Μετάξι Σουφλίου: Πώς η καθετοποίηση δημιουργεί υπεραξία

«Στον παράδεισο χρειάζονταν σχεδιαστές», αναφέρει χαρακτηριστικά στην «ΥΧ» ο Σουφλιώτης μεταξουργός Γιώργος Τσιακίρης, λίγες μέρες μετά την απώλεια του γκουρού των Ελλήνων σχεδιαστών –όπως τον αποκαλεί– Γιάννη Τσεκλένη. Ο οραματιστής Έλληνας σχεδιαστής προσέδωσε υπεραξία στο σουφλιώτικο μετάξι προβάλλοντάς το διαρκώς. «Σε διαλέξεις-παρουσιάσεις μιλούσε για το μετάξι, για το Σουφλί. Ήταν ένας πρεσβευτής του Σουφλίου και του μεταξιού».

Πριν από μερικούς μήνες ήταν ομιλητής στο Ιστορικό Μουσείο Αλεξανδρούπολης, όπου φιλοξενήθηκε έκθεση με τα φουλάρια που σχεδίασε για τον Οίκο Μεταξιού Τσιακίρη. «Ο Γιάννης Τσεκλένης αγαπούσε το μετάξι, ήταν η προτεραιότητά του. Αγαπούσε οτιδήποτε ήταν ελληνικό και το μετάξι Σουφλίου είναι το μοναδικό ελληνικό τα τελευταία 20-30 χρόνια».

Συνεργασία

Η στενή συνεργασία τους ξεκίνησε από τους γονείς του πριν από 40 χρόνια και ο Γιώργος Τσιακίρης διατηρούσε επί 20 χρόνια αυτήν τη σχέση, συνδυάζοντας τη δουλειά με τη φιλία που χαράχτηκε σε μεταξωτά φουλάρια. «Η συνεργασία περιλάμβανε υφάσματα για ρούχα και διάφορες άλλες παραγωγές που αφορούσαν το μετάξι. Από ένα σημείο κι έπειτα ήμασταν οι αποκλειστικοί προμηθευτές του».

Ο Εβρίτης μεταξουργός τον χαρακτηρίζει δάσκαλο. «Ήταν η ιστορία της ελληνικής μόδας και των ελληνικών επιχειρήσεων κλωστοϋφαντουργίας». Θυμάται την Πειραϊκή Πατραϊκή, όπου ο σπουδαίος σχεδιαστής διετέλεσε πρόεδρος, την εποχή της ακμής που επένδυε στο εξωτερικό, και δη στη Γερμανία, όπου είχε αγοράσει το μεγαλύτερο εργοστάσιο κατασκευής μεταξωτών γραβατών στην Ευρώπη, ενώ σήμερα οι ελληνικές επιχειρήσεις πωλούνται στους ξένους.

Ξεφυλλίζοντας τη σελίδα του σχεδιασμού μέσων μαζικής μεταφοράς ανατρέχει στο 2000, οπότε ο Γιάννης Τσεκλένης σχεδίασε εσωτερικά και εξωτερικά τους προαστιακούς σιδηροδρόμους του ΟΣΕ και τα νέα λεωφορεία φυσικού αερίου της ΕΘΕΛ. «Είχαν αγοραστεί βαγόνια που δεν μπήκαν ποτέ στις ράγες, γιατί δεν χωρούσαν» σημειώνει, διαβάζοντας την ιστορία αλλιώς.

Μουσείο Μπενάκη

Το Μουσείο Μπενάκη σχεδιάζει μια μεγάλη έκθεση – αφιέρωμα σε συνεργασία με το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, όπου ο Γιάννης Τσεκλένης δώρισε το σύνολο των συλλογών του, περισσότερα από 500 φορέματα. «Ο γιος του, Κωνσταντίνος, είναι σκηνοθέτης, διαχειριστής φωτισμού και διαχειρίζεται τα σχέδια και τις συλλογές του».

Η αγαστή συνεργασία του Γιώργου Τσιακίρη με τον Κωνσταντίνο σφραγίζει την αναπαραγωγή σχεδίων, αλλά και την παραγωγή νέων. «Η ευθύνη για μας είναι μεγάλη, γιατί το όνομα του Γιάννη Τσεκλένη έχει μεγάλο ειδικό βάρος. Το προϊόν που φεύγει με την υπογραφή του πρέπει να είναι πλήρες και άρτιο από κάθε άποψη, ώστε να μπορεί να συγκριθεί με τα εφάμιλλα που κυκλοφορούν οι επώνυμοι σχεδιαστές ανά τον κόσμο».

Μένοντας πιστός στη μνήμη και τη συνεργασία τους, ο Γιώργος Τσιακίρης αναφέρει πως ο μεγάλος δημιουργός πρόσεχε τη λεπτομέρεια και ποτέ δεν έκανε εκπτώσεις στην ποιότητα, από το προϊόν μέχρι τη συσκευασία. Ο ίδιος έτρεφε μεγάλο σεβασμό στο έργο και στον χαρακτήρα του. «Όλη την ημέρα ήταν μ’ ένα χαρτί κι ένα μολύβι στο χέρι, παρά το ότι είχε χάσει το αριστερό. Ήταν ταλαντούχος κι ευφυέστατος». Ο καλλιτέχνης ανταπέδιδε τον σεβασμό με την αγάπη για έναν τόπο που γνώριζε καλά από το παρελθόν, καθώς τις δεκαετίες ’70 και ’80 πήγαινε για κυνήγι στο Δέλτα του Έβρου.

«Πάντα μιλούσε με αγάπη για την πατρίδα του, είχε ιδιαίτερη αγάπη για τη Σαντορίνη, το Σουφλί και πολύ μεγάλη για τη δεύτερη γυναίκα του».

Ο Εβρίτης μεταξουργός διακρίνει μια ανοδική τάση τα τελευταία χρόνια στη χρήση ελληνικών καλοσχεδιασμένων ποιοτικών προϊόντων από Έλληνες σχεδιαστές. Την ίδια στιγμή, πολλοί παράγοντες, επιχειρήσεις, πολιτικοί, φορείς, σύλλογοι, συμβάλλουν στην προβολή του σουφλιώτικου μεταξιού. «Το Σουηδικό Ινστιτούτο ετοιμάζει τον Ιούνιο μια μεγάλη έκθεση στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης με σχέδια φοιτητών της Σχολής Καλών Τεχνών του πανεπιστημίου της Στοκχόλμης που δούλεψαν το καλοκαίρι σε summer camp στο Σουφλί» καταλήγει, αφήνοντας να φανεί ότι κάποιες διαδρομές χαράσσονται με κλωστή μεταξωτή.