Σουλτανίνα Κρήτης και με τη βούλα

Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη για το προϊόν σε πείσμα της... Τουρκίας

της Κάλιας Πετσαλάκη

Μετά από πέντε χρόνια διεκδικήσεων και μια ένσταση της Τουρκίας, που απείλησε άμεσα το προϊόν, η Ελλάδα πλέον διαθέτει μια νέα Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη για τη σταφίδα Σουλτανίνα της Κρήτης, που ενέκρινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η προσπάθεια ξεκίνησε το 2011, με εμπνευστή τον τότε πρόεδρο της ΚΣΟΣ, τον αείμνηστο Μανώλη Γαβαλά, ο οποίος οραματίστηκε μια νέα εποχή για το «χρυσάφι» της Κρήτης, που τα τελευταία χρόνια ακολουθεί σταθερά πτωτική πορεία. Όπως εξηγεί ο διευθύνων σύμβουλος της Proactive AΕ, Νίκος Μπουνάκης, ο οποίος ανέλαβε για λογαριασμό της ΚΣΟΣ να εκπονήσει τη μελέτη και να την καταθέσει στην επιτροπή, «ήταν μια μεγάλη επιτυχία.

Η διαδικασία διήρκησε περίπου πέντε χρόνια και, λίγο πριν από την έγκριση, ασκήθηκε βέτο από την πλευρά της Τουρκίας, που ισχυρίστηκε ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να χρησιμοποιεί τον όρο ‘‘Σουλτανίνα’’ ως Προϊόν Γεωγραφικής Ένδειξης, αιτούμενη να μην κατοχυρωθεί η σταφίδα ως προϊόν ΠΓΕ ΚΡΗΤΗΣ. Μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις και τεκμηρίωση των θέσεών μας, καταφέραμε να κατοχυρωθεί η κρητική σταφίδα Σουλτανίνα ως προϊόν Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης, που, υπό προϋποθέσεις και σωστό σχεδιασμό, θα μπορούσε να αποτελέσει την αναγέννηση του προϊόντος».

Για το προϊόν ο πρόεδρος της ΚΣΟΣ, Γιώργος Χαιρέτης, εξηγεί ότι ανοίγει μια νέα σελίδα που μπορεί εν δυνάμει να ενισχύσει τους αμπελουργούς και την τοπική οικονομία: «Κάποιοι θα ωφεληθούν και κάποιοι θα χάσουν. Εννοώ τους εισαγωγείς, που, τα τελευταία χρόνια, δίχως αυτή την ένδειξη, μπορούσαν να φέρνουν από οπουδήποτε σταφίδα και να τη ‘‘βαφτίζουν’’ Σουλτανίνα Κρήτης. Αυτά θέλουμε να πιστεύουμε ότι τελείωσαν. Είναι μεγάλη ευκαιρία αυτή που δίνεται. Η σταφίδα, την οποία όχι άδικα αποκαλούμε ‘‘ξανθιά γόησσα’’, πρέπει να πάρει τη θέση που της ανήκει στην αγορά».

Η σταφίδα Σουλτανίνα Κρήτης παράγεται από σταφύλια της ποικιλίας Σουλτανίνα, τα οποία καλλιεργούνται στο νησί και συγκομίζονται από τα μέσα Αυγούστου μέχρι και τα μέσα Σεπτεμβρίου. Αμέσως μετά τη συγκομιδή, πρέπει να υποβληθούν σε επεξεργασία, προκειμένου να εξασφαλιστεί η παραγωγή ενός υγιούς αποξηραμένου προϊόντος. Το χρώμα της σταφίδας κυμαίνεται από ξανθό έως καφέ, η περιεκτικότητά της σε σάκχαρα δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 75%, ενώ το βάρος της ποικίλει από περίπου 0,6 έως 0,3 γραμμάρια. 

Μένει να ενισχυθεί η παραγωγή

Τα στοιχεία των τελευταίων χρόνων, πάντως, κάθε άλλο παρά δημιουργούν ικανοποίηση. Μέχρι τη δεκαετία του 1980, η εθνική παραγωγή σταφίδας έφτανε τους 100.000 με 110.000 τόνους ετησίως, εκ των οποίων οι 60.000 – 70.000 τόνοι ήταν από το Ηράκλειο. Μετά από τη δεκαετία του 1990 και την αναμπέλωση, το Ηράκλειο μετά βίας κάθε χρόνο παράγει 1.700 τόνους, ενώ πέρυσι, που οι άσχημες καιρικές συνθήκες έπληξαν τις καλλιέργειες, δεν ξεπέρασε τους 750 τόνους, την ώρα που η Τουρκία σε μια μέση χρονιά παράγει 240.000 τόνους.

Για την εξέλιξη αυτή, πάντως, μόνο θετικά είναι τα σχόλια των αμπελουργών της Κρήτης, οι οποίοι όμως θεωρούν ότι η πολιτεία πρέπει να έχει ως πρώτιστο μέλημά της την ενίσχυση του προϊόντος, διαφορετικά ακόμη και αυτή η κατάκτηση θα αποδειχθεί κενό γράμμα.
«Η ταφόπλακα για τη σταφίδα που έθρεψε γενιές και γενιές ανθρώπων, ειδικά στο Ηράκλειο, ήρθε με την αναμπέλωση της δεκαετίας του 1990, μετά από μια περίοδο που η φυλλοξήρα είχε διαλύσει τα πάντα. Βλέπαμε με λύπη αμπέλια να ξηλώνονται για να φυτευτούν ελαιόδεντρα και, μέσα σε λίγα χρόνια, αυτή η σπουδαία παραγωγή, που είχε το Ηράκλειο και συνολικά η Κρήτη, να παίρνει την κατηφόρα. Αν δεν γίνει αναμπέλωση, δεν υπάρχει μέλλον για τη σταφίδα. Πρέπει να δουν όλοι με σοβαρότητα το θέμα και να υποστηρίξουν αυτή την προσπάθεια. Η κρητική σταφίδα υπερέχει σε ποιότητα, χρειάζεται όμως και η ποσότητα.

Ποιος, όμως, θα δώσει Σουλτανίνα για σταφίδα, αν αυτή δεν πληρώνεται; Και πώς θα πληρώνεται, αν ‘‘κάποιοι’’ θέλουν να ανταγωνιστούν Τούρκους και Αιγύπτιους στην τιμή; Είναι πολύπλευρο το θέμα και, αυτή την ώρα, με ένα τέτοιο εργαλείο στα χέρια μας μπορούμε να την ανοίξουμε αυτήν τη συζήτηση», διευκρίνισε ο αντιπρόεδρος της Ομάδας Αμπελουργών Κρήτης, Μύρος Χιλεντζάκης.

Ιστορικά στοιχεία

Η Σουλτανίνα ως ποικιλία σταφυλιού απέκτησε οικονομική σημασία μετά το 1922, όταν έφτασαν στην Κρήτη πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, μεταφέροντας την αμπελουργική τεχνογνωσία τους. Το νησί, με το μεσογειακό του κλίμα και κύρια χαρακτηριστικά τα θερμά και ξηρά καλοκαίρια, καθώς και τους ήπιους και βροχερούς χειμώνες, αποδείχθηκε σύντομα ότι θα μπορούσε να στηρίξει μια σημαντική παραγωγή.
Μέσα στο Ηράκλειο, από τη δεκαετία του 1930 και του 1940, υπήρχαν περισσότερα από 15 σταφιδεργοστάσια και η οικονομία όλου του νομού στηριζόταν σε αυτήν. Ολόκληρα χωριά ήταν φυτεμένα με σταφύλια ποικιλίας Σουλτανίνα και η παραγωγή της για μεγάλα χρονικά διαστήματα θεωρείτο και ως μονοκαλλιέργεια.