17ο diaNEOsis Live: Τι ειπώθηκε για Τεχνική Εκπαίδευση, Εκπαίδευση Ενηλίκων και Διά Βίου Μάθηση στην Ελλάδα
Την Τετάρτη 6 Οκτωβρίου στις 18:30, η διαΝΕΟσις διοργάνωσε δημόσια διαδικτυακή συζήτηση για την τεχνική εκπαίδευση, την εκπαίδευση ενηλίκων και τη διά βίου μάθηση στην Ελλάδα, με αφορμή τη δημοσίευση σχετικών ερευνητικών κειμένων. Μπορείτε να παρακολουθήσετε ολόκληρη τη συζήτηση εδώ.
Στη συζήτηση, την οποία συντόνισε ο Διευθυντής Περιεχομένου της διαΝΕΟσις Θοδωρής Γεωργακόπουλος συμμετείχαν οι: Γεώργιος Βούτσινος, Γενικός Γραμματέας Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, Κατάρτισης, Διά Βίου Μάθησης και Νεολαίας, Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, Ιωάννα Λυτρίβη, Διευθύνουσα Σύμβουλος Εθνικού Οργανισμού Πιστοποίησης Προσόντων & Επαγγελματικού Προσανατολισμού – ΕΟΠΠΕΠ, Μιλτιάδης Νεκτάριος, Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιά, Νάνσυ Πουλούδη, Καθηγήτρια στο Τμήμα Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας του Οικονομικού Πανεπιστημίου και Αλέξης Κόκκος, Ομότιμος Καθηγητής Εκπαίδευσης Ενηλίκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.
Τον κύκλο των τοποθετήσεων άνοιξε ο Γεώργιος Βούτσινος, ο οποίος χαρακτήρισε τη συζήτηση «επίκαιρη» λόγω της δημοσίευσης της έρευνας της διαΝΕΟσις, καθώς και της ψήφισης του Νόμου 4763/2020. Επίσης, τόνισε ότι «δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η επένδυση σε αυτό τον τομέα έχει καίρια σημασία σε όλο τον κόσμο για την αύξηση της παραγωγικότητας, την οικονομική ανάπτυξη και την καταπολέμηση της ανεργίας, και ειδικά στη χώρα μας που βγαίνει από μια δεκαετή οικονομική κρίση». Αναφέρθηκε στα χρόνια χαρακτηριστικά της ΕΕΚ στην Ελλάδα, όπως η αδυναμία της κοινωνικής της καταξίωσης, η μειωμένη ελκυστικότητά της, η αμφισβητούμενη αποτελεσματικότητά της, μια εικόνα η οποία αποτυπώνεται και στους σχετικούς δείκτες της ΕΕ όπου η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις.
Παράλληλα, επεσήμανε την αναντιστοιχία μεταξύ των εκροών του συστήματος και των οργανισμών της αγοράς εργασίας και τόνισε την ανάγκη για παρέμβαση, η οποία εκφράστηκε με τον νόμο 4763/2020 που αποτελεί μια «ολιστική μεταρρύθμιση που αλλάζει σχεδόν τα πάντα στην Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση (ΕΕΚ) στην Ελλάδα». Ο κ. Βούτσινος υπογράμμισε δύο χαρακτηριστικά του νέου νόμου: α) δημιουργεί κοινό σχεδιασμό, και β) κεντρικό ρόλο πλέον παίζουν οι κοινωνικοί εταίροι ως οι καταλληλότεροι να μεταφέρουν τις πραγματικές ανάγκες της οικονομίας. Επίσης, ο νόμος ορίζει νέο σύστημα διακυβέρνησης της ΕΕΚ με κεντρικό συμβούλιο και 13 περιφερειακά συμβούλια, ενώ θεσμοθετεί ένα εθνικό πλαίσιο προσόντων, του οποίου θεματοφύλακας είναι ο ΕΟΠΠΕΠ, λειτουργώντας μέσα σε ένα εξωστρεφές περιβάλλον. Μιλώντας για τη Διά Βίου Μάθηση, ο κ. Βούτσινος αναφέρθηκε στα χαμηλά ποσοστά και την έλλειψη δεδομένων, φαινόμενο που με τον νέο νόμο θα αναστραφεί. «Στο Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο για την Εκπαίδευση υπάρχει ειδικό κεφάλαιο για νέα εθνική στρατηγική στη διά βίου μάθηση με στόχο την αλλαγή της εικόνας και σε αυτόν τον τομέα», υπογράμμισε. Κλείνοντας, σημείωσε ότι προσδοκά στην αναβάθμιση της Εκπαίδευσης Ενηλίκων και ότι «με το νέο νόμο έγινε προσπάθεια ώστε ένα άναρχο και νεφελώδες τοπίο να γίνει μια συστηματική προσέγγιση όλων των επιπέδων της ΕΕΚ, της διά βίου μάθησης και της εκπαίδευσης ενηλίκων».
Η Ιωάννα Λυτρίβη μίλησε για τον ρόλο του ΕΟΠΠΕΠ, ο οποίος, όπως είπε, ως η εθνική αρχή πιστοποίησης «υποστηρίζει σταθερά και ουσιαστικά την κυβερνητική στρατηγική της αναβάθμισης του συστήματος της ΕΕΚ με δράσεις που στοχεύουν στη διασφάλιση της ποιότητας». Ανέλυσε τις δράσεις που υλοποιεί τώρα ο ΕΟΠΠΕΠ και αφορούν στην πιστοποίηση των εισροών του συστήματος: 1) επικαιροποίηση και έγκριση νέας μεθοδολογίας ανάπτυξης περιγραμμάτων και πιστοποίηση ήδη τριών από αυτά, 2) επικαιροποίηση και πιστοποίηση 124 επαγγελματικών περιγραμμάτων και δημιουργία 39 νέων, 3) πιστοποίηση του πρότυπου οδηγού κατάρτισης και 20 νέων οδηγών κατάρτισης με την πιλοτική νέα μεθοδολογία για ιδιότητες που προσφέρονται στα δημόσια ΙΕΚ, 4) επικαιροποίηση του συνόλου των οδηγών κατάρτισης, 5) έγκριση 9 νέων οδηγών κατάρτισης που θα προσφερθούν στα πειραματικά ΙΕΚ, και 6) εξετάσεις πιστοποίησης εκπαιδευτικής επάρκειας για περίπου 6.000 εκπαιδευτές ενηλίκων.
Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στις δράσεις σχετικά με τις εκροές του συστήματος: 1) εξετάσεις πιστοποίησης των αποφοίτων ΙΕΚ για 10.805 υποψηφίους σε περίπου 184 ειδικότητες, 2) διενέργεια 4 εξετάσεων πιστοποίησης επαγγελματιών που δεν διαθέτουν τίτλο από ΙΕΚ, σεκιούριτι, σε συνεργασία με το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, 3) εξετάσεις των αποφοίτων της τάξης μαθητείας των ΕΠΑΛ για σχεδόν 4.000 υποψηφίους, οι οποίοι λαμβάνουν πτυχίο επιπέδου 5, 4) και σύντομα η ετήσια πιστοποίηση των αποφοίτων ΙΕΚ για περισσότερους από 10.500 υποψηφίους.
Η κ. Λυτρίβη πρόσθεσε ότι «έχουμε ακόμα δρόμο να διανύσουμε, ωστόσο στο μέτρο των δυνατοτήτων του ο οργανισμός διατηρεί το βλέμμα στην καλύτερη διασύνδεση του ανθρώπινου δυναμικού με τον κόσμο της απασχόλησης και της αγοράς εργασίας και υπό αυτό το πρίσμα σχεδιάζει και υλοποιεί τις δράσεις του». Συμφωνώντας με την έρευνα της διαΝΕΟσις, είπε ότι το μεγάλο διακύβευμα για όλους είναι «η ανάγκη της χώρας για αναδιάταξη του παραγωγικού μοντέλου και της κοινωνικής συνοχής», ενώ τόνισε τη σημασία των συνεργιών, του συντονισμού δράσεων και της σκληρής δουλειάς.
στην αξία της αναβάθμισης δεξιοτήτων και μετατροπή τους (reskilling) που στο μέλλον μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση του ζητήματος της αναντιστοιχίας των παρεχόμενων δεξιοτήτων σε σχέση με τις προσφερόμενες θέσεις εργασίας που οδηγεί στην παγιωμένη αρνητική πρωτιά της χώρας στους δείκτες της νεανικής ανεργίας. Τέλος, τόνισε την ευκαιρία αξιοποίησης εργαλείων και οικονομικών πόρων προς τη στήριξη του τομέα.
Τον λόγο στη συνέχεια έλαβε ο Αλέξης Κόκκος ως επιστημονικός υπεύθυνος της νέας μελέτης της διαΝΕΟσις για την εκπαίδευση και κατάρτιση ενηλίκων (ΕΚΕ) στην Ελλάδα, ο οποίος παρουσίασε τα βασικά της σημεία. Επεσήμανε ότι το σύστημα περιλαμβάνει πολλούς θεσμούς, όπως τα Κέντρα Διά Βίου Μάθησης, τα ΙΕΚ, τα Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας, οι σχετικές δράσεις των ΑΕΙ, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, των κολεγίων και των επιχειρήσεων, αλλά και άλλους «αχαρτογράφητους» φορείς. Η υφιστάμενη προβληματική κατάσταση έχει διαμορφωθεί τα τελευταία 30 χρόνια, όπως είπε. Ενδεικτικά, η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία μεταξύ των χωρών της σε σχετική μελέτη της ΕΕ από το 2019, ενώ οι πολίτες δεν εμπιστεύονται την αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα της ΕΚΕ. Αναφερόμενος στα αίτια της κατάστασης, ανέλυσε τις παθογένειες στον τομέα, όπως η έλλειψη εθνικού σχεδιασμού, η θεσμική ασυνέχεια, η πολυνομία και η κακονομία, οι γραφειοκρατικές αγκυλώσεις του δημόσιου τομέα, η ασυνεννοησία και ο ανταγωνισμός μεταξύ των Υπουργείων, και ο ατελέσφορος συγκεντρωτισμός.
Συμπλήρωσε ότι η ΕΚΕ δεν χρησιμοποιήθηκε ως κοινωνικό εργαλείο, αλλά ως εργαλείο απορρόφησης των κοινοτικών πόρων και κονδυλίων, και επεσήμανε το αποδιοργανωμένο σύστημα εκπαίδευσης και πιστοποίησης εκπαιδευτών, την υπολειτουργία της συμβουλευτικής και της πρακτικής άσκησης, και την έλλειψη αξιολόγησης. Παρόλα αυτά, ο κ. Κόκκος είπε ότι υπάρχουν καλές πρακτικές από επιχειρήσεις, δήμους, κοινωνικούς εταίρους και επιστημονικούς φορείς, ενώ σημείωσε ότι ο νέος νόμος περιέχει σημεία ανασυγκρότησης, επισημαίνοντας ότι θα χρειαστεί χρόνος για την επιτυχή εφαρμογή της μεταρρύθμισης. Τέλος, αναφέρθηκε στις κρισιμότερες προτάσεις πολιτικής που προτείνει η μελέτη, μεταξύ των οποίων η δέσμευση των φορέων στην τήρηση των προδιαγραφών, η επιμόρφωση των επιμορφωτών και των στελεχών ΕΚΕ, η δημιουργία εθνικής καμπάνιας για την εδραίωση της κουλτούρας της ΕΚΕ, τα κίνητρα για την αύξηση συμμετοχής και η αξιολόγηση.
Η Νάνσυ Πουλούδη, μέλος της επιστημονικής ομάδας του πρόσφατου κειμένου πολιτικής της διαΝΕΟσις για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση στην Ελλάδα στη μετα-κορωνοϊό εποχή, υπογράμμισε ότι πλέον τα πλεονεκτήματα της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης είναι ορατά στους πολίτες. Από την πρώτη, μεγάλη έρευνα της ομάδας που δημοσιεύτηκε το 2018, μεσολάβησαν δομικές παρεμβάσεις όπως η συγκρότηση του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης, η δημοσίευση της βίβλου του ψηφιακού μετασχηματισμού με κέντρο τον πολίτη, και η έμφαση στον ανασχεδιασμό των υπηρεσιών, αλλά και στις «γρήγορες νίκες». Η πανδημία, σημείωσε, επιτάχυνε τις διαδικασίες, αλλά και την εξοικείωση των πολιτών με τις νέες εφαρμογές. Παράλληλα, η μελέτη, όπως είπε, εντοπίζει τα δυνατά σημεία, τις αδυναμίες, τις ευκαιρίες και τις απειλές που υπάρχουν σε αυτό το περιβάλλον, το οποίο επηρεάζει και τον τομέα της κατάρτισης. Από τα δυνατά σημεία ξεχώρισε την ενιαία ψηφιακή πύλη gov.gr, και τα άτομα που όρισε ως «ήρωες» οι οποίοι αναλαμβάνουν τολμηρές πρωτοβουλίες.
Η κ. Πουλούδη τόνισε ότι η συγκυρία είναι ευνοϊκή ώστε οι πολλές αδυναμίες να αντιμετωπιστούν ως ευκαιρίες, καθώς και να βελτιωθεί η θέση της Ελλάδας στον Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας, στον οποίο το 2019 η χώρα βρισκόταν στην προτελευταία θέση. Επίσης, αναφέρθηκε στο μελλοντικό σχέδιο για ενίσχυση του τομέα των υπηρεσιών του κράτους προς τις επιχειρήσεις. Σχετικά με τις ανάγκες προς την κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού, υπογράμμισε την ενίσχυση των ψηφιακών δεξιοτήτων και την καλλιέργεια αντίληψης δυνατοτήτων των πληροφοριακών συστημάτων έτσι ώστε να δημιουργηθεί ζήτηση, τα κίνητρα για χρήση συστημάτων, και τη σημασία των υβριδικών γνώσεων.
Ο Μιλτιάδης Νεκτάριος μίλησε για την επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση (ΕΕΚ) στην Ελλάδα ως επιστημονικός υπεύθυνος του σχετικού κειμένου πολιτικής της διαΝΕΟσις. Αναφερόμενος στον λόγο που μας απασχολεί η ΕΕΚ στην Ελλάδα, υπογράμμισε την μεσοπρόθεσμη ανάγκη της στελέχωσης των μεσαίων θέσεων στην οικονομία καθώς για την επόμενη δεκαετία έχει εξασφαλιστεί πλέον μια ικανή μάζα πόρων που θα χρειαστούν αυξημένο εργατικό δυναμικό και εξειδικευμένο προσωπικό. Στην Ελλάδα, ωστόσο, υπάρχει μεγάλη έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού στην αγορά, πρόβλημα που προέκυψε κυρίως κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης όπου η αξία της ΕΕΚ απαξιώθηκε έναντι των ΑΕΙ για την ελληνική οικογένεια.
Λαμβάνοντας υπόψη την γήρανση του πληθυσμού, τόνισε, ότι δεν μπορούμε να υπολογίζουμε στην ανάπτυξη με βάση την αύξηση του εργατικού δυναμικού, αλλά την ανάπτυξη της παραγωγικότητας και των προσόντων. Ο κ. Νεκτάριος έθεσε μια σειρά από στόχους για την ενίσχυση της ΕΕΚ: α) διασύνδεση του σχεδιασμού της ΕΕΚ με το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας, β) διάγνωση των αναγκών και σύνδεσή τους με την αγορά εργασίας και τα επαγγελματικά περιγράμματα του ΕΟΠΠΕΠ γ) δημιουργία ετήσιου πλάνου για την εξασφάλιση θέσεων μαθητείας, δ) αναβάθμιση του ΣΕΠ, και ε) πιστοποίηση από τον ΕΟΠΠΕΠ των αποφοίτων των δημόσιων και ιδιωτικών επαγγελματικών σχολών. Κλείνοντας, είπε ότι «εκμεταλλευόμενοι την καινούργια νομοθετική ρύθμιση πρέπει να βελτιώσουμε και να βάλουμε την ΕΕΚ στη θέση που της αξίζει».
Ακολούθησε ένας δεύτερος κύκλος τοποθετήσεων από τους ομιλητές, οι οποίοι απάντησαν σε κάποιες από τις δεκάδες ερωτήσεις και τα σχόλια του κοινού που είχαν διατυπωθεί κατά τη διάρκεια της συζήτησης. Πιο συγκεκριμένα, ο Γενικός Γραμματέας ανέφερε ότι έχουν εξασφαλιστεί στο Ταμείο Ανάκαμψης και στο ΕΣΠΑ 400 εκατομμύρια ευρώ για την ανανέωση του εξοπλισμού στα εργαστηριακά κέντρα και στα ΙΕΚ. Μίλησε για τις προτεραιότητες που έχουν τεθεί και υλοποιούνται, όπως η ίδρυση πειραματικών, θεματικών ΙΕΚ και πρότυπων ΕΠΑΛ, η διαπερατότητα του εκπαιδευτικού συστήματος, η ίδρυση γραφείων επαγγελματικής ανάπτυξης, και η αύξηση των θέσεων μαθητείας. Τέλος, σύμφωνα με τον κ. Βούτσινο, στα επόμενα βήματα του Υπουργείου συμπεριλαμβάνεται η ενίσχυση των Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας, καθώς και ένα πρωτόκολλο συνεργασίας με την ΚΕΔΕ σχετικά με τα Κέντρα Διά Βίου Μάθησης των δήμων.