Ανάμεικτες οι πρώτες αντιδράσεις από τον χώρο των θερμοκηπιακών καλλιεργειών στις εξαγγελίες Μητσοτάκη
Με καλό μάτι βλέπουν οι παραγωγοί φράουλας στον Νομό Ηλείας τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, που έγιναν από το βήμα της 88ης ΔΕΘ σχετικά με το ποσό των 600 εκατ. ευρώ για την αύξηση της θερμοκηπιακής καλλιέργειας, καθώς πρόκειται για έναν κλάδο με μεγάλη εξαγωγική δραστηριότητα.
Όπως επισημαίνει στην «ΥΧ» ο Δημήτρης Τακτικός, ιδιοκτήτης μίας από τις δυναμικότερες εταιρείες παραγωγής, εμπορίας και τυποποίησης φρούτων και λαχανικών στον Νομό Ηλείας, αλλά και παραγωγός φράουλας στη Νέα Μανωλάδα, ήδη, κάθε χρόνο, οι θερμοκηπιακές εκτάσεις παρουσιάζουν αύξηση, με τους παραγωγούς να αξιοποιούν τα Σχέδια Βελτίωσης, καθώς και άλλα προγράμματα για να μεγαλώσουν τις εγκαταστάσεις τους.
«Τα τελευταία χρόνια, υπάρχει μια τάση μετατροπής των υπαίθριων καλλιεργειών σε θερμοκήπια. Υπολογίζεται ότι, κάθε χρόνο, στον νομό οι θερμοκηπιακές εγκαταστάσεις αυξάνονται κατά 10%. Πολλοί παραγωγοί εντάσσονται στα Σχέδια Βελτίωσης για αυτόν τον σκοπό, αλλά και σε προγράμματα του υπουργείου Οικονομικών. Μάλιστα, η απορρόφησή τους κατά 80% είναι ενδεικτική του μεγάλου αυτού ενδιαφέροντος. Κι εμείς, ως επιχείρηση, τα τελευταία πέντε χρόνια έχουμε αξιοποιήσει τέσσερα Σχέδια Βελτίωσης. Οπότε, η εξαγγελία του πρωθυπουργού, και μάλιστα με ένα τόσο μεγάλο χρηματικό ποσό, θεωρώ πως κινείται προς θετική κατεύθυνση», τονίζει ο κ. Τακτικός. Ωστόσο, σύμφωνα με άλλους παραγωγούς, θα πρέπει να λυθούν επιπλέον ζητήματα, όπως είναι η έλλειψη εργατών γης, αλλά και η επάρκεια νερού.
Προβληματισμένοι οι Πελοποννήσιοι
Στον αντίποδα, με έντονο προβληματισμό υποδέχθηκαν στην Πελοπόννησο όλοι οι εμπλεκόμενοι στον χώρο της θερμοκηπιακής καλλιέργειας τις δηλώσεις του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη. Στην Πελοπόννησο, ήδη έχει αποτύχει μια προσπάθεια διάδοσης της θερμοκηπιακής καλλιέργειας που εκδηλώθηκε πριν από περίπου επτά χρόνια από την περιφέρεια.
Αυτό, όμως, δεν ακυρώνει σε καμία περίπτωση την προσπάθεια που έχει αναπτυχθεί στην Τριφυλία, σε έκταση 3.000 στρεμμάτων, με σύγχρονες μονάδες, εκ των οποίων το 8%-10% αποτελεί μονάδες υδροπονικής καλλιέργειας. Ο προϊστάμενος της ΔΑΟΚ, Αντώνης Παρασκευόπουλος, σχολιάζοντας τις εξελίξεις, δηλώνει ότι «ο κλάδος των θερμοκηπιακών καλλιεργειών είναι δυναμικός, διότι, αξιοποιώντας τις νέες τεχνολογίες και με σύγχρονες κατασκευές που δίνουν τον έλεγχο του κλίματος, μπορούμε να πετύχουμε υψηλές αποδόσεις και σε μικρή έκταση να πετύχουμε μεγάλη παραγωγή. Κατά συνέπεια, ο κλάδος έχει μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον.
Το ότι θα αναπτυχθεί ένα πρόγραμμα για τη στήριξη του κλάδου είναι σημαντικό, αλλά για να αυξήσουμε τη θεμοκηπιακή καλλιέργεια χρειάζονται περισσότερες πιστώσεις. Η προσέγγιση ενδυνάμωσης του κλάδου χρειάζεται περισσότερο ενδιαφέρον, γι’ αυτό και πρέπει να σχεδιαστεί σωστά, σύμφωνα με τις ανάγκες των περιοχών, ώστε να γίνουν καλές κατασκευές που να ταιριάζουν στις συνθήκες των περιοχών».
Όπως επισημαίνει στην «ΥΧ» ο φραουλοπαραγωγός Δημήτρης Τακτικός, ήδη, κάθε χρόνο, οι θερμοκηπιακές εκτάσεις παρουσιάζουν αύξηση, με τους αγρότες να αξιοποιούν τα Σχέδια Βελτίωσης, καθώς και άλλα προγράμματα για να μεγαλώσουν τις εγκαταστάσεις τους
Στη συνέχεια, ο Αντώνης Παρασκευόπουλος επισημαίνει ότι «καλό είναι να γίνει ένα κλαδικό πρόγραμμα. Το ΠΕΠ 94-99 είχε ιδιαίτερα κίνητρα για τα θερμοκήπια. Αυτήν τη στιγμή, ως χώρα, έχουμε μείνει πολύ πίσω στα θερμοκήπια, αφού η γειτονική Τουρκία έχει πάνω από 600.000 στρέμματα. Εμείς έχουμε εκτάσεις που είχαμε πριν από 20 χρόνια, όταν και οι γείτονες είχαν την ίδια έκταση με εμάς».
Καταλήγοντας, ο ίδιος επισημαίνει ότι «ήρθε η ώρα να χρησιμοποιήσουμε νέες τεχνολογίες και με δεδομένη την κλιματική κρίση, την έλλειψη νερού, αλλά και την υποβάθμιση της ποιότητας του αρδεύσιμου νερού οι νέες μονάδες πρέπει να εγκατασταθούν εκεί όπου υπάρχει καλής ποιότητας νερό, το οποίο διασφαλίζεται με εγγειοβελτιωτικές παρεμβάσεις, αφού τα θερμοκήπια χρειάζονται μεγάλες ποσότητες νερού». Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΔΑΟΚ Τριφυλίας, μια σύγχρονη θερμοκηπιακή μονάδα κοστίζει 60.000 ευρώ ανά στρέμμα.