Άφαντη η Τουρκία, σε τιμές κόστους πουλήθηκε το ρύζι

Στα 28 λεπτά έκλεισε η σεζόν για το Japonica, Ισπανοί κυρίως οι αγοραστές που κάλυψαν το κενό της γειτονικής χώρας

Κόντρα στο ρεύμα των τελευταίων μηνών, που θέλει τις τιμές στα δημητριακά και στα περισσότερα αγροτικά προϊόντα να ανεβαίνουν, δίνοντας ένα καλύτερο εισόδημα στους καλλιεργητές, εξελίχθηκε η εμπορική περίοδος στο ρύζι, με τους Έλληνες παραγωγούς να αισθάνονται στο τέλος της ημέρας ανακουφισμένοι που απέφυγαν τα χειρότερα και κατάφεραν να «διώξουν», έστω και σε τιμές κόστους, το μεγαλύτερο μέρος της περσινής τους σοδειάς.

Το κλείσιμο της σεζόν βρήκε την τιμή για τις μεσόσπερμες ποικιλίες, που αποτελούν πάνω από το 70% της συνολικής παραγωγής, να διαμορφώνεται μεσοσταθμικά στα 27-28 λεπτά/κιλό, πολύ χαμηλότερα δηλαδή από τα 32-34 λεπτά στα οποία είχε κινηθεί την περίοδο 2019-2020. Η εξέλιξη αυτή θα πρέπει να αποδοθεί στην Τουρκία, η οποία έλαμψε διά της απουσίας της από τα ντόπια εμπορικά δρώμενα, ιδίως από τον Φεβρουάριο και μετά, αναγκάζοντας τους εγχώριους μύλους να στραφούν σε ευρωπαϊκές κυρίως αγορές, ρίχνοντας ωστόσο σε μεγάλο βαθμό τις τιμές τους προκειμένου να καταστούν ανταγωνιστικοί.

«Το Ronaldo, που είναι και το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής μεσόσπερμου, πληρώθηκε στον παραγωγό κατά μέσο όρο 27 με 28 λεπτά/κιλό», λέει στην «ΥΧ» ο πρόεδρος του Συνεταιρισμού Χαλάστρας Β’, Βασίλης Κουκουρίκης. «Όταν οι Τούρκοι, με τους οποίους δουλεύει σχεδόν το 80% των ελληνικών ορυζόμυλων, εξαφανίστηκαν από την αγορά στις αρχές Φεβρουαρίου, υπήρξε ένα διάστημα πανικού. Πιέστηκαν πολύ τα πράγματα, έγιναν ακόμα και πωλήσεις στα 26 λεπτά από ορισμένους παραγωγούς», συμπληρώνει ο ίδιος. «Αυτό κράτησε περίπου δύο μήνες, μέχρι να αρχίσουν να κλείνουν συμφωνίες εξαγωγής με Ευρωπαίους αγοραστές, με σημαντικά χαμηλότερες ωστόσο τιμές», σημειώνει ο κ. Κουκουρίκης.

Ανεβασμένα τα κόστη

«Αρχικά υπήρξε κάποιο ενδιαφέρον από την Τουρκία, όμως πολύ γρήγορα σταμάτησε. Υπολογίζω ότι τελικά πήραν μόλις το 10% των ποσοτήτων που απορροφούν σε μια συνηθισμένη εμπορική χρονιά», αναφέρει από την πλευρά του ο αντιπρόεδρος του συνεταιρισμού Χαλάστρας Α’, Λεωνίδας Κουϊμτζής και προσθέτει: «Τα 28 λεπτά αντιστοιχούν στο κόστος παραγωγής. Από τα 30 λεπτά και πάνω αρχίζει να βγαίνει ένα μεροκάματο για τον καλλιεργητή. Ουσιαστικά, τα δώσαμε για να τα ξεφορτωθούμε». Όπως υπογραμμίζει και ο κ. Κουκουρίκης, «η τιμή υποχώρησε σε μια στιγμή που τα λιπάσματα έχουν αυξηθεί 30% έως 40%, το πετρέλαιο το ίδιο, τα φάρμακα 10%, γενικότερα όλα τα κόστη της καλλιέργειας έχουν ανέβει».

Μειώθηκαν οι δασμοί αλλά…

Στις αρχές της χρονιάς, η είδηση ότι η Τουρκία πρόκειται να μειώσει κατά πολύ τους εισαγωγικούς δασμούς στο ρύζι Japonica για το διάστημα μέχρι τις 30 Απριλίου 2021, έκανε αρκετούς αναλυτές να μιλήσουν για «παράθυρο ευκαιρίας» για τους Ευρωπαίους κυρίως παραγωγούς.

Οι εκτιμήσεις τοποθετούσαν τόσο την Ελλάδα όσο και την Ιταλία στους ωφελημένους από την κίνηση αυτή, δεδομένων των ήδη στενών εμπορικών σχέσεων που είχαν με την Τουρκία στο συγκεκριμένο προϊόν, αλλά και της γεωγραφικής εγγύτητας η οποία, θεωρητικά τουλάχιστον, τους έδινε τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν αυτό το παράθυρο. Κάθε μία από τις δύο χώρες είναι «υπεύθυνη» για το 10% περίπου των εισαγωγών ρυζιού της Τουρκίας κάθε χρόνο ενώ, σύμφωνα με την τελευταία ετήσια έκθεση του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της Άγκυρας, το ημερολογιακό έτος 2020 η αξία των ελληνικών εξαγωγών ρυζιού ανήλθε σε 27,34 εκατ. ευρώ (από 25,71 εκατ. ευρώ το 2019 και 20,09 εκατ. ευρώ το 2018).

Τα πράγματα ωστόσο εξελίχθηκαν διαφορετικά: Τόσο ο πληθωρισμός, όσο και η υποτίμηση της λίρας, έστρεψαν τους Τούρκους εμπόρους, υπό την καθοδήγηση του τοπικού Συμβουλίου Δημητριακών (TMO), σε άλλες, φθηνότερες παραγωγικές χώρες. «Ήταν καθαρά οικονομικοί οι λόγοι που έγινε αυτή η επιλογή», δηλώνει στην «ΥΧ» ο Σταύρος Μπέγκας, επικεφαλής της Begas Agro. O ίδιος εκτιμά ότι αγοράστηκαν μεγάλες ποσότητες από τη Ρωσία, από την Κίνα και από την Ινδία. «Μέχρι το Πάσχα ήμασταν σχεδόν απελπισμένοι, όμως κάπου εκεί άρχισαν να ανοίγουν οι δουλειές στην Ευρώπη, οπότε εκτονώθηκε η πίεση», αναφέρει.

Λίγες οι εναλλακτικές των Ευρωπαίων

Τη λύση έδωσε κατά πρώτο λόγο η Ισπανία και κατά δεύτερο η Πορτογαλία, όπου κατευθύνθηκαν τα περισσότερα καράβια από τη χώρα μας. «Η Ισπανία “τράβηξε” πολύ ένφλοιο ρύζι, καθώς χρησιμοποιείται και σε πολλές άλλες χρήσεις, προτού γίνει άλευρο. Η αλήθεια είναι ότι, με τις τιμές των ναύλων να έχουν τριπλασιαστεί, τις παραδόσεις των φορτίων από την Ασία να γίνονται με μεγάλες καθυστερήσεις και την Καμπότζη να έχει βγει εκτός κάδρου λόγω των κυρώσεων της ΕΕ, οι Ευρωπαίοι δεν είχαν και πολλές άλλες επιλογές από το να στραφούν σε Ελλάδα και Ιταλία», εξηγεί ο κ. Μπέγκας. «Το τίμημα ωστόσο για να ανοίξουν αυτές οι αγορές ήταν οι χαμηλότερες τιμές. Αν ήταν υψηλότερες, ενδεχομένως να τους συνέφερε να φέρουν ρύζι από την Ασία, ακόμα και με αυτά τα υψηλά μεταφορικά κόστη», συμπληρώνει. Ο ίδιος θεωρεί ότι δεν αποκλείεται να δούμε επανάληψη του σκηνικού αυτού στην αρχή τουλάχιστον της επόμενης εμπορικής περιόδου, καθώς εκτιμά ότι «μέχρι το τέλος του έτους οι Τούρκοι δεν πρόκειται να εμφανιστούν».

«Μέχρι στιγμής δεν έχουμε κάποια κρούση από Τούρκους αγοραστές. Βέβαια, είναι αρκετά νωρίς, καθώς η συγκομιδή ξεκινά περί τις 20 Σεπτεμβρίου. Αν όμως δεν κάνουν την εμφάνισή τους κατά την περίοδο του αλωνισμού ή αμέσως μετά, τότε τα πράγματα θα είναι όντως δύσκολα», αναφέρει, από την πλευρά του, ο κ. Κουκουρίκης. Σύμφωνα με τον ίδιο, η εικόνα των χωραφιών αυτήν τη στιγμή είναι σε γενικές γραμμές πολύ καλή. «Αν ο καύσωνας ήταν πιο παρατεταμένος, ίσως δημιουργούσε προβλήματα. Το ευτύχημα είναι ότι, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη αλλού, στην περιοχή μας δεν είχαμε 40άρια, φτάσαμε μέχρι θερμοκρασίες της τάξεως των 37 βαθμών», καταλήγει.

Αντίθετα με τα μεσόσπερμα, το μακρύσπερμο Indica πουλήθηκε σε σαφώς καλύτερες τιμές, δεν παύει ωστόσο να αποτελεί ένα μικρό ποσοστό της συνολικής παραγωγής και σε καμία περίπτωση δεν αρκεί για να καλύψει τη χασούρα των παραγωγών από το Japonica.

«Τα μακρύσπερμα ρύζια πήγαν αρκετά καλά, πουλήθηκαν κατά μέσο όρο στα 34 λεπτά και ευελπιστούμε να πάνε το ίδιο καλά και την επόμενη σεζόν. Βέβαια, σε μεγάλο βαθμό κατευθύνθηκαν στην εσωτερική κατανάλωση», λέει στην «ΥΧ» ο κ. Κουϊμτζής. «Ξεκίνησαν οι πωλήσεις από τα 30 λεπτό/κιλό και σταδιακά έφτασαν τα 34 λεπτά/κιλό», τονίζει από την πλευρά του ο κ. Κουκουρίκης, ενώ ο κ. Μπέγκας προσθέτει ότι «από τη στιγμή που η τιμή “κλείδωσε” στα 34 λεπτά, σταμάτησαν οι εξαγωγικές δουλειές και οι εμπορικές πράξεις αφορούσαν κυρίως την εγχώρια αγορά».

Συμφωνία… εκατομμυρίων

Αρκετά ικανοποιητικές ήταν οι τιμές και για τις Καρολίνες, που ξεπέρασαν σε αρκετές περιπτώσεις τα 36 λεπτά το κιλό. Για το συγκεκριμένο είδος, μάλιστα, και ύστερα από διεργασίες τριών περίπου ετών, ορυζόμυλοι και συνεταιρισμοί κατέληξαν σε μια συμφωνία για 3 εκατ. κιλά, τα οποία θα συγκομιστούν τους επόμενους μήνες. Η συμφωνία είναι σε συμβολαιακή βάση και, μεταξύ άλλων, δεσμεύει τους μύλους που συμμετέχουν για τιμή 37 λεπτών/κιλό. Από την πλευρά των παραγωγών, οι δυο ρυζοπαραγωγικοί συνεταιρισμοί της Χαλάστρας συμμετέχουν με 1,5 εκατ. κιλά έκαστος.

«Είμαστε οι μόνοι που έχουμε τη δυνατότητα να το κάνουμε και να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις μιας τέτοιας συμφωνίας, τόσο λόγω του εύρους των ποικιλιών που καλλιεργούμε, όσο και λόγω των υποδομών που διαθέτουμε», σχολιάζει ο κ. Κουκουρίκης. «Είναι κάτι που βρισκόταν στα σκαριά εδώ και μία τριετία. Είχαν οι μύλοι τα δικά τους ζητήματα που έπρεπε να διευθετήσουν, έπρεπε κι εμείς να οργανώσουμε σαν συνεταιρισμοί που εκπροσωπούν τόσους παραγωγούς το εγχείρημα. Πλέον, περιμένουμε να δούμε πώς θα πάει. Κάθε αρχή και δύσκολη», συμπληρώνει ο πρόεδρος του Συνεταιρισμού Χαλάστρας Β’.

Ο κ. Μπέγκας, πάντως, θεωρεί υπερβολικά φιλόδοξους τους στόχους του προγράμματος, για αυτό και αποφάσισε να μη συμμετάσχει. «Πέρα από το ότι σπάρθηκαν τελικά περισσότερα στρέμματα από τον αρχικό προγραμματισμό, θεωρώ ότι ο πήχης τέθηκε πολύ ψηλά.

Τα 37 λεπτά/κιλό είναι μια τιμή που μπορεί ενδεχομένως να πληρώσει η ελληνική αγορά, τουλάχιστον στις επιχειρήσεις που πωλούν σε πακέτο. Αλλά η εξαγωγή είναι άλλο πράγμα και εκτιμώ ότι πολύ δύσκολο να δώσει αυτή την τιμή. Ρεαλιστικά σκεπτόμενοι, λοιπόν, πήραμε ως εταιρεία την απόφαση να μείνουμε εκτός», εξηγεί.

«Ψαλιδίζει» κι άλλο παραγωγή και στοκ σιταριού το USDA, ανεβαίνει το σκληρό

Mία από τις συνήθεις κριτικές που απευθύνονται προς το USDA από στελέχη της αγοράς είναι ότι στις μηνιαίες εκθέσεις προσφοράς-ζήτησης που εκδίδει (γνωστά και ως WASDE Reports) αργεί να ενσωματώσει τα μηνύματα που καταφθάνουν από τα διάφορα παραγωγικά κέντρα του κόσμου, με αποτέλεσμα συχνά οι εκτιμήσεις του να εμφανίζονται αρκετά συντηρητικές.

Αυτό σίγουρα δεν μπορεί να ειπωθεί για το report του Αυγούστου που δημοσιεύθηκε στα τέλη της περασμένης εβδομάδας και στο οποίο οι αναλυτές του αμερικανικού υπουργείου Γεωργίας προχωρούν σε μια γενναία καθοδική αναθεώρηση των προβλέψεών τους για την παγκόσμια παραγωγή σιταριού.

Η νεότερη εκτίμηση θέλει την παγκόσμια παραγωγή να περιορίζεται στους 776,9 εκατ. τόνους, δηλαδή 15,5 εκατ. τόνους ή 2% κάτω από την προηγούμενη εκτίμηση του Ιουλίου. Οι μεγαλύτερες μειώσεις αφορούν τη Ρωσία και τον Καναδά, η παραγωγή των οποίων αθροιστικά αναμένεται τώρα μειωμένη κατά 20 εκατ. τόνους, σε σχέση με την πρόβλεψη του περασμένου μήνα.

Σε ιστορικό χαμηλό ο δείκτης «αποθεμάτων προς χρήση»

Προς τα κάτω αναθεωρήθηκαν και τα αποθέματα και, μάλιστα, το αξιοσημείωτο είναι ότι οι αναμένονται μειωμένα κατά συνολικά 8 εκατ. τόνους και στους οκτώ μεγαλύτερους εξαγωγείς σιταριού παγκοσμίως. Αυτό, σε συνδυασμό με την μειωμένη κατά 17 εκατ. τόνους παραγωγή στις χώρες αυτές, οδηγεί στο χαμηλότερο ιστορικά δείκτη «αποθεμάτων προς χρήση» (stock-to-use ratio).

Στον απόηχο αυτών των εκτιμήσεων, η τιμή για τα συμβόλαια Δεκεμβρίου 2021 στο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων του Σικάγου ανέβηκε την Παρασκευή 13 Αυγούστου στα 284,58 δολ./τόνο, το υψηλότερο κλείσιμο από τον Φεβρουάριο του 2013 και 6,8% πάνω από το κλείσιμο της προηγούμενης εβδομάδας. Αντίστοιχα, στο Παρίσι (Euronext) ο Δεκέμβριος έκλεισε την ίδια ημέρα στα 254,25 ευρώ/τόνο, δηλαδή 9,5% πάνω σε σχέση με μία εβδομάδα πριν.

Για το σκληρό σιτάρι, το νεότερο report δεν περιέχει κάποια συνταρακτική είδηση, επαναλαμβάνει ωστόσο ότι η ξηρασία σε ΗΠΑ και Καναδά θα επηρεάσει δραστικά την παραγωγή της Β. Αμερικής. Για τις ΗΠΑ, ειδικότερα, η πρόβλεψη είναι ότι η νέα σοδειά θα περιοριστεί στους 900.000 τόνους, δηλαδή 50% κάτω σε σχέση με πέρυσι. Οι αυξήσεις στην παραγωγή της ΕΕ (7% στους 7,7 εκατ. τόνους) και του Μεξικό (9% στους 1,3 εκατ. τόνους) θεωρούνται μικρές για να αντισταθμίσουν τις απώλειες αυτές.

Είναι χαρακτηριστικό ότι τη σεζόν 2020/2021, η Ιταλία εισήγαγε 2 εκατ. τόνους σκληρού σιταριού από Καναδά και ΗΠΑ τους οποίους, όπως είναι φανερό, θα δυσκολευτεί να βρει φέτος -και σίγουρα όχι σε χαμηλές τιμές. Αντίστοιχα, η Τουρκία καλύπτει πάνω από το 50% των αναγκών της σε σκληρό σιτάρι μέσω του Καναδά.

Η βορειοαμερικανική χώρα αποτελεί επίσης βασικό προμηθευτή τόσο για το Μαρόκο (που πάντως οδεύει για τριπλασιασμό της δικής του παραγωγής σε σχέση με πέρυσι), όσο και για την Αλγερία.

Πάει για 370 ευρώ η εξαγωγή

Τα παραπάνω εξηγούν γιατί στην ελληνική αγορά και στις συζητήσεις για εξαγωγικές δουλειές ακούγονται ακόμα και νούμερα της τάξης των 360-370 ευρώ FOB. Στην τελευταία λίστα της Φότζια, πριν από την καθιερωμένη αυγουστιάτικη ανάπαυλα, οι τιμές είχαν ενισχυθεί κατά 15 ευρώ, με αποτέλεσμα η πρώτη ποιοτική κατηγορία (ειδικό βάρος 79 kg/hl, υαλώδη 80%, πρωτεΐνη 12%) να πωλείται από 380 έως 385 ευρώ/τόνο (επί αυτοκινήτου στην αποθήκη του παραγωγού) και η δεύτερη (ειδικό βάρος 78 kg/hl, υαλώδη 65%, πρωτεΐνη 11,5%) από 370 έως 375 ευρώ/τόνο.