Πρωτογενής τομέας vs περιβάλλον: Πώς θα γίνει ξανά βιώσιμη η αγροτική παραγωγή;

Το δίκτυο Deutsche Welle φιλοξένησε απόψεις επιφανών επιστημόνων για το τι θα πρέπει να αλλάξει στο σύγχρονο παραγωγικό μοντέλο

Τα εντατικοποιημένα σύγχρονα αγροτικά συστήματα έχουν πραγματοποιήσει τεράστια άλματα παραγωγικότητας τα τελευταία 50 χρόνια, κάτι που δυστυχώς συνοδεύθηκε από υψηλό περιβαλλοντικό κόστος: καταστροφή οικότοπων, υπερβολική χρήση λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων και ζιζανιοκτόνων και δημιουργία τεράστιων μονοκαλλιεργειών.

Ωστόσο, το σύστημα τροφίμων έχει τη δυνατότητα να γίνει πιο φιλικό προς τη φύση και το κλίμα, σύμφωνα με τις γνώμες ειδικών που φιλοξενήθηκαν από το γερμανικό δίκτυο Deutsche Welle.

Λιγότερη γη για καλλιέργεια, περισσότερη για τη φύση

Για παράδειγμα, η εντατική κτηνοτροφία έχει τη μεγαλύτερη επίπτωση στην απώλεια ειδών, λόγω των υψηλών εκπομπών της, της ρύπανσης των υδάτων και της ποσότητας ζωοτροφών που απαιτούνται για την εκτροφή του ζωικού κεφαλαίου. Σε αυτό το μέτωπο, ορισμένες πιο παραδοσιακές και φιλικές προς την άγρια ζωή μέθοδοι, όπως η βόσκηση των βοοειδών σε μεγάλες αποστάσεις σε θερινούς και χειμερινούς βοσκότοπους, μπορούν να αποφέρουν οφέλη για τη βιοποικιλότητα. «Σε αυτές τις περιπτώσεις, η βοσκή των ζώων βοηθά στη διαχείριση των επεμβατικών παρασίτων και στη διατήρηση λιβαδικών ενδιαιτημάτων κομβικής σημασίας για τα πουλιά που φωλιάζουν στο έδαφος», επισημαίνει ο Stephen Wood, επιστήμονας αγροδιατροφικών συστημάτων στη διεθνή περιβαλλοντική οργάνωση The Nature Conservancy και στο Πανεπιστήμιο Γέιλ των ΗΠΑ.

«Για πολλές προκλήσεις βιοποικιλότητας είναι αρκετά σαφές ποιες είναι οι λύσεις», αναφέρει ο Wood. «Αν θέλουμε να αποκαταστήσουμε τα πουλιά που φωλιάζουν στο έδαφος, πρέπει να δημιουργήσουμε ενδιαιτήματα για εκείνα, ενώ αν θέλουμε να δημιουργήσουμε ενδιαιτήματα για μεταναστευτικά πουλιά στις ΗΠΑ, πρέπει να διατηρήσουμε πλημμυρισμένα χωράφια και να βεβαιωθούμε ότι υπάρχει επαρκές καλαμπόκι ή κόκκοι ρυζιού στο έδαφος για να τους χρησιμοποιήσουν ως πηγή τροφής. Όλα εξαρτώνται από τη δημιουργία ενός συστήματος που θα ενθαρρύνει αυτές τις πρακτικές», εξηγεί.

Από πλευράς καταναλωτή, ένας από τους αποτελεσματικότερους τρόπους για να μειωθεί το αποτύπωμα της κτηνοτροφίας είναι να τρώμε λιγότερο κρέας, σύμφωνα με την περιβαλλοντική οργάνωση WWF. Η αγροτική χρήση της γης θα μειωνόταν κατά 13%, εάν οι άνθρωποι απλώς μείωναν την κατανάλωση κρέατος και γαλακτοκομικών στη συνιστώμενη ποσότητα πρόσληψης.

Μονοκαλλιέργειες, μια «έρημος» βιοποικιλότητας

Από τη δεκαετία του 1940, οι γιγάντιες μονοκαλλιέργειες κυριαρχούν στην παγκόσμια γεωργία, αντικαθιστώντας σε μεγάλο βαθμό τις μικρές εκμεταλλεύσεις που καλλιεργούν με μεγαλύτερη ποικιλομορφία. Οι επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα είναι καταστροφικές, καθώς οι μέλισσες και άλλοι επικονιαστές –ένας βασικός δείκτης της ευρύτερης βιοποικιλότητας– αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τέτοιες τεράστιες εκτάσεις μονοκαλλιεργειών. «Με τη μονοκαλλιέργεια μεγάλης κλίμακας, μετά από λίγο η γη μετατρέπεται πολύ απλά σε ένα είδος ερήμου για τη βιοποικιλότητα», λέει η οικολόγος επικονίασης Barbara Gemmill-Herren, η οποία είναι ανώτερη συνεργάτιδα στο World Agroforestry Center, ένα διεθνές ινστιτούτο στο Ναϊρόμπι της Κένυας.

Η οικολόγος πιστεύει ότι το παγκόσμιο σύστημα τροφίμων θα πρέπει να λάβει υπόψη το οικολογικό και κοινωνικό κόστος, παράλληλα με το οικονομικό. «Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα πιο φιλικές προς την άγρια ζωή προσεγγίσεις στη γεωργία, όπως η καλλιέργεια δέντρων και θάμνων ανάμεσα σε καλλιέργειες στα χωράφια, η εδραίωση των καλλιεργειών εδαφοκάλυψης και οι μεικτές καλλιέργειες», αναφέρει.

Άλλοι, ωστόσο, αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα αυτής της προσέγγισης, υποστηρίζοντας ότι η μετατροπή όλων των εκμεταλλεύσεων σε φιλικές προς τη φύση και τη βιοποικιλότητα μπορεί να οδηγήσει στο να απαιτείται η δέσμευση πολύ περισσότερης γης για την παραγωγή επαρκούς τροφής.

Τι κάνει η ΚΑΠ

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία αντιμετωπίζει εδώ και καιρό επικρίσεις για τον αντίκτυπο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής στη βιοποικιλότητα, προσπαθεί ολοένα και περισσότερο να δώσει προτεραιότητα στη φύση ως μέρος ενός μαζικού προγράμματος επιδοτήσεων. Στοχεύει σε μικρότερες εκμεταλλεύσεις και παρέχει χρηματοδότηση για πιο φιλικές προς τη φύση προσεγγίσεις.

Ωστόσο, περιβαλλοντολόγοι και επιστήμονες λένε ότι οι πρόσφατες αλλαγές στο μοντέλο της ΚΑΠ εξακολουθούν να αποτυγχάνουν να προστατεύσουν επαρκώς την άγρια ζωή και συνεχίζουν να υποστηρίζουν τις καταστροφικές μεθόδους καλλιέργειας, όπως αναφέρει η συντάκτρια Alistair Walsh του Deutsche Welle.

Επιστροφή σε πιο παραδοσιακά μοντέλα για τη διαχείριση των καλλιεργειών

Η υπερβολική χρήση λιπασμάτων, ζιζανιοκτόνων και φυτοφαρμάκων βλάπτει επίσης τη βιοποικιλότητα. Η Gemmill-Herren αναφέρει ότι έχει δει μεγάλη εξάρτηση των αγροτών από τη γλυφοσάτη στην πολιτεία καταγωγής της, την Καλιφόρνια. Εκεί, οι αγρότες χρησιμοποιούν τρεις φορές τον χρόνο τη δραστική ουσία: για να διώξουν τα ζιζάνια όταν αναπτύσσονται οι καλλιέργειες, να αποξηράνουν τις καλλιέργειες για να διευκολύνουν τη συγκομιδή και για να καθαρίσουν τα χωράφια από τη βλάστηση που έχει απομείνει έπειτα από τη συγκομιδή.

Καθώς τα ζιζάνια γίνονται όλο και πιο ανθεκτικά στη γλυφοσάτη, υπηρεσίες όπως το Πρόγραμμα Περιβάλλοντος του ΟΗΕ αναφέρουν ότι οι αγρότες θα αναγκαστούν να επιστρέψουν σε πιο σύνθετη, αλλά φιλική προς το περιβάλλον διαχείριση ζιζανίων, όπως η αφαίρεση ζιζανίων με μηχανικό τρόπο ή η χρήση επιλεγμένων καλλιεργειών και ζώων για να τεθούν υπό έλεγχο οι ανεπιθύμητοι «επισκέπτες».