Τα αβαντάζ, αλλά και οι αδυναμίες που φρενάρουν το ελληνικό κρασί

Ανταγωνιστικό πλεονέκτημα δίνουν οι γηγενείς ποικιλίες, αγκάθια ο μικρός κλήρος και οι χαμηλές αποδόσεις

Το ελληνικό κρασί παρουσιάζει αξιόλογη δυναμική τόσο στην ελληνική αγορά όσο και σε εκείνη του εξωτερικού. Διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα όπως οι πολυάριθμες οινοποιήσιμες γηγενείς ποικιλίες και η αυθεντικότητα των παραγόμενων οίνων που πωλούνται από επιχειρήσεις που έχουν κατακτήσει τεχνογνωσία και φήμη.

Έχει όμως και σημαντικά μειονεκτήματα, όπως τον μικρό κλήρο, αλλά και τον έντονο ανταγωνισμό μεταξύ των επώνυμων προϊόντων του κλάδου. Σημαντικό πρόβλημα δημιουργεί, επίσης, ο αθέμιτος ανταγωνισμός από τα μη τυποποιημένα κρασιά. Οι ελληνικές οινοποιητικές επιχειρήσεις χρειάζεται να επενδύσουν περισσότερο στη φήμη του ελληνικού κρασιού στο εξωτερικό, καθώς αυτήν τη στιγμή οι χώρες προορισμού των εξαγωγών με σημαντικά μερίδια αγοράς είναι περιορισμένες. Παράλληλα, είναι σαφές ότι οι καταναλωτές θα πρέπει να εκπαιδευτούν περισσότερο ως προς τις ποικιλίες και την ποιότητα των ελληνικών κρασιών, ενώ και οι παραγωγοί χρειάζεται να στραφούν περισσότερο προς τις γηγενείς ποικιλίες που προσφέρουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα μέσω της μοναδικότητας των οίνων που παράγονται.

Τα παραπάνω αποτελούν μερικά μόνο από τα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν από στοιχεία που, σύμφωνα με πληροφορίες της «ΥΧ», έχουν στη διάθεσή τους φορείς του κλάδου.

Γιατί μειώνονται οι εκτάσεις

Η Ελλάδα είναι μια χώρα που διαθέτει πολυάριθμες οινοποιήσιμες ποικιλίες αμπέλου, γεγονός που συμβάλλει στη μοναδικότητα των ελληνικών κρασιών. Η χώρα μας το 2022 κατέχει το 26% των εγκεκριμένων κρασιών ΠΓΕ στην ΕΕ-27 και κατατάσσεται στη δεύτερη θέση, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο στους οίνους ΠΟΠ είναι 3% και την κατατάσσει στην έκτη θέση. Οι καλλιεργούμενες αμπελουργικές εκτάσεις με οινοποιήσιμες ποικιλίες παρουσίασαν μικρή αύξηση την τετραετία 2017/2018-2020/2021 και την τελευταία περίοδο ανήλθαν σε 636.970 στρέμματα.

Ωστόσο, συνολικά τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια σταθερή τάση μείωσης ή έστω σταθεροποίησης των καλλιεργούμενων εκτάσεων, καθώς δεν φαίνεται να αξιοποιείται στο σύνολό της η δυνατότητα φύτευσης επιπλέον στρεμμάτων κατά 1% του υφιστάμενου αμπελώνα κάθε έτος. Οι κύριοι παράγοντες μείωσης των αμπελουργικών εκτάσεων είναι οι χαμηλές αποδόσεις ανά στρέμμα, που οφείλονται στις χαμηλές τιμές των σταφυλιών, στην αύξηση του κόστους εισροών και στο μικρό μέγεθος των εκμεταλλεύσεων.

Οι αμπελουργικές εκτάσεις που προορίζονται για παραγωγή οίνων ΠΓΕ καταγράφονται κυρίως στην Αττική, ενώ ακολουθούν η Πελοπόννησος, η Δ. Ελλάδα, η Κεντρική Ελλάδα και η Κρήτη. Όσον αφορά τις εκτάσεις για οίνους ΠΟΠ, οι περισσότερες καταγράφονται στην Πελοπόννησο.

Στην Πελοπόννησο, τη Δυτική Ελλάδα, την Κρήτη και την Κεντρική Ελλάδα άλλωστε καλλιεργούνται και οι περισσότερες εκτάσεις με οινοποιήσιμα αμπέλια, το 52,7%.

Ο χάρτης των ποικιλιών

Οι ποικιλίες που καταλαμβάνουν τα περισσότερα στρέμματα σε όλη τη χώρα είναι ο Ροδίτης (12,3%) και το Σαββατιανό (11,1%). Ακολουθούν το Μοσχάτο (9,2%), το Αγιωργίτικο (6,7%), το Λιάτικο (3,7%), το Merlot (3,7%), το Cabernet Sauvignon (2,6%), το Μοσχοφίλερο (2,5%), το Ασύρτικο (2,3%), το Syrah (2,3%), το Sauvignon Blanc (2,3%), το Κοτσιφάλι (1,9%) και η Μαλαγουζιά (1,9%). Το υπόλοιπο 38,1% του ελληνικού αμπελώνα είναι φυτεμένο με διάφορες ποικιλίες.

Οι καταγεγραμμένες ποικιλίες ανέρχονται σε 210, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΠΕΚΕΠΕ. Το σταφύλι που χρησιμοποιείται για οίνους ΠΟΠ έχει σχεδόν διπλάσια τιμή σε σχέση με το σταφύλι που χρησιμοποιείται για τους λοιπούς οίνους. Όσον αφορά το 2022, εκτιμάται ότι οι τιμές παρουσίασαν μείωση για τους λοιπούς οίνους. Οι βιολογικές αμπελουργικές καλλιεργήσιμες εκτάσεις αποτελούν το 8% των συνολικών αμπελουργικών εκτάσεων με οινοποιήσιμες ποικιλίες, το 2020.

Η εγχώρια παραγωγή οίνου ανήλθε σε 2.469 χιλ. εκατόλιτρα την αμπελοοινική περίοδο 2021/2022, παρουσιάζοντας αύξηση 8,1% σε σχέση με την περίοδο 2020/2021. Στην περίοδο 2022/2023, με βάση την αρχική εκτίμηση προβλέπεται ότι θα υπάρξει σημαντική μείωση της τάξης του 30,5%. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τις ευνοϊκές καιρικές συνθήκες και το γεγονός ότι ο τρύγος συνεχίστηκε έως τα μέσα Οκτωβρίου, ο τελικός όγκος οινοπαραγωγής εκτιμάται ότι μπορεί να είναι υψηλότερος.

Η εγχώρια παραγωγή σε κρασιά ΠΟΠ και ΠΓΕ ανήλθε σε 24,9% επί της συνολικής παραγωγής το 2021/2022, ενώ εκτιμάται ότι θα αυξηθεί σε 33,6% το 2022/2023. Η εγχώρια οινοπαραγωγή, σε αξία, υπολογίζεται ότι αγγίζει τα 420 εκατ. ευρώ το 2021, σημειώνοντας αύξηση 18,3% σε σχέση με το 2020.

Αυξάνεται η μέση τιμή εξαγωγής

Οι εξαγωγές παρουσίασαν αύξηση σε όγκο το 2021 σε σχέση με το 2020, που είχαν μειωθεί σημαντικά λόγω της πανδημίας, επανερχόμενες στα επίπεδα του 2019. Το μερίδιο των εξαγωγών επί της εγχώριας παραγωγής διαμορφώθηκε σε 11,4% το 2021, ενώ το 43% του όγκου των εξαγωγών είχε προορισμό τη Γερμανία (2021).

Θετικό στοιχείο αποτελεί η σημαντική αύξηση της μέσης τιμής των εξαγωγών τα τελευταία έτη, λόγω της αύξησης των εξαγωγών επώνυμων ποιοτικών κρασιών. Στην Ελλάδα, η οινοποιία, όσον αφορά τον εξαγωγικό της προσανατολισμό, διαθέτει οριακό συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με άλλους κλάδους.

Το 53,6% σε ποσότητα και το 61,6% σε αξία των εξαγωγών προέρχεται από τρεις μόνο χώρες, τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία το 2021. Οι χώρες αυτές αποτελούν και τις κυριότερες οινοποιητικές χώρες, με την Ιταλία να είναι η κυριότερη εξαγωγική χώρα σε ποσότητα και η Γαλλία σε αξία. Η μέση τιμή εξαγωγών το 2021 για τη Γαλλία είναι στα 7,6 ευρώ το λίτρο, για την Ιταλία 3,2 ευρώ το λίτρο και για την Ισπανία 1,3 ευρώ το λίτρο. Ταυτόχρονα, οι τρεις χώρες (Ην. Βασίλειο, Γερμανία, ΗΠΑ) με τις μεγαλύτερες εισαγωγές οίνων αντιπροσωπεύουν περίπου το 38% του συνόλου των εισαγωγών τόσο σε ποσότητα, όσο και σε αξία το 2021.

Η παγκόσμια κατανάλωση εκτιμάται ότι παρουσίασε μικρή αύξηση (0,9%) το 2021 σε σχέση με το 2020, η οποία οφείλεται στην άρση των περιορισμών, την επαναλειτουργία του καναλιού HΟRECA και την επανεκκίνηση των κοινωνικών συγκεντρώσεων και εορτασμών που συνέβαλαν στην αύξηση της κατανάλωσης των περισσότερων χωρών παγκοσμίως.

Ο πληθωρισμός οξύνει τον ανταγωνισμό

Οι οινοποιητικές επιχειρήσεις διαθέτουν τα προϊόντα τους απευθείας στα σούπερ μάρκετ (30%) και στους χονδρέμπορους (70%). Οι χονδρέμποροι με τη σειρά τους διανέμουν το μεγαλύτερο ποσοστό των οίνων μέσω του καναλιού HORECA (57%), στις κάβες (10%) και στα διαδικτυακά καταστήματα (3%).

Ο ανταγωνισμός στον κλάδο είναι έντονος και εντοπίζεται μεταξύ των υφιστάμενων επιχειρήσεων, ίσης δυναμικότητας και μεγέθους, με στόχο την αύξηση του μεριδίου τους σε μία αγορά, η οποία παρουσιάζει μείωση τη χρονική περίοδο 2013/2014-2021/2022 και επηρεάζεται από τα υποκατάστατα προϊόντα. Εστιάζεται κυρίως στις τιμές και στη διαφοροποίηση των προϊόντων.

Η ένταση του ανταγωνισμού διαμορφώνεται και από την υψηλή διαπραγματευτική δύναμη των προμηθευτών και των πελατών, γεγονός που εντάθηκε ακόμα περισσότερο τη διετία 2020-2021 στον τομέα του λιανεμπορίου, καθώς το κανάλι HORECA είχε πληγεί σημαντικά, λόγω της πανδημίας Covid-19. Η ένταση θα οξυνθεί περαιτέρω, σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, κυρίως λόγω της ενεργειακής κρίσης και των πληθωριστικών πιέσεων.

Περισσότερο κρασί στο σπίτι κατά το λόκνταουν, στα προ πανδημίας επίπεδα γυρνά η κατανάλωση

Η εγχώρια κατανάλωση οίνου την περίοδο 2021/2022 εκτιμάται ότι ανήλθε σε 2.816 χιλ. εκατόλιτρα την αμπελοοινική περίοδο 2021/2022, παρουσιάζοντας σημαντική αύξηση 41,3% σε σχέση με την περίοδο 2020/2021. Η πανδημία της Covid-19 είχε επηρεάσει αρνητικά το κανάλι HORECA τα δύο προηγούμενα έτη και είχε οδηγήσει σε αύξηση των αποθεμάτων οίνου και σε μέτρα απόσυρσης των αποθεμάτων. Η μείωση των αποθεμάτων το 2021/2022 και η ομαλοποίηση της αγοράς σηματοδότησε την αύξηση της κατανάλωσης στα προ πανδημίας επίπεδα.

Πιάνει το 50% το χύμα

Εκτιμάται ότι το χύμα κρασί, δηλαδή αυτό που πωλείται μη τυποποιημένο ή ασκός, αποτελεί το 50% της συνολικής κατανάλωσης. Τα προηγούμενα χρόνια, το ίδιο ποσοστό υπολογιζόταν ότι έφτανε το 70% και παράγοντες του κλάδου εκτιμούν ότι έχει υπάρξει μια σχετική βελτίωση στην αντίληψη των Ελλήνων καταναλωτών σε σχέση με την αξία του τυποποιημένου κρασιού.

Η Ελλάδα παρουσιάζει υψηλή κατά κεφαλήν κατανάλωση οίνων σε λίτρα το 2021, κατέχοντας την 4η θέση, μεταξύ επιλεγμένων χωρών με την υψηλότερη κατά κεφαλήν κατανάλωση.

Σημειώνεται ότι οι τρεις πρώτες χώρες σε κατά κεφαλήν κατανάλωση, δηλαδή η Πορτογαλία, η Ιταλία και η Γαλλία, απέχουν σημαντικά από τις υπόλοιπες. Έτσι, στην Πορτογαλία η μέση κατά κεφαλήν κατανάλωση οίνου τον χρόνο είναι 44,7 λίτρα, στην Ιταλία 41 λίτρα και στη Γαλλία 37,3 λίτρα, ενώ στην Ελλάδα 26,3 λίτρα. Ακολουθούν η Γερμανία με 23,8 λίτρα, η Αυστραλία με 22,9 λίτρα κατά κεφαλήν κατανάλωση τον χρόνο και η Ισπανία με 22,2 λίτρα.

Ο μέσος όρος μηνιαίων αγορών για κρασί στην Ελλάδα, ως ποσοστό επί του συνόλου του μέσου όρου μηνιαίων αγορών των νοικοκυριών, παρέμεινε σχετικά σταθερός τη διετία 2020-2021, σε υψηλότερα όμως επίπεδα σε σύγκριση με το 2019. Η εξέλιξη αυτή μπορεί να αποδοθεί στην υποκατάσταση της διασκέδασης στο σπίτι από την έξοδο σε χώρους εστίασης και ψυχαγωγίας, καθώς παρέμειναν κλειστοί για αρκετό διάστημα την περίοδο της πανδημίας.