Το 1821, οι αγρότες και η γη

του Σάκη Δημητριάδη, μεταδιδακτορικού ερευνητή,
Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών (ΙΜΣ/ΙΤΕ)

Ο εορτασμός των 200 ετών από την έναρξη της Επανάστασης του 1821 αποτελεί μια καλή ευκαιρία για να αναστοχαστούμε πάνω στη συμμετοχή των αγροτών σε αυτό το καθοριστικό γεγονός της ιστορίας μας και να αναδείξουμε τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της συμβολής αυτής στην εξέλιξη της ελληνικής υπαίθρου.

Ανεξάρτητα από την κοινωνική σύνθεση της πολιτικής και στρατιωτικής της ηγεσίας, η Επανάσταση βασιζόταν στον αγροτικό πληθυσμό, προκειμένου να στρατολογήσει ενόπλους αναγκαίους για τη στρατιωτική επικράτηση, να τροφοδοτήσει τα στρατιωτικά σώματα, να χρηματοδοτήσει μέσω των προσόδων την πολεμική προσπάθεια και να αντλήσει πολιτική νομιμοποίηση.

Το γεγονός ότι, όπως έχει δείξει ο Σίμος Μποζίκης, η Επανάσταση ελάφρυνε σημαντικά τα κατά κεφαλήν φορολογικά βάρη του αγροτικού πληθυσμού είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της προσπάθειας διεύρυνσης της κοινωνικής υποστήριξης στον Αγώνα. Από την άλλη πλευρά, η εξέγερση βελτίωσε και με άλλους τρόπους περισσότερο έμμεσους τη θέση των χωρικών. Η βίαιη εξάλειψη του μουσουλμανικού στοιχείου στις περιοχές που επικράτησε σήμαινε ότι νέες εκτάσεις ήταν πλέον διαθέσιμες για όσους Έλληνες αγρότες ασφυκτιούσαν σε κοινότητες δίχως επαρκή δική τους γη.

Τα εθνικά κτήματα και οι αντιδράσεις στην πώλησή τους

Ταυτόχρονα, όμως, τα κτήματα που ανήκαν στον μουσουλμανικό πληθυσμό ήταν το κύριο μέσο που είχε στη διάθεσή της η ηγεσία της Επανάστασης, προκειμένου να χρηματοδοτήσει τη συνέχιση του πολέμου και τη συγκρότηση κρατικών θεσμών στα απελευθερωμένα εδάφη. Με έγγραφό της στις 30 Μαΐου 1821, που έμεινε στην ιστορία ως «Εγκύκλιος της Στεμνίτσας», η Πελοποννησιακή Γερουσία θέσπισε ότι όσοι χωρικοί καλλιεργούσαν χωράφια ιδιοκτησίας τους όφειλαν να καταβάλλουν στο δημόσιο ταμείο για τις ανάγκες του Αγώνα το 1/10 της παραγωγής τους, ενώ όσοι καλλιεργούσαν γη που πριν ανήκε σε μουσουλμάνους κτηματίες θα πλήρωναν το τριπλάσιο.

Μολονότι η διάταξη είχε τυπικά δημοσιονομικό περιεχόμενο, στην πραγματικότητα δημιούργησε μια ειδική κατηγορία ακινήτων που θεωρήθηκαν κοινή περιουσία του ελληνικού έθνους και σύντομα ονομάστηκαν «εθνικά κτήματα». Επειδή μεγάλο μέρος της γης, τόσο στην Πελοπόννησο όσο και στη Στερεά Ελλάδα, προεπαναστατικά κατεχόταν από Μουσουλμάνους, η εθνική γη κάλυπτε μεγάλο μέρος της επαναστατημένης επικράτειας. Μολονότι ουδέποτε επιχειρήθηκε η καταμέτρησή της, με συνέπεια να μη γνωρίζουμε την ακριβή της έκταση, μεταγενέστερες εκτιμήσεις την έχουν ανεβάσει σε έως και 6 εκατομμύρια στρέμματα. Σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης, η τύχη των εθνικών κτημάτων αποτέλεσε πεδίο κοινωνικών και πολιτικών αντιπαραθέσεων. Η προοπτική της πώλησης της εθνικής γης συναντούσε πάντοτε μεγάλες αντιδράσεις από τους ένοπλους χωρικούς.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, όταν στη διάρκεια της Β΄ Εθνοσυνέλευσης του Άστρους το 1823 συζητήθηκε η πιθανότητα της εκποίησης, στρατιώτες και από τις δύο αντιμαχόμενες πολιτικές παρατάξεις συνενώθηκαν και εξέφρασαν την έντονη δυσαρέσκειά τους, αναγκάζοντας τους πληρεξουσίους να θεσπίσουν ότι για τις ανάγκες της Επανάστασης επιτρεπόταν να πωληθούν μόνο όσα εθνικά κτήματα υπόκεινταν σε φθορά και έχριζαν συντήρησης για να διατηρήσουν την αξία τους (οικίες, μαγαζιά, ελαιοτριβεία κλπ.) και όχι γη.

Για τη μεγάλη μάζα του αγροτικού πληθυσμού η διανομή της εθνικής γης λειτουργούσε ως κίνητρο για τη συμμετοχή στην Επανάσταση, καθώς η κεντρική κυβέρνηση είχε κατ’ επανάληψη υποσχεθεί να αποζημιώσει μελλοντικά τους αγωνιστές με δωρεάν γη: ένας νόμος του 1822 λ.χ. προέβλεπε την αμοιβή κάθε στρατιώτη με ένα στρέμμα γης για κάθε μήνα ένοπλης υπηρεσίας.

Έχοντας υπόψη τους τα σχετικά ψηφίσματα, που ουσιαστικά δεν εφαρμόστηκαν ποτέ, οι καλλιεργητές ήταν αντίθετοι σε κάθε εκποίηση εθνικής γης, από την οποία ήταν βέβαιο ότι θα επωφελούνταν μόνο όσοι διέθεταν χρηματικά κεφάλαια προς επένδυση. Αυτό καταδείχθηκε όταν τον Φεβρουάριο του 1826, σε μια κρίσιμη συγκυρία για την Επανάσταση, επετράπη με νόμο η πώληση και εθνικής γης, παρά την απαγόρευση, προκειμένου να εξευρεθούν χρήματα για την ενίσχυση του Μεσολογγίου, που βρισκόταν υπό στενή πολιορκία.

Δύο περίπου μήνες αργότερα, ο συγκεκριμένος νόμος καταργήθηκε ως αντισυνταγματικός από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση και όσες αγοραπωλησίες εθνικής γης είχαν γίνει μέχρι εκείνη τη στιγμή ακυρώθηκαν.

Στο μικρό διάστημα που ίσχυσε, είχαν πωληθεί με ευνοϊκούς για τους αγοραστές όρους κάποια από τα εθνικοποιημένα τσιφλίκια της Ανατολικής Πελοποννήσου. Θεωρητικά, τα κτήματα αυτά μετά την ακύρωση του νόμου επέστρεψαν στην κυριότητα του Δημοσίου, στην πραγματικότητα όμως έμειναν στο διηνεκές στα χέρια των αγοραστών, με πρόσχημα την αδυναμία του εθνικού ταμείου να τους αποζημιώσει – μια κρίσιμη λεπτομέρεια που δεν έχει επισημανθεί από τη βιβλιογραφία.

Οι συνέπειες της συμμετοχής των αγροτών στην Επανάσταση

Το καθεστώς των εθνικών κτημάτων επεκτάθηκε σε όσες περιοχές κατέλαβαν οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις μέχρι το τέλος των πολεμικών συγκρούσεων, το 1829. Αντίθετα, στις υπόλοιπες περιφέρειες που αποδόθηκαν από τις Μεγάλες Δυνάμεις στο νέο κράτος (Αττική, Εύβοια, Φθιώτιδα) δόθηκε η δυνατότητα στον μουσουλμανικό πληθυσμό να πωλήσει τις περιουσίες του προτού εγκαταλείψει τις εστίες του.

Επειδή ανάμεσα στα ακίνητα που μεταβιβάστηκαν στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα και στην Εύβοια υπήρχαν και πολυάριθμα τσιφλίκια, διαμορφώθηκε μια περιοχή εντός του ελληνικού κράτους με πολύ ισχυρή, αρχικά τουλάχιστον, παρουσία της μεγάλης γαιοκτησίας. Ύστερα από κάποιες αρχικές επιφυλάξεις, η ελληνική κυβέρνηση μετά το 1834 γενικά υποστήριξε τους μεγαλοκτηματίες της Ανατολικής Στερεάς και της Εύβοιας, με την προσδοκία ότι θα πραγματοποιούσαν αξιόλογες επενδύσεις στον αγροτικό τομέα.

Παρότι τα αποτελέσματα υπήρξαν γενικά απογοητευτικά, τόσο για το κράτος όσο και για τους ίδιους τους νεόκοπους γαιοκτήμονες, και σταδιακά αρκετά από τα μεγάλα κτήματα εξαγοράστηκαν από τους καλλιεργητές τους, το πείραμα επαναλήφθηκε το 1881, όταν προσαρτήθηκαν στο ελληνικό βασίλειο η Θεσσαλία και η Άρτα, με τίμημα, αυτήν τη φορά, μια οξύτατη κοινωνική σύγκρουση ανάμεσα στους ιδιοκτήτες και στους κολίγους, που συγκλόνισε τον θεσσαλικό χώρο για τέσσερις δεκαετίες.

Μολονότι η δημιουργία του καθεστώτος των εθνικών κτημάτων έγινε κατά τους πρώτους μήνες της Επανάστασης του 1821 για καθαρά δημοσιονομικούς λόγους, στο πλαίσιο της προσπάθειας της επαναστατικής εξουσίας να διεκδικήσει για λογαριασμό της τα περισσότερα από τα δοσίματα και φόρους που έδιναν μέχρι τότε οι Έλληνες αγρότες στους μουσουλμάνους γαιοκτήμονες και την οθωμανική διοίκηση, είναι σαφές ότι η εξάρτηση της Επανάστασης από την ένοπλη συμμετοχή των χωρικών επέδρασε ουσιωδώς στην απόφαση της επαναστατικής ηγεσίας να διατηρήσει σε καθεστώς εθνικοποίησης τις πρώην μουσουλμανικές γαίες σε όσες περιοχές κατέλαβε ο επαναστατικός στρατός.

Η μη πώληση της εθνικής γης απέτρεψε την εκδήλωση σοβαρών κοινωνικών συγκρούσεων στη διάρκεια της Επανάστασης και εξασφάλισε την απαραίτητη ομοψυχία για τη συνέχιση του Αγώνα. Η δημιουργία και η διατήρηση του πρωτότυπου αυτού καθεστώτος γαιοκτησίας στα επαναστατικά και τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια υπήρξε καθοριστικό σημείο στην ιστορική εξέλιξη της χώρας, γιατί δυσχέρανε, έως έναν βαθμό, τη συγκέντρωση της διαθέσιμης γης σε λίγα χέρια.

Στις περιφέρειες εκείνες αντίθετα που είχαν αποδοθεί στο νέο κράτος με διεθνείς συνθήκες, το γαιοκτητικό καθεστώς αφέθηκε να λάβει διαφορετική μορφή, επειδή ακριβώς έλειπε αυτή η καθοριστική επιρροή των οπλισμένων αγροτών στη διαμόρφωση της κρατικής πολιτικής.