Αγελαδινό γάλα: Μία στις δύο εκµεταλλεύσεις έτοιµες να εγκαταλείψουν λόγω της εκτίναξης του κόστους των ζωοτροφών

Οι ανατιμήσεις στις ζωοτροφές και στα υπόλοιπα κόστη παραγωγής γονατίζουν τις εκμεταλλεύσεις

Σημάδια κινητικότητας, μετά από πολλούς μήνες στασιμότητας που συνέπεσαν με την αλματώδη αύξηση των τιμών των ζωοτροφών οι οποίες έφεραν τους κτηνοτρόφους στα όριά τους, παρατηρούνται το τελευταίο διάστημα στην αγορά του αγελαδινού. Οι πληροφορίες θέλουν τουλάχιστον δύο εγχώριες γαλακτοβιομηχανίες και, πιο συγκεκριμένα, τις δύο μεγαλύτερες του κλάδου, να έχουν δρομολογήσει για το επόμενο τρίμηνο αυξήσεις που αθροιστικά ανέρχονται στα 2 λεπτά/κιλό.

Η πρώτη κίνηση ανήκει στα Ελληνικά Γαλακτοκομεία, τα οποία φέρονται να έχουν ήδη γνωστοποιήσει τη σχετική πρόθεσή τους στους παραγωγούς.

Τη σκυτάλη πήρε αμέσως μετά η Δέλτα (Vivartia), η οποία προανήγγειλε αντίστοιχες αυξήσεις, ενδεχομένως σε μια προσπάθεια να κόψει εν τη γενέσει τους οιεσδήποτε σκέψεις για «αλλαγή στρατοπέδου» που θα μπορούσαν να γεννηθούν στο μυαλό ορισμένων κτηνοτρόφων, ιδίως στις παραγωγικές ζώνες όπου συνυπάρχει με τον όμιλο Σαράντη.

Έμπειροι παρατηρητές της αγοράς θεωρούν βέβαιο ότι τον ίδιο δρόμο θα ακολουθήσουν σύντομα και οι υπόλοιπες επιχειρήσεις του χώρου, προκειμένου να κρατήσουν αλώβητη τη δεξαμενή παραγωγών τους και να διασφαλίσουν την κάλυψη των αναγκών τους σε πρώτη ύλη.

Εφόσον οι πληροφορίες επιβεβαιωθούν, θα πρόκειται αναμφισβήτητα για μια ευπρόσδεκτη εξέλιξη, δεδομένου ότι, από την αρχή του έτους, οι τιμές παραγωγού είναι καθηλωμένες στην περιοχή των 35-38 λεπτών το κιλό και, μάλιστα, τους τελευταίους μήνες καταγράφηκαν και κάποιες ήπιες μεν, πτωτικές δε τάσεις. Αυτό αποτυπώνεται τόσο στα επίσημα στοιχεία του Παρατηρητηρίου Γάλακτος της Κομισιόν όσο και σε εκείνα που παραθέτει ο ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ.

Στην πρώτη περίπτωση, η μέση τιμή αγοράς του αγελαδινού στη χώρα μας υποχώρησε από τα 38,86 λεπτά/κιλό τον Μάρτιο στα 38,76 λεπτά τον Απρίλιο και, εν συνεχεία, στα 38,72 λεπτά τον Μάιο, προτού αυξηθεί οριακά στα 38,74 λεπτά τον Ιούνιο.

Στο ίδιο διάστημα η τιμή για το σύνολο της ΕΕ (εξαιρουμένου πλέον του Ηνωμένου Βασιλείου) είτε παραμένει αμετάβλητη είτε παρουσιάζει πολύ μικρές μηνιαίες αυξήσεις. Ομοίως, τα στοιχεία του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ τοποθετούν τη μέση τιμή για το συμβατικό (δηλαδή το μη βιολογικό) αγελαδινό γάλα στα 38,22 λεπτά τον Μάρτιο, στα 38,19 λεπτά τον Απρίλιο και στα 38,05 λεπτά τον Μάιο, ακολουθούμενη από μια μικρή αύξηση στα 38,28 λεπτά τον Ιούνιο.

Πρόκειται για επίπεδα τιμών τα οποία, όπως και πάλι μπορεί να διαπιστώσει κανείς από τα στοιχεία του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, είναι ουσιαστικά αμετάβλητα σε σχέση με τους ίδιους μήνες του 2020, την ώρα που στο μεσοδιάστημα το κόστος των ζωοτροφών (που αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 60% των συνολικών εξόδων παραγωγής), αλλά και της ενέργειας έχει εκτιναχθεί. Κι αυτό ακριβώς το κόστος απειλεί τώρα να… καταπιεί και τις αυξήσεις στις τιμές του γάλακτος που προσανατολίζονται να δώσουν οι γαλακτοβιομηχανίες.

Αγελαδινό – Μέση τιµή

Πηγή: ΕΛΓΟ-Δήμητρα

«Τον Δεκέμβριο θα έχουν μείνει οι μισοί»

«Αν η τιμή του αγελαδινού δεν ανέβει στα 45 λεπτά, ο αγελαδοτρόφος θα συνεχίσει να αιμορραγεί», λέει στην «ΥΧ» ο αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ), Χρήστος Τσομπάνος. Ο ίδιος κάνει την απαισιόδοξη πρόβλεψη ότι «αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, μέχρι τον Δεκέμβριο από τις περίπου 600 μονάδες που υπάρχουν σήμερα θα έχουν μείνει οι μισές. Ειδικά οι μικρότερες εκμεταλλεύσεις, που παράγουν μέχρι 3 τόνους γάλα, δεν πρόκειται να επιβιώσουν».

Τα νούμερα που παραθέτει –και τα οποία, όπως σημειώνει, έχει μεταφέρει και στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης– είναι αμείλικτα: «Πέρυσι τέτοια εποχή στην Κεντρική Μακεδονία αγοράζαμε τη σόγια 33 λεπτά/κιλό. Σήμερα την πληρώνουμε 47 λεπτά. Το καλαμπόκι από τα 19 λεπτά έχει σκαρφαλώσει στα 30 λεπτά, η κράμβη από τα 19 στα 34 λεπτά, η ζαχαρόπιτα από τα 18 λεπτά στα 25.

Το δε πετρέλαιο πέρυσι ήταν στο 1,1 ευρώ/λίτρο, πλέον έφτασε στο 1,4 ευρώ/λίτρο. Για το ρεύμα δεν νομίζω ότι χρειάζεται να πούμε κάτι, γνωρίζουμε όλοι ότι έχει πάει στα ύψη. Προσθέστε σε αυτά και τις ασφαλιστικές εισφορές του προσωπικού».

«Όποιος φύγει, δεν γυρνάει πίσω»

Συνέπεια όλων των παραπάνω, όπως εξηγεί ο κ. Τσομπάνος, είναι σήμερα το κόστος παραγωγής ενός κιλού αγελαδινού γάλακτος να έχει ξεπεράσει τα 38 λεπτά όταν πέρυσι κυμαινόταν από 30 έως 32 λεπτά. «Με μαθηματική ακρίβεια, λοιπόν, μπαίνουμε κάθε μέρα μέσα», υπογραμμίζει και προσθέτει: «Το χειρότερο είναι ότι στην αγελαδοτροφία ό,τι χάνεται σε ζωικό κεφάλαιο είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατον, να αναπληρωθεί. Μια αγελάδα κοστίζει σήμερα περί τα 2.500 ευρώ. Δεν υπάρχουν τα χρήματα για να σφάξεις τα ζώα και μετά να τα ‘‘ξαναφτιάξεις’’. Όποιος φεύγει από την αγελαδοτροφία, δεν πρόκειται να γυρίσει πίσω».

«Εδώ και καιρό βρισκόμαστε υπό πίεση. Όμως, ειδικά τους τελευταίους τρεις μήνες τα πράγματα έχουν φτάσει στο απροχώρητο», δηλώνει, από την πλευρά του, ο Σερραίος αγελαδοτρόφος, Γιάννης Τσιτσιλίδης. Ο ίδιος συμπληρώνει ότι «αυτήν τη στιγμή, κάποιος που ασχολείται αποκλειστικά με την αγελαδοτροφία, όσο παραγωγικά κι αν είναι τα ζώα του και όσο καλή διαχείριση κι αν κάνει, δεν βγαίνει σε καμία περίπτωση οικονομικά. Προσωπικά, έχω σφάξει αγελάδες με 32 κιλά την ημέρα στήσιμο γιατί τα έξοδά μου ήταν μεγαλύτερα.

Δεν υπάρχει κάτι που να συνδέεται με το κόστος παραγωγής και να μην έχει ακριβύνει το τελευταίο δίμηνο κατά τουλάχιστον 10%-20%. Τα μόνα προϊόντα που δεν έχουν ανέβει είναι το αγελαδινό και το μοσχαρίσιο κρέας. Το 2007-2008 που είχε συμβεί κάτι παρόμοιο στα αγροτικά εμπορεύματα, είχε ενισχυθεί και η τιμή του γάλακτος. Αυτό φέτος δεν έχει συμβεί».

«Δυστυχώς, κάποιοι αγρότες αισχροκερδούν»

Ο κ. Τσιτσιλίδης στηλιτεύει επίσης και τη στάση αρκετών αγροτών οι οποίοι, προκειμένου να επωφεληθούν από τη συγκυρία και να αποκομίσουν τα υψηλότερα δυνατά κέρδη, αδιαφορούν για την τύχη κτηνοτρόφων με τους οποίους συνεργάζονται χρόνια.

«Δυστυχώς, βλέπουμε φαινόμενα αισχροκέρδειας και συμπεριφορές, οι οποίες, σε κάποιες περιπτώσεις, είναι χειρότερες ακόμα και από αυτές των εμπόρων. Πέρυσι, αγοράζαμε το καλαμπόκι 20 λεπτά και ήταν ευχαριστημένοι. Φέτος, προσφέρουμε 26 λεπτά και η απάντηση που παίρνουμε είναι ‘να τα κρατήσουμε ανοιχτά’’, προφανώς γιατί προσδοκούν ότι η τιμή θα ανέβει κι άλλο. Τέτοιες πρακτικές είναι απαράδεκτες και οι αγρότες θα τις βρουν μπροστά τους», τονίζει.

Οι επιδόσεις των τεσσάρων μεγάλων του κλάδου το 2020

Με ρυθμό ανάπτυξης 8,8% έκλεισαν το 2020 τα Ελληνικά Γαλακτοκομεία παρά τις προκλήσεις που, εκ των πραγμάτων, έθεσε στον κλάδο, αλλά και στο σύνολο της αγοράς, η πανδημία.

Ο όμιλος είδε τον τζίρο του να ανεβαίνει στα 405,455 εκατ. ευρώ από 372,639 εκατ. ευρώ το 2019. Τα κέρδη προ φόρων, χρηματοδοτικών, επενδυτικών αποτελεσμάτων και αποσβέσεων (EBITDA) ανήλθαν σε 51,843 εκατ. ευρώ έναντι 49,051 εκατ. ευρώ το 2019, σημειώνοντας άνοδο 5,69%.

Η επιχείρηση συνεχίζει το επενδυτικό της πλάνο, το οποίο, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει νέα γραμμή παραγωγής φέτας στο εργοστάσιο των Τρικάλων, ενώ ανάμεσα στους στόχους της φετινής χρήσης είναι η διατήρηση ή και αύξηση του κύκλου εργασιών και η ενίσχυση του εξαγωγικού προσανατολισμού.

Η πανδημία και, ειδικότερα, το λοκντάουν στην εστίαση φαίνεται ότι επηρέασε περισσότερο τον κλάδο γαλακτοκομικών της Vivartia, οι πωλήσεις του οποίου υποχώρησαν το 2020 στα 270 εκατ. ευρώ από 282,5 εκατ. ευρώ το 2019. Όπως σημειώνεται στις οικονομικές καταστάσεις, η μεταβολή αυτή αντανακλά «την αρνητική επίδραση που προκάλεσαν τα περιοριστικά μέτρα τα οποία επιβλήθηκαν λόγω της πανδημίας στα προϊόντα και σχετίζονται με την εγχώρια επαγγελματική αγορά, καθώς και στα προϊόντα αυθόρμητης κατανάλωσης», καθώς και την «ολοκλήρωση συμφωνιών διανομής προϊόντων τρίτων και στη διακοπή συμφωνιών παραγωγής προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας λόγω της αναδιοργάνωσης των λειτουργιών του κλάδου τα τελευταία δυο έτη». Τα EBITDA ανήλθαν σε 25 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 5,1 εκατ. ευρώ έναντι του 2019 (19,9 εκατ. ευρώ).

Όπως είναι γνωστό, η Vivartia ελέγχεται πλέον από το fund CVC Capital Partners, το οποίο έχει αποκτήσει και την πλειοψηφία της Δωδώνη. Η ηπειρώτικη γαλακτοβιομηχανία, σύμφωνα με τις δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις, αύξησε το 2020 τον κύκλο εργασιών της κατά 7% στα 115,407 εκατ. ευρώ, ενώ τα EBITDA διαμορφώθηκαν σε 15,151 εκατ. ευρώ από 9,994 εκατ. ευρώ το 2019.

Οι εισκομίσεις γάλακτος ανήλθαν στα επίπεδα-ρεκόρ των 77.500 τόνων. Η διοίκηση θεωρεί ότι «ο κλάδος γαλακτοκομικών/τυροκομικών ανήκει σε εκείνες τις επιχειρηματικές κατηγορίες που επηρεάζεται θετικά» από τις ανακατατάξεις που έφερε η πανδημία, κυρίως λόγω της αύξησης της ζήτησης στα σούπερ μάρκετ.

Ενισχυμένη βγήκε από την περσινή χρονιά και η ΜΕΒΓΑΛ στην οποία, μετά την απεμπλοκή της ΔΕΛΤΑ, απόλυτο αφεντικό είναι πλέον η Μαίρη Χατζάκου με σύμμαχο τον Σπύρο Θεοδωρόπουλο. Το 2020 έκλεισε με αύξηση τζίρου στα 116,847 εκατ. ευρώ έναντι 113,667 εκατ. ευρώ έναν χρόνο πριν, ενώ το ΕΒΙΤDΑ σε επίπεδο ομίλου διαμορφώθηκε στα 8,377 εκατ. ευρώ από 9,821 εκατ. ευρώ το 2019.

Για το 2021 η ΜΕΒΓΑΛ στοχεύει «στην ενίσχυση της σταθερά κερδοφόρας πορείας του, μέσα από την ανάληψη νέων προϊοντικών πρωτοβουλιών και καινοτομιών, επενδύοντας στην υψηλή ποιότητα των προϊόντων του». Παράλληλα, θα συνεχίσει τις ενέργειες «περαιτέρω ενδυνάμωσης της παρουσίας του στις διεθνείς αγορές, καθώς και διείσδυσης σε νέες αγορές και κανάλια διανομής».

Ήδη, από τις αρχές του 2021, η διοίκηση διαπίστωνε αύξηση των πωλήσεων σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2020.