Ευρωπαϊκή γεωργία 2025-2035: Μεταβαλλόμενες ισορροπίες – Το κόστος, το κλίμα και η ζήτηση καθορίζουν την επόμενη δεκαετία

Η ευρωπαϊκή γεωργία εισέρχεται στη δεκαετία 2025-2035 με περιορισμένα περιθώρια ανάπτυξης, αυξημένες αβεβαιότητες και σαφή μετατόπιση των παραγωγικών ισορροπιών. Σύμφωνα με την ανάλυση της Γενικής Διεύθυνσης Αγροτικής Ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DG AGRI), η συνολική αγροτική παραγωγή της ΕΕ αναμένεται να κινηθεί κυρίως σταθεροποιητικά, με μικρές αυξομειώσεις που αντανακλούν περισσότερο τις διακυμάνσεις των αποδόσεων και λιγότερο την επέκταση των καλλιεργούμενων εκτάσεων.
Κεντρικό ρόλο στις εξελίξεις παίζουν τρεις παράγοντες: Το κόστος και η διαθεσιμότητα των εισροών, η κλιματική μεταβλητότητα και οι αλλαγές στη ζήτηση, τόσο για τρόφιμα όσο και για ζωοτροφές και βιοκαύσιμα. Οι τιμές των λιπασμάτων παραμένουν άμεσα συνδεδεμένες με τις τιμές της ενέργειας, ενώ από το 2025 και μετά επηρεάζονται επιπλέον από νέους δασμούς στα αζωτούχα λιπάσματα από Ρωσία και Λευκορωσία, καθώς και από την εφαρμογή του Μηχανισμού Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα (CBAM) από το 2026.
Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Ένωση διατηρεί ισχυρή θέση στις παγκόσμιες αγορές δημητριακών, αλλά υστερεί σε σχέση με τις ΗΠΑ και τη Βραζιλία στην παραγωγή ελαιούχων σπόρων. Η ζήτηση συγκεντρώνεται όλο και περισσότερο σε λίγες μεγάλες αγορές, ενώ η χρήση ζωοτροφών και βιοκαυσίμων προβλέπεται να υποχωρήσει σταδιακά έως το 2035.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η DG AGRI σκιαγραφεί μια δεκαετία προσαρμογής: Με περιορισμένη επέκταση γης, σταθερές ή οριακά αυξανόμενες αποδόσεις και σαφή μετατόπιση της παραγωγής προς καλλιέργειες με χαμηλότερο κόστος, μεγαλύτερη ανθεκτικότητα και αυξανόμενη ζήτηση.
H έκθεση, εξάλλου, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αγροτική παραγωγή της ΕΕ παραμένει ανθεκτική, με σταθερή παραγωγικότητα και διατήρηση της υψηλής αυτάρκειας σε βασικά προϊόντα. Το σενάριο της έκθεσης βασίζεται σε ένα σταθερό πολιτικό πλαίσιο, χωρίς μεγάλες αλλαγές στην Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) και σε μια μέση ανάπτυξη του ΑΕΠ της ΕΕ γύρω στο 1,4% και πληθωρισμό κοντά στο 2%. Η ισοτιμία του ευρώ εκτιμάται ότι θα επανέλθει στα 1,13 δολάρια έως το 2035, ενώ οι τιμές του πετρελαίου Brent αναθεωρούνται χαμηλότερα, κοντά στα 84 δολάρια το βαρέλι, επηρεάζοντας άμεσα το κόστος ενέργειας και λιπασμάτων.
Ωστόσο, η Κομισιόν υπογραμμίζει ότι γεωπολιτικοί κίνδυνοι, κλιματικά φαινόμενα και διακυμάνσεις στις αγορές παραμένουν βασικές πηγές αβεβαιότητας, ικανές να επηρεάσουν το κόστος παραγωγής, την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και την ανταγωνιστικότητα του ευρωπαϊκού αγροδιατροφικού τομέα.
Οι «σιτοβολώνες» του κόσμου, που δραστηριοποιούνται στις παγκόσμιες αγορές δημητριακών, είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, η περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο Καναδάς. Μετά από μια δυσμενή καλλιεργητική και εμπορική περίοδο το 2024/2025, η παγκόσμια παραγωγή αναμένεται να φτάσει σε νέο ιστορικό υψηλό το 2025/2026. Η εξέλιξη αυτή συνδέεται κυρίως με τις βελτιωμένες κλιματικές και καλλιεργητικές συνθήκες, οι οποίες αναμένεται να ενισχύσουν τις αποδόσεις του σιταριού και του κριθαριού στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, στην Αργεντινή και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ως αποτέλεσμα, η παγκόσμια διαθεσιμότητα δημητριακών αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά, με τη Ρωσία, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τον Καναδά να διατηρούν ηγετικό ρόλο στις εξαγωγές. Τα άφθονα αποθέματα, σε συνδυασμό με ελκυστικές τιμές, ενδέχεται να οδηγήσουν τόσο την κατανάλωση όσο και τα παγκόσμια αποθέματα σε νέα υψηλά επίπεδα.
Σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα, η μελλοντική παραγωγή δημητριακών στην Ευρωπαϊκή Ένωση αναμένεται να εξαρτάται ακόμη περισσότερο από τρεις βασικούς παράγοντες: Πρώτον, τη διαθεσιμότητα και το κόστος των γεωργικών εισροών. Δεύτερον, την αυξανόμενη μεταβλητότητα των καιρικών φαινομένων. Τρίτον, την εντεινόμενη κλιματική αστάθεια. Ιδιαίτερη σημασία θα έχει η εξέλιξη των τιμών των λιπασμάτων, οι οποίες συνεχίζουν να επηρεάζονται έντονα από τις τιμές της ενέργειας. Επιπλέον, από το 2025 αναμένεται να επιβληθούν νέοι δασμοί στα αζωτούχα λιπάσματα που προέρχονται από τη Ρωσία και τη Λευκορωσία, ενώ από το 2026 θα τεθεί σε εφαρμογή ο Μηχανισμός Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα (CBAM), γεγονός που ενδέχεται να αυξήσει περαιτέρω το κόστος παραγωγής.
Δυναμικό αύξησης των αποδόσεων σιταριού
Έως το 2035, οι αποδόσεις του κριθαριού και του αραβοσίτου εκτιμάται ότι θα παραμείνουν σταθερές σε σύγκριση με την περίοδο 2023-2025. Αντίθετα, οι συνολικές αποδόσεις του σιταριού αναμένεται να βελτιωθούν και να προσεγγίσουν τα υψηλότερα επίπεδα της περιόδου 2013-2015, με ετήσιο ρυθμό αύξησης περίπου 0,1%. Πιθανές αρνητικές επιδράσεις στις αποδόσεις τα επόμενα χρόνια συνδέονται κυρίως με τη συχνότερη εμφάνιση ακραίων καιρικών φαινομένων, την επέκταση καλλιεργούμενων εκτάσεων με πρακτικές χαμηλότερων αποδόσεων, όπως η βιολογική γεωργία, καθώς και με τους περιορισμούς στη χρήση εισροών λόγω αυξημένου κόστους ή μειωμένης διαθεσιμότητας.
Οι τιμές των αζωτούχων λιπασμάτων ενδέχεται να επηρεαστούν περαιτέρω από τον CBAM και τους νέους δασμούς, περιορίζοντας τη χρήση τους. Ωστόσο, οι αρνητικές αυτές επιδράσεις θα μπορούσαν να αντισταθμιστούν από την πρόοδο της καινοτομίας, όπως η ανάπτυξη τεχνολογιών μετριασμού των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και η υιοθέτηση βιώσιμων γεωργικών πρακτικών, οι οποίες υποστηρίζονται και από πολιτικές της ΕΕ. Επιπλέον, η σταδιακή μείωση του χάσματος αποδόσεων μεταξύ των χωρών της Ανατολικής και της Δυτικής Ευρώπης αναμένεται να συνεχιστεί, αν και η επίδρασή της θα είναι μικρότερη σε σχέση με το παρελθόν. Η σημασία του σιταριού για την ευρωπαϊκή γεωργία και οι προσπάθειες βελτίωσης των ποικιλιών του αναμένεται επίσης να συμβάλουν στην ανάκαμψη μετά τις χαμηλές αποδόσεις των περιόδων 2023-2025.
Περιορισμένη αύξηση της συνολικής παραγωγής δημητριακών
Μέχρι το 2035, η συνολική παραγωγή δημητριακών στην Ευρωπαϊκή Ένωση προβλέπεται να ανέλθει σε 267,7 εκατομμύρια τόνους, σημειώνοντας αύξηση μόλις 0,6% σε σύγκριση με τη μέση ετήσια παραγωγή της περιόδου 2023-2025. Η παραγωγή σιταριού αναμένεται να παραμείνει σταθερή, καθώς οι βελτιώσεις στις αποδόσεις θα αντισταθμίσουν τη μείωση των εκτάσεων καλλιέργειας. Η παραγωγή μαλακού και σκληρού σιταριού προβλέπεται να αυξηθεί κατά 0,3% έως το 2035, φτάνοντας τους 120,6 και 7,5 εκατομμύρια τόνους αντίστοιχα, παραμένοντας ωστόσο κάτω από τα επίπεδα της περιόδου 2013-2015. Η παραγωγή αραβοσίτου και κριθαριού εκτιμάται ότι θα διατηρηθεί σταθερή, στους 60,8 και 49,2 εκατομμύρια τόνους αντίστοιχα.
Αντίθετα, τα λεγόμενα «μικρά» δημητριακά αναμένεται να παρουσιάσουν ισχυρότερη ανάπτυξη. Η συνολική τους παραγωγή προβλέπεται να αυξάνεται κατά 0,3% ετησίως έως το 2035, κυρίως λόγω της αυξανόμενης ζήτησης για βρώμη. Η παραγωγή βρώμης εκτιμάται ότι θα είναι κατά 7,5% υψηλότερη σε σχέση με την περίοδο 2023-2025, αντανακλώντας τη μεγαλύτερη κατανάλωση, ιδίως για τρόφιμα.
Συγκεντρωμένη ζήτηση και τρόφιμα
Κατά την περίοδο 2023-2025, η παγκόσμια κατανάλωση δημητριακών συγκεντρώνεται κυρίως στην Κίνα, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ινδία και τη Ρωσία. Το σιτάρι καταναλώνεται σε μεγάλες ποσότητες κυρίως για διατροφικούς σκοπούς, ενώ ο αραβόσιτος χρησιμοποιείται κυρίως για ζωοτροφές και βιοκαύσιμα. Στην ΕΕ, η χρήση δημητριακών για τρόφιμα αναμένεται να αυξηθεί οριακά έως το 2035, φτάνοντας τους 57,1 εκατομμύρια τόνους. Οι εξαγωγές της ΕΕ παραμένουν ανταγωνιστικές, ενώ οι τιμές των δημητριακών προβλέπεται να αυξάνονται με μέσο ετήσιο ρυθμό 1,7%, κυρίως λόγω του υψηλότερου κόστους των λιπασμάτων.
Χρήση γης: Μεγάλες ανακατατάξεις
Η συνολική γεωργική και δασική γη στην ΕΕ προβλέπεται να μειωθεί μόνο οριακά έως το 2035, ωστόσο πίσω από αυτήν τη σταθερότητα κρύβονται σημαντικές μεταβολές. Η αρόσιμη γη αναμένεται να μειωθεί κατά 0,4% σε σύγκριση με την περίοδο 2023-2025, λόγω μειωμένης ζήτησης για ζωοτροφές και βιοκαύσιμα, υψηλού κόστους εισροών και κλιματικών κινδύνων. Οι βοσκότοποι και οι εκτάσεις κτηνοτροφικών φυτών συρρικνώνονται, καθώς μειώνονται τα μηρυκαστικά, αυξάνοντας τον κίνδυνο εγκατάλειψης γης, κυρίως σε ορεινές και μειονεκτικές περιοχές. Οι μόνιμες καλλιέργειες προβλέπεται να μειωθούν κατά 7,2%, ενώ τα δάση αυξάνονται οριακά κατά 0,8%, περιοριζόμενα από τον ανταγωνισμό με αστικές και αγροτικές χρήσεις.
Ελαιούχοι σπόροι και πρωτεϊνούχες καλλιέργειες: Ήπια άνοδος με στήριξη πολιτικής
Η παραγωγή ελαιούχων σπόρων και πρωτεϊνούχων καλλιεργειών στην ΕΕ εκτιμάται ότι θα φτάσει τους 36,1 εκατ. τόνους το 2035, αυξημένη κατά 2,5% σε σχέση με το 2023-2025. Η άνοδος οφείλεται κυρίως στην αύξηση των εκτάσεων (+2%), με τα όσπρια να εμφανίζουν τη μεγαλύτερη δυναμική (+0,8% ετησίως), ακολουθούμενα από τη σόγια (+0,7%) και τον ηλίανθο (+0,2%), ενώ η ελαιοκράμβη παραμένει στάσιμη.
Φυτικά έλαια: Σταθερή κατανάλωση
Η παραγωγή φυτικών ελαίων στην ΕΕ εκτιμάται ότι θα φτάσει τα 16,5 δισ. λίτρα το 2035, με οριακή μείωση -1,2%. Η υποχώρηση αυτή συνδέεται κυρίως με τη μειωμένη χρήση για βιοκαύσιμα, όπου η ζήτηση εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 3,4%, με το κραμβέλαιο να καταγράφει πτώση 11,2%. Η κατανάλωση φυτικών ελαίων για τρόφιμα, που αντιπροσωπεύει περίπου το 50% της συνολικής χρήσης, παραμένει σχεδόν αμετάβλητη, στα 8,3 δισ. λίτρα το 2035 (+0,3%). Το ελαιόλαδο, αν και υψηλής διατροφικής αξίας, συνεχίζει να περιορίζεται από το κόστος και τη μεταβλητότητα της παραγωγής, παραμένοντας συμπληρωματικό σε σχέση με τα σπορέλαια. Αντίθετα, το φοινικέλαιο καταγράφει δραματική πτώση -53,3%, καθώς σταματά σταδιακά η χρήση του ως βιοκαύσιμο.
Ζωοτροφές: Λιγότεροι όγκοι, ακριβότερο κόστος
Η συνολική ζήτηση ζωοτροφών στην ΕΕ προβλέπεται να μειωθεί κατά 2,5% έως το 2035, λόγω της πτώσης στην παραγωγή χοιρινού, βόειου και μοσχαρίσιου κρέατος. Η χρήση δημητριακών για ζωοτροφές αναμένεται να περιοριστεί στους 151,4 εκατ. τόνους (-3,6%), με τη μεγαλύτερη μείωση στο σιτάρι (-7,7%). Η χρήση ελαιούχων αλεύρων μειώνεται πιο ήπια (-1,2%), ενώ οι μέσες τιμές ζωοτροφών εκτιμάται ότι θα αυξηθούν κατά 11,8% έως το 2035, με το σογιάλευρο να καταγράφει άνοδο 14,2%, επιβαρύνοντας περαιτέρω το κόστος εκτροφής.









