Αιγοπρόβειο γάλα: Σε τεντωμένο σχοινί οι διαπραγματεύσεις για τις τιμές της νέας σεζόν

Eντονη είναι τα τελευταία εικοσιτετράωρα η κινητικότητα στον κλάδο του αιγοπρόβειου γάλακτος καθώς οι διαπραγματεύσεις μεταξύ μεταποιητικών επιχειρήσεων και συνεταιριστικών οργανώσεων που παραδοσιακά λειτουργούν ως πυξίδα για τη διαμόρφωση των τιμών της νέας γαλατικής σεζόν φαίνεται ότι έχουν εισέλθει στην πλέον κρίσιμη φάση τους.

των Γιάννη Τσατσάκη, Γιώργου Ρούστα

Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, υπήρχε έντονη φημολογία ότι ο Συνεταιρισμός Αιγοπροβατοτρόφων Ελασσόνας «Γάλα Ελάςς» είχε καταλήξει σε συμφωνία με την Lactalis για τη διάθεση 2.000 τόνων πρόβειου γάλακτος στα 1,53 ευρώ/κιλό από τα οποία, αφαιρώντας τις κρατήσεις υπέρ του συνεταιρισμού, προκύπτει μια τιμή 1,50 ευρώ στον παραγωγό.

Μιλώντας στην «ΥΧ» ο πρόεδρος του Γάλα Ελάςς, Γιώργος Μηλιώνης ανέφερε ότι δεν πρόκειται για κάποιο τελειωμένο ντηλ συμπληρώνοντας ότι οι συζητήσεις με τους μεταποιητές βρίσκονται σε εξέλιξη και δεν έχουν καταλήξει ακόμα κάπου. «Δεν θα ήθελα χωρίς να έχουμε μια ολοκληρωμένη συμφωνία να μιλήσω για συγκεκριμένα νούμερα, τόσο σε ό,τι αφορά στις τιμές όσο και στις ποσότητες. Υπάρχει ο κίνδυνος να δημιουργηθούν λάθος εντυπώσεις. Κατανοώ το ενδιαφέρον που υπάρχει για το γάλα αλλά πρέπει να είμαστε προσεκτικοί σε αυτά που λέμε τη δεδομένη χρονική στιγμή», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Στα 1,70 έκλεισε ο «Φαρσάλων Γη»

Την ίδια στιγμή ωστόσο, όπως πληροφορούνταν η «ΥΧ», ο Αγροτικός Κτηνοτροφικός Συνεταιρισμός «Φαρσάλων Γη» πουλούσε το πρόβειο γάλα των συνεργαζόμενων παραγωγών στην περσινή τιμή των 1,70 ευρώ/κιλό, κατόπιν συμφωνίας με τοπικό τυροκομείο. Η συμφωνία αφορούσε περί τους 600 τόνους ενώ οι υπόλοιπες ποσότητες (περίπου 400 τόνοι) αναμενόταν να προωθηθούν στις δύο εταιρείες με τις οποίες ο συνεταιρισμός συνεργάζεται τα τελευταία χρόνια.

Σε κάθε περίπτωση πάντως η διοίκηση του συνεταιρισμού θεωρούσε ότι η συμφωνία του 1,70 ευρώ αποτελεί «μπούσουλα» για το νέο έτος και εκτιμούσε ότι «εφόσον η αγορά πάει καλά, κατά την διάρκεια της νέας χρονιάς, ίσως υπάρξει μια αναπροσαρμογή της παραπάνω συμφωνίας, προς τα πάνω».

Όσον αφορά στις λίγες ποσότητες του γίδινου, επίσης θα ισχύσει το 2024 η περσινή τιμή, δηλαδή 1,05 ευρώ το κιλό. Μια ακόμα συμφωνία με εξίσου θετικό πρόσημο έκλεισε στο γίδινο κτηνοτρόφος από το νομό Τρικάλων ο οποίος «έκλεισε» με την ΕΒΟΛ στα 1,10 ευρώ/κιλό. Κι εδώ υπάρχει πρόνοια για αύξηση της τιμής «εφόσον το επιτρέψει η αγορά».

Νομοτελειακές οι μειώσεις για τους μεταποιητές

Πάντως, πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν ότι η φημολογούμενη συμφωνία Γάλα Ελάςς – Lactalis εκλαμβάνεται ήδη ως προπομπός μειώσεων και ως μια πρώτη ένδειξη ότι περνάει η γραμμή των τυροκόμων που μιλούν για «εξορθολογισμό των τιμών του αιγοπρόβειου γάλακτος» ώστε να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα της κατανάλωσης.

Ενδεικτικά, επικεφαλής μεγάλου μεταποιητικού ομίλου δήλωνε στην «ΥΧ» ότι οι τιμές του αιγοπρόβειου γάλακτος τη νέα παραγωγική περίοδο θα πρέπει να κυμανθούν μεταξύ 1,40 και 1,55 ευρώ/κιλό, συμπληρώνοντας μάλιστα ότι ακόμα και η χορήγηση προκαταβολών είναι φέτος δυσκολότερη για τις επιχειρήσεις ένεκα των αυξημένων επιτοκίων.

Στο ίδιο μήκος κύματος, στέλεχος γνωστής τυροκομικής εταιρείας σημείωνε ότι το γεγονός ότι δεν έχει ξεκαθαρίσει ακόμα το τοπίο με τις τιμές οφείλεται «στις υψηλές τιμές που αγοράστηκε το γάλα το 2023, κάτι που ανέβασε το κόστος της φέτας αλλά και των σκληρών τυριών (κεφαλογραβιέρα, κεφαλοτύρι) σε δυσθεώρητα επίπεδα, με αποτέλεσμα να υποχωρήσει σημαντικά η κατανάλωση- εξ ου και τα μεγάλα αποθέματα που έχουν σήμερα στις αποθήκες τους οι περισσότερες βιομηχανίες αλλά και τα μικρότερα τυροκομεία».

Αναφορικά, δε, με τις εξαγωγές ανέφερε ότι «οι τιμές που ζητάνε σήμερα οι ξένες αλυσίδες σούπερ μάρκετ για τη νέα χρονιά κυμαίνονται στα επίπεδα του 2021-22». Το ίδιο στέλεχος προεξοφλούσε ότι νομοτελειακά η αγορά θα οδηγηθεί σε πίεση των τιμών παραγωγού καθώς «όταν αρχίσουν τον Ιανουάριο να έρχονται τα γάλατα της νέας σεζόν, ακριβώς λόγω των υψηλών αποθεμάτων, δεν θα μπορούν να απορροφηθούν από τις μεταποιητικές επιχειρήσεις».

Έτερο στέλεχος μεγάλης μεταποιητικής εταιρείας θεωρεί ότι τα 1,50 ευρώ/κιλό είναι, τηρουμένων των αναλογιών, μια «δίκαιη τιμή» η οποία επιτρέπει τη βιωσιμότητα των παραγωγών ενώ παράλληλα μπορεί να συμβάλει ώστε να τονωθεί η κατανάλωση η οποία έχει δεχτεί ισχυρό πλήγμα.