Άδειο το καλάθι του μελισσοκόμου

Σταγόνα στον ωκεανό χαρακτηρίζει την ενίσχυση των 8 ευρώ/κυψέλη για τους επαγγελματίες και 4 ευρώ για τους μη κατά κύριο επάγγελμα μελισσοκόμους, που ανακοίνωσε το ΥΠΑΑΤ, ο Ροδοπίτης τεχνολόγος γεωπόνος – μελισσοκόμος, Στέλιος Κεχαγιάς, επισημαίνοντας την άνοδο των ζωοτροφών, τον διπλασιασμό των υλικών συσκευασίας, καθώς και το υψηλό ενεργειακό κόστος.

Η μαζική έξοδος από τη μελισσοκομία αποτελεί συνέπεια της αύξησης του καλλιεργητικού κόστους, όπως και των ελληνοποιήσεων. «Δεν μπορούμε να συναγωνιστούμε την Τουρκία και την Κίνα. Εμείς δουλεύουμε με συγκεκριμένες προδιαγραφές. Δεν χρησιμοποιούμε οποιοδήποτε σκεύασμα και δεν αποθηκεύουμε το μέλι σε βαρέλι, όπως έρχεται από την Κίνα».

Ως λύση, με στόχο να είναι ανταγωνιστικοί, υποστηρίζει το πλαφόν τιμής στις ζωοτροφές που ανέβηκαν κατακόρυφα μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία και αναφέρεται στη ζάχαρη. «Είναι μια τροφή που δίνουμε, κατά κύριο λόγο, τον χειμώνα. Χρησιμοποιούμε ειδικές πάστες που φτιάχνονται με πρώτη ύλη τη ζάχαρη. Πριν από τον πόλεμο, αγοράζαμε τη ζάχαρη σε επαγγελματική συσκευασία προς 55 λεπτά το κιλό και τώρα κοστίζει πάνω από 1,28 ευρώ ανά κιλό. Για τους καταναλωτές είναι 1,15 ευρώ το κιλό». Η επαγγελματική είναι ακριβότερη από την οικιακή, γιατί δεν συμμετέχει «στο καλάθι», ενώ πριν από τον πόλεμο η επαγγελματική ήταν φθηνότερη της οικιακής.

Ο ίδιος χαρακτηρίζει θετική την επιδότηση των ετεροεπαγγελματιών. Το όριο των 110 κυψελών επιτρέπει μέρος των μελών του Μελισσοκομικού Συλλόγου Ροδόπης να λάβει την ενίσχυση, καθώς ο μέσος όρος είναι τα 50 μελισσοσμήνη, γιατί οι περισσότεροι είναι ημιεπαγγελματίες ή ερασιτέχνες.

Ξεχάστηκαν τα θεσμικά

Οι μελισσοκόμοι είχαν θέσει συγκεκριμένο πλαίσιο θεσμικών αιτημάτων, απαντώντας στα κύρια προβλήματα που απασχολούν τον κλάδο, αλλά η τραγωδία των Τεμπών φρέναρε τις κινητοποιήσεις τους, αναφέρει ο πρόεδρος στον Μελισσοκομικό Σύλλογο Κεντρικού Έβρου «Η Κυψέλη», Πασχάλης Χριστοδούλου, τονίζοντας ότι η «οικονομική ενίσχυση» αφορά πολύ μικρό μέρος των αιτημάτων τους. «Είναι θεσμικά ζητήματα κι αυτά θα εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα της μελισσοκομίας και όχι τα 8 ευρώ, που είναι μόνο για φέτος».

Συμφωνεί με τον κ. Κεχαγιά ότι τα χρήματα της ενίσχυσης είναι ελάχιστα συγκριτικά με τις αυξήσεις στο κόστος παραγωγής. «Δυστυχώς, το χονδρεμπόριο δεν δίνει καλύτερες τιμές από αυτές που έδινε πριν από τον πόλεμο», σχολιάζει.

Ο κ. Χριστοδούλου σημειώνει ότι οι μελισσοκόμοι διατήρησαν τις τιμές, ενίοτε μάλιστα αυτές συμπιέζονται, παρά τον διπλασιασμό των τιμών συσκευασίας και τροφής. Η χονδρική τιμή του ανθόμελου κυμαίνεται στα 2,5-3 ευρώ/κιλό.

«Οι έμποροι κάνουν αθρόες εισαγωγές από τρίτες χώρες και προκειμένου να μην ανιχνεύεται η προέλευση φιλτράρουν με πολύ ψιλά φίλτρα, για να μην υπάρχει ίχνος γυρεόκοκκου. Το αναμειγνύουν με ελάχιστες ποσότητες ελληνικού μελιού που εμφανίζουν στα τιμολόγια και στο ράφι φτάνει σε εξευτελιστική τιμή», περιγράφει. Για τις ανακοινωθείσες προθέσεις του ΥΠΑΑΤ περί πάταξης των κυκλωμάτων νοθείας και ελληνοποιήσεων περιμένει πράξεις. «Εδώ και πολλά χρόνια τα ακούμε, αλλά θέλουμε να τα δούμε εν τοις πράγμασι».

Δείχνοντας τη δυσχερή θέση του Έλληνα μελισσοκόμου, φέρνει το παράδειγμα των καφετεριών που προσφέρουν στικάκια μελιού «made in Βουλγαρία». «Εδώ και καιρό συζητείται η απονομή του σήματος ‘‘ελληνικό μέλι’’, το οποίο δίνουν μόνο σε χονδρεμπόρους και από την παραγόμενη ποσότητα μελιού ο μελισσοκόμος δικαιούται να πουλήσει μέχρι 1.200 κιλά με την ετικέτα».

Συνέπεια όλων είναι η μεγάλη έξοδος από το επάγγελμα εξαιτίας και του αθέμιτου ανταγωνισμού. «Δεν γίνεται να ανταγωνιστούμε μέλι που δεν έχει τα τεχνικά χαρακτηριστικά, τα οποία επιβάλλει η ευρωπαϊκή νομοθεσία και κυκλοφορεί ελεύθερα σε σούπερ μάρκετ».