Τα οφέλη της παραγωγής βιοαερίου από κτηνοτροφικά απόβλητα

Ένας θησαυρός θαμμένος στην… κοπριά

Τα οφέλη της παραγωγής βιοαερίου από κτηνοτροφικά απόβλητα

Ένα σημαντικό δυναμικό, με πολλαπλά οφέλη για τον πρωτογενή τομέα -και όχι μόνο-, κρύβεται στα κτηνοτροφικά απόβλητα, εφόσον αξιοποιηθούν στην κατεύθυνση της παραγωγής βιοαερίου, ως Ανανεώσιμη Πηγή Ενέργειας.

Το βιοαέριο παράγεται από την αναερόβια χώνευση κτηνοτροφικών, κυρίως υποπροϊόντων, δηλαδή τα λύματα των χοιροστασίων, των πτηνοτροφείων, των βουστασίων καθώς και άλλων αγροτοβιομηχανικών μονάδων, όπως σφαγεία, τυροκομεία, ιχθυοτροφεία κ.λπ., τα λύματα των βιολογικών καθαρισμών από ενεργειακά φυτά (σόργο, καλαμπόκι) και από την αποσύνθεση του οργανικού κλάσματος απορριμμάτων.

Το βιοαέριο αποτελεί πράγματι μια ελπιδοφόρα μορφή ΑΠΕ, με θετική επίδραση σε πολλά επίπεδα, αν και προς το παρόν έχει ελάχιστη εφαρμογή και χαμηλή ανταπόκριση.

Οι θετικές συνέπειες της αξιοποίησης των κτηνοτροφικών αποβλήτων για την παραγωγή βιοαερίου δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Έχουν γίνει αντιληπτές τόσο από ομάδες παραγωγών όσο και από επενδυτές. Η λειτουργία μονάδων βιοαερίου σε αγροτοκτηνοτροφικές περιοχές μπορεί να αποφέρει άμεσα αποτελέσματα υπέρ της τοπικής οικονομίας, ιδίως για τις κτηνοτροφικές μονάδες, όπως απαλλαγή από κόστη επένδυσης βιολογικών καθαρισμών και διαχείρισης κτηνοτροφικών αποβλήτων, μείωση του κόστους διατροφής των ζώων με τη χρήση των παραγόμενων λιπασμάτων για τα σιτηρέσια, εξασφάλιση χώρου για άλλες δραστηριότητες κ.λπ.

Οφέλη μπορούν να προκύψουν συνολικά για τη γεωργία, με την αυξημένη απόδοση λίπανσης αλλά και την εξοικονόμηση χρημάτων στην παραγωγή σιτηρέσιου -όπως προαναφέρθηκε- που αποτελούν σημαντικούς παράγοντες του αυξημένου κόστους εισροών, την ανάπτυξη θερμοκηπίων (θερμότητα-λίπασμα) κ.ά.

Σε ευρύτερη κλίμακα, ιδιαίτερα σημαντική μπορεί να είναι η συνεισφορά στη μείωση της ρύπανσης (συμπεριλαμβανομένων οσμών και οπτικής ρύπανσης) από ζωικά απόβλητα, στην απεξάρτηση της χώρας από ορυκτά καύσιμα, στη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, στη συνεισφορά στη σταθερότητα του ηλεκτρικού δικτύου, στις επιδράσεις δημιουργίας μονάδων, στη μικροοικονομία των περιοχών εγκατάστασης (απασχόληση, κινητοποίηση παράπλευρων οικονομικών δραστηριοτήτων) κ.λπ.

ΚΑΠΕ: Έλλειψη ουσιαστικής πολιτικής διαχείρισης αποβλήτων

Η προϊσταμένη του τμήματος βιομάζας του ΚΑΠΕ Τα οφέλη της παραγωγής βιοαερίου από κτηνοτροφικά απόβλητα(Κέντρο Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας), Μ. Χρήστου, επισημαίνει, καταρχάς, ότι πρόκειται για απόβλητα ρυπογόνα και μολυσματικά, που σήμερα, κατά κύριο λόγο, αποτίθενται ανεξέλεγκτα στο περιβάλλον, ενώ μπορούν να δώσουν ενέργεια και περιβαλλοντικές λύσεις, εφόσον υπάρξει σχετική πολιτική διαχείρισής τους. Εξηγεί ότι η παραγωγή βιοενέργειας ξεκινά από τον πρωτογενή τομέα και πάλι καταλήγει σε αυτόν, παρέχοντας σημαντικά οφέλη στους παραγωγούς και αποδίδοντας, πέραν της κάλυψης ενεργειακών αναγκών, πολύ καλής ποιότητας λίπασμα, ακόμα και νερό, που στην ουσία κατευθύνονται στη γεωργία και κατ’ επέκταση στις τοπικές κοινωνίες.

Ο υπεύθυνος δέσμης έργων βιοαερίου στο ΚΑΠΕ, Χ. Ζαφείρης, τονίζει ότι για να δουλέψει το έργο της βιομάζας είναι απαραίτητος ο πρωτογενής τομέας, ενώ η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι πρόκειται για μια διαδικασία από την οποία «κερδίζουν όλοι». Αναφέρει ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην ΕΕ χωρίς ουσιαστική πολιτική διαχείρισης αποβλήτων, συμπεριλαμβανομένων και των κτηνοτροφικών, κάτι που πρέπει να αλλάξει άμεσα.

Επισημαίνει ότι οι δυνατότητες είναι πολύ μεγάλες, καθώς η χώρα μας διαθέτει αξιόλογο δυναμικό αδιάθετων οργανικών αποβλήτων. Υπάρχουν πάνω από 20 εκατ. τόνοι, που μεταφράζονται σε περισσότερα από 350 MWh.

Oφέλη της παραγωγής βιοαερίου
Ένας θησαυρός θαμμένος στην… κοπριά

Με βάση τη διεθνή εμπειρία, σημειώνει, υπάρχουν δύο «σχολές» για τη διαχείριση των κτηνοτροφικών απορριμμάτων: Οι μικρές, αυτόνομες μονάδες (Γερμανία) ή οι μεγάλες μονάδες που συλλέγουν από πολλούς παραγωγούς την πρώτη ύλη (Δανία). Και στα δύο «μοντέλα», το υψηλό κόστος αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα, καθώς στις μικρού μεγέθους μονάδες, που μπορούν να αναπτυχθούν και από μεμονωμένους κτηνοτρόφους, αλλά και σε επίπεδο συνεταιρισμών, η δαπάνη είναι μεγάλη, ενώ στις μεγάλες μονάδες σημαντική επιβάρυνση προέρχεται από τα έξοδα μεταφοράς. Χαρακτηριστικά, αναφέρει ότι για 100 κιλοβατώρες χρειάζονται 700.000 ευρώ, ενώ για 500 περί τα 2 εκατ. και για 1 MW 4-5 εκατ. ευρώ (περίπου 4.000-5.000 ευρώ ανά κιλοβατώρα).

Σε αυτό το πλαίσιο, πράγματι η χρηματοδότηση αποτελεί ζητούμενο, που μπορεί όμως να καλυφθεί τόσο μέσω επιδοτούμενων προγραμμάτων (ΕΣΠΑ, ΠΑΑ κ.λπ.) όσο και από επενδυτικά κεφάλαια. Πάντως, σύμφωνα με τον Χ. Ζαφείρη, είναι αναγκαίο να υπάρξει ένα σαφές θεσμικό πλαίσιο που θα διέπει την παραγωγή βιομάζας, αλλά εξίσου σημαντική θεωρεί και την ενημέρωση των τοπικών κοινωνιών που αντιστέκονται, κυρίως λόγω έλλειψης επαρκούς ενημέρωσης για τα οφέλη από τη δημιουργία σχετικών μονάδων και τη «δαιμονοποίηση» της έννοιας των αποβλήτων.

Σήμερα, αναφέρει, υπάρχουν τέσσερις μονάδες, συνολικά 2,7 μεγαβάτ, δύο στη Βέροια, μία στη Λάρισα και μια στα Μέγαρα, ενώ για παράδειγμα στη Θεσσαλονίκη, που αποτελεί την περιοχή με τα περισσότερα απόβλητα στην χώρα (2 εκατ. τόνοι) δεν υπάρχει, προς το παρόν, ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο περίφημος «νόμος Μπιρμπίλη», του 2010 (3851), έδωσε σοβαρότατο κίνητρο για την αξιοποίηση των δυνατοτήτων παραγωγής, ανεβάζοντας την τιμή της παραγόμενης ενέργειας από βιομάζα στα 220 ευρώ/Mwh από τα μόλις 80 ευρώ -κάτι που θα επέτρεπε ταχύτερη απόσβεση της επένδυσης- κινητοποιώντας, σε πρώτη φάση, σχετικό επενδυτικό ενδιαφέρον: 241 αιτήσεις για 2.000 Mwh. Ωστόσο, η κρίση που ακολούθησε, με τις γνωστές συνέπειες σε όλη την οικονομική δραστηριότητα, οδήγησε τελικά σε «πάγωμα» των σχετικών πρωτοβουλιών.

Αντιγόνη Ζούντα