγχρονο οινοποιείο, το οποίο, στα χρόνια που θα ακολουθούσαν, έμελλε να ταυτιστεί με το ποιοτικό ελληνικό κρασί – το Κτήμα Άλφα.

Οι άνθρωποι του κρασιού, στις όχθες της Βεγορίτιδας

Πώς και ξεφύγατε από την παράδοση της οικογένειας στη ζαχαροπλαστική;

Δεν ξέφυγα, πάντως, από το πάθος μου για τα γλυκά! (γελάει) Ο αδελφός μου παρέλαβε και συνεχίζει την επιχείρηση του πατέρα μας. Εγώ σπούδασα χημικός στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και, στα τελευταία έτη των σπουδών μου, ένας εμπνευσμένος καθηγητής Οινολογίας, ο κ. Σουλής, με μύησε στην επιστήμη του οίνου, μου μετέδωσε το «μικρόβιο». Έφυγα λοιπόν για μεταπτυχιακά στο Μπορντό. Εκεί ποτίστηκα για τα καλά με το κρασί. Όταν ο διευθυντής της σχολής μάς έδινε τα πτυχία, μας είπε: «Εδώ δεν φτιάχνουμε οινολόγους, αλλά ανθρώπους του κρασιού». Κάθε μέρα που περνάει από τότε, συνειδητοποιώ πόσο δίκιο είχε. Μέσα σε αυτόν το χώρο έχω αλλάξει νοοτροπία, κουλτούρα, φιλοσοφία για τη ζωή, γενικότερα. Γιατί στη δουλειά μας όλα ξεκινούν από τη γη: τη διαμορφώνεις με την εμπειρία και τη γνώση σου, αλλά και τα εργαλεία που σου δίνει η επιστήμη, και διαμορφώνεις ένα προϊόν που δεν μοιάζει με κανένα άλλο. Δεν είναι αυτό ένα είδος καλλιτεχνικής δημιουργίας;

Τι σας έχει διδάξει, λοιπόν, όλα αυτά τα χρόνια το αμπέλι;

Να αντιστέκομαι στον κακό μου εαυτό. Πολλές φορές τον πιάνω να αναζητά την ευκολία, να βιάζεται, να στενοχωριέται για πράγματα που δεν μπορούν να αλλάξουν, να απογοητεύεται.

Ανθρώπινα δεν είναι κι αυτά;

Ναι, αλλά, όταν είσαι άνθρωπος της παραγωγής, πρέπει να λειτουργείς με άλλους όρους, να είσαι υπομονετικός. Εγώ, ειδικά στην αρχή, με την ορμή της νιότης μου, ήθελα όλα να γίνουν… χθες. Το αμπέλι με ωρίμασε. Έμαθα να ακολουθώ τους δικούς του ρυθμούς – αφού εκείνο δεν υπήρχε περίπτωση να ακολουθήσει τους δικούς μου. (γελάει)

Οι άνθρωποι του κρασιού, στις όχθες της ΒεγορίτιδαςΝα γυρίσουμε λοιπόν στην αρχή, στα πρώτα στρέμματα που αγοράσατε στο Αμύνταιο. Πόσο δύσκολο ήταν το εγχείρημα;

Όσο δεν φαντάζεστε. Ο αμπελώνας μας εκτείνεται σήμερα σε 690 στρέμματα και τον αποκτήσαμε με περισσότερα από 80 συμβόλαια. Στις περισσότερες περιπτώσεις, υπήρχαν παραπάνω από έναν ιδιοκτήτες – άλλος στην Αμερική, άλλος στην Αυστραλία. Καταλαβαίνετε τι γραφειοκρατία υποστήκαμε. Ευτυχώς, τις διαδικασίες αυτές τις χειρίστηκε με τη σύνεση και την εμπειρία που διαθέτει ο Μάκης Μαυρίδης, ο άνθρωπος που με βοήθησε να κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα.

Εκείνος, αμπελουργός δεύτερης γενιάς και φορέας της παράδοσης. Εσείς, ένας επιστήμων. Υπήρξαν διαφορετικές προσεγγίσεις που οδήγησαν σε συγκρούσεις;

Κάθε άλλο! Αυτές οι δύο «φύσεις» συνδυάστηκαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Κοινός μας στόχος, άλλωστε, ήταν η δημιουργία.

Τι είχατε στο μυαλό σας όταν άρχισε να φτιάχνεται το κτήμα;

Μια πολύ συγκεκριμένη εικόνα: κτήμα για μένα σημαίνει ότι δεν αγοράζουμε σταφύλια από άλλους παραγωγούς, ότι όλα τα αμπέλια βρίσκονται γύρω από το οινοποιείο και ότι το οινοποιείο έχει τις καλύτερες προδιαγραφές, ώστε να «χαϊδεύεται» το σταφύλι όταν μπαίνει στην αλυσίδα της παραγωγής.

Οι άνθρωποι του κρασιού, στις όχθες της ΒεγορίτιδαςΌλα στον υπερθετικό βαθμό τα θέλατε…

Μα δεν γίνεται διαφορετικά. Είναι τόσο μεγάλος ο ανταγωνισμός, που πρέπει διαρκώς να βελτιώνεσαι, να βρίσκεις ακόμη και τις πιο μικρές λεπτομέρειες, που συχνά σου διαφεύγουν, να τις διορθώνεις και να φτάνεις στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Αυτό, βέβαια, στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει ποτέ. Πάντα κάτι επιπλέον θα χρειάζεται, ένα ακόμη βήμα θα πρέπει να κάνεις. Τέλειο κρασί ουσιαστικά δεν υπάρχει. Κι αυτή είναι ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση για όποιον ασχολείται με αυτό.

Ποιότητα και όχι ποσότητα, λοιπόν;

Έτσι το βλέπουμε εμείς. Γι’ αυτό και κάθε χρόνο, πριν από τον τρύγο, κόβουμε και πετάμε τα πιο αδύναμα τσαμπιά. Τα θυσιάζουμε, δηλαδή, για να αυξηθεί η ποιότητα των υπολοίπων. Παράγουμε ετησίως γύρω στις 300.000 φιάλες. Αν δεν δίναμε τόση έμφαση στη λεπτομέρεια, η παραγωγή μας μπορεί να έφτανε και το ένα εκατομμύριο φιάλες. Όπως καταλαβαίνετε, όμως, δεν θα επρόκειτο για το ίδιο κρασί.

Σε ποιες ποικιλίες έχετε ρίξει το βάρος σας;

Το Syrah είναι η κυρίαρχη ποικιλία, η ραχοκοκαλιά του αμπελώνα μας, με ποσοστό περίπου 60%. Έχουμε ακόμη Merlot, Sauvignon Blanc, Μαλαγουζιά και Gewürztraμiner. Και, φυσικά, Ξινόμαυρο, σε αμπέλια έως και ενενήντα ετών. Τα βρήκαμε φυτεμένα όταν αγοράσαμε τις εκτάσεις και τα διατηρήσαμε.

Και το Tannat; Έμαθα πως του έχετε ιδιαίτερη αδυναμία…

Πράγματι, είναι μια ποικιλία στην οποία αφιέρωσα πολύ χρόνο και ενέργεια. Ήμουν φοιτητής στο Μπορντό όταν δοκίμασα για πρώτη φορά κρασί από Tannat. Eντυπωσιάστηκα από τη δομή και το βάθος του. Χρειάστηκε, βέβαια, μία δεκαετία για να βρει τον… καλό της εαυτό στο Αμύνταιο, αλλά άξιζε τον κόπο.

Ποια ήταν η πρώτη νίκη για το Κτήμα Άλφα;

Όταν δύο μύθοι του κρασιού, οι οινοκριτικοί Τζάνσις Ρόμπινσον και Ρόμπερτ Πάρκερ, ασχολήθηκαν μ’ εμάς και έδωσαν πολύ υψηλές βαθμολογίες στα κρασιά μας. Αυτό σήμαινε πολλά. Κατ’ αρχάς, μας άνοιξε το δρόμο για την κινεζική και τη ρωσική αγορά. Αλλά ήταν μια νίκη και για το ελληνικό κρασί γενικότερα. Αν σκεφτεί κανείς ότι είμαστε μόλις το 0,5% της παγκόσμιας παραγωγής…

Μια και το αναφέρατε, τι γίνεται με τις εξαγωγές ελληνικού κρασιού; Θα ξεπουλήσετε όλοι στους Κινέζους;

Παρουσιάζει πολλές ιδιαιτερότητες η κινεζική αγορά. Μπορεί να μην έχει τις υποδομές των δυτικών αγορών, αλλά το «Made in Greece» έχει εκεί μια θετική εικόνα, η οποία δυστυχώς -ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας-, δεν υπάρχει πουθενά αλλού. Ό,τι έρχεται από την Ελλάδα θεωρείται εξ ορισμού ποιοτικό. Οπότε, όπως καταλαβαίνετε, οι συνθήκες που δημιουργούνται είναι ιδιαίτερα ευνοϊκές.

Εσείς εξάγετε κρασιά σας στην Κίνα; Γιατί δεν το έχετε διαφημίσει;

Φυσικά και εξάγουμε, κυρίως κόκκινα. Τα λευκά σχεδόν δεν θέλουν να τα ακούσουν, αν και στυλιστικά ταιριάζουν πιο πολύ στην κουζίνα τους. Γιατί δεν το προβάλλουμε ως επιτυχία; Επειδή η φιλοσοφία μας δεν έχει να κάνει με την αυτοπροβολή ούτε με κινήσεις εντυπωσιασμού, αλλά ουσίας. Από την αρχή αποφασίσαμε πρώτα να χτίσουμε την ποιότητα των κρασιών μας κι έπειτα τη φήμη μας. Κι έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας· το 2003, άλλωστε, ήταν η πρώτη μας εμπορική χρονιά. Επιπλέον, η υπερέκθεση πολλές φορές σε προδίδει…

Τι άλλα συμπεράσματα έχετε βγάλει από την εξαγωγική σας δραστηριότητα;

Έχουμε μάθει πολλά και χρήσιμα για τη συμπεριφορά των καταναλωτών κάθε χώρας σε σχέση με το κρασί. Οι Ευρωπαίοι, για παράδειγμα, στην πλειονότητά τους είναι πολύ συντηρητικοί. Εμπιστεύονται πιο εύκολα ένα γαλλικό, ιταλικό ή ισπανικό κρασί. Οι Αμερικανοί βρίσκονται στον αντίποδα. Θέλουν να δοκιμάζουν κάθε φορά κάτι διαφορετικό, αναζητούν καθετί «εξωτικό». Οι Ρώσοι εκτιμούν την ποιότητα και είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν γι’ αυτήν. Όσο για τη γερμανική αγορά; Υπάρχει βέβαια το ελληνικό στοιχείο, που μας στηρίζει, αλλά τον τελευταίο καιρό η δυσπιστία των Γερμανών καταναλωτών ολοένα και μεγαλώνει. Προσπαθούμε κάθε φορά να αποδείξουμε ότι δεν είμαστε… ελέφαντες!

Οι άνθρωποι του κρασιού, στις όχθες της ΒεγορίτιδαςΕντός συνόρων πώς είναι η κατάσταση; Το χύμα επελαύνει…

Είναι αλήθεια. Η κρίση σίγουρα οδηγεί τον καταναλωτή σε φθηνότερες επιλογές, ένα κρασί όμως πρέπει να έχει όνομα και επώνυμο. Έχοντας συνεργαστεί ως σύμβουλος οινολόγος με πάρα πολλά οινοποιεία, πριν δημιουργηθεί το Κτήμα Άλφα, έχω δει τους συμβιβασμούς που κάνουν όσοι φτιάχνουν χύμα. Οι άνθρωποι του εμφιαλωμένου κρασιού είναι εκείνοι που παράγουν κουλτούρα.

Ποιο είναι το αγαπημένο σας κρασί, κύριε Ιατρίδη;

Κακά τα ψέματα, κρασί είναι το κόκκινο! Το λευκό μπορεί να είναι δροσερό, αρωματικό, ευχάριστο, ενίοτε και τσαχπίνικο. Το ερυθρό, όμως, είναι εκείνο που δείχνει τη σοβαρότητα μιας δουλειάς. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το τρυγάς το Σεπτέμβριο και βγαίνει στην αγορά έπειτα από τέσσερα χρόνια. Στο διάστημα αυτό το παρακολουθείς διαρκώς, βλέπεις πώς εξελίσσεται, κάνεις διορθωτικές κινήσεις, ασχολείσαι με τα βαρέλια, με τις δεξαμενές. Ο οινοποιός περνάει πολύ χρόνο με το κόκκινο κρασί και δένεται μαζί του.

Τι είναι, τελικά, για σας το Κτήμα;

Η ζωή μου! Κάθε απόγευμα κάνω έναν μεγάλο περίπατο ανάμεσα στα αμπέλια. Περπατώ και βλέπω στο βάθος τη Βεγορίτιδα. Ξέρετε, ηρεμεί ο άνθρωπος όταν το βλέμμα του έχει τόσο μεγάλο ορίζοντα. Εκεί παίρνω όλες τις σημαντικές αποφάσεις. Εκεί ετοιμάζω κάθε επόμενη κίνηση. Είναι μια αναζωογονητική, καθαρά ψυχαναλυτική, διαδικασία.

Πηγή:oinoxoos.net