Σύνδεσμος Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ): Εμπορικές σχέσεις με τη Γερμανία στον αγροδιατροφικό τομέα
Οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας στον αγροδιατροφικό τομέα είναι ιδιαίτερα σημαντικές, με τη Γερμανία να αποτελεί βασικό προορισμό για τα ελληνικά προϊόντα, καταλαμβάνοντας την 3η θέση μεταξύ των εμπορικών εταίρων της χώρας μας. Η Γερμανία εισάγει το 11% της ελληνικής αγροτικής παραγωγής, με τα βασικά προϊόντα εξαγωγής μας να είναι η φέτα, τα φρούτα, το ελαιόλαδο, τα ιχθυηρά και το ούζο. Αυτά αντιπροσωπεύουν το 40% των εξαγωγών, αξίας περίπου 687 εκατ. ευρώ. Αντίστοιχα, η Γερμανία εξάγει στην Ελλάδα κυρίως κρέας, γαλακτοκομικά και μηχανήματα αγροτικής παραγωγής.
Σημειώνουμε, επίσης, ότι ο τουρισμός αποτελεί άλλον έναν σημαντικό τομέα στις εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις των δύο χωρών και ότι υπάρχουν ευκαιρίες για περαιτέρω προσέλκυση Γερμανών τουριστών μέσω της προώθησης της ελληνικής γαστρονομίας, βασισμένης στη μεσογειακή διατροφή.
Οι σχέσεις αυτές επιβεβαιώθηκαν και ενισχύθηκαν μέσω διάφορων εκδηλώσεων και πρωτοβουλιών, όπως η εκδήλωση «Doing Business in Germany» στις 4 Ιουνίου 2024, διοργανωμένη από την Ελληνική Εταιρεία Επενδύσεων και Εξωτερικού Εμπορίου και την ελληνική πρεσβεία στο Βερολίνο. Στο πλαίσιο αυτής της εκδήλωσης, συζητήθηκαν οι προοπτικές και οι προκλήσεις του αγροδιατροφικού τομέα.
Παρόμοιες συζητήσεις έλαβαν χώρα στο 9ο κατά σειρά «Ελληνογερμανικό Φόρουμ Τροφίμων», το οποίο διοργανώνεται από το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο και πραγματοποιήθηκε στη Φλώρινα τον Νοέμβριο του 2023 υπό την αιγίδα του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Επίσης, η 88η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης HELEXPO 2024 (7-15 Σεπτεμβρίου) θα έχει ως τιμώμενη χώρα τη Γερμανία, υπογραμμίζοντας τη συνέχιση της ενίσχυσης των διμερών σχέσεων στον αγροδιατροφικό τομέα. Άλλες πρωτοβουλίες περιλαμβάνουν τη συνεργασία του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ με γερμανικούς οργανισμούς και την πρόταση των Γερμανών για την ίδρυση Γερμανικής Γεωργικής Σχολής στην Ελλάδα.
Είναι φανερό ότι το μέλλον ανήκει στην ενίσχυση της εξωστρέφειας και της ανταγωνιστικότητας, ωστόσο για να επιτύχει η χώρα μας χρειάζεται έναν βιώσιμο και ανθεκτικό εθνικό αγροδιατροφικό τομέα
Η αγροτική οικονομία είναι βασικός πυλώνας ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, καθώς η συνεισφορά του αγροδιατροφικού τομέα ανέρχεται στο 4,7% της συνολικής Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας της Ελλάδας και απασχολεί πάνω από το 10% του συνόλου του απασχολούμενου δυναμικού, σύμφωνα με μελέτη της EY και της Τράπεζας Πειραιώς (2022). Βάσει πρόσφατων στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ – EUROSTAT, κατά τη σύγκριση των εξαγωγών των περιόδων Ιανουαρίου-Μαΐου 2023/2024, ενώ παρατηρούνται μειώσεις σε πολλούς εμπορικούς κλάδους, στα τρόφιμα και στα ποτά-καπνά σημειώθηκε αύξηση εξαγωγών κατά 9,2% και 10,2% αντίστοιχα.
Είναι φανερό ότι το μέλλον ανήκει στην ενίσχυση της εξωστρέφειας και ανταγωνιστικότητας. Η χώρα μας, όμως, για να επιτύχει χρειάζεται έναν εθνικό βιώσιμο και ανθεκτικό αγροδιατροφικό τομέα. Απαιτείται σύγχρονο και ολοκληρωμένο σχέδιο ανάπτυξης, συντονισμένο εξαγωγικό μάρκετινγκ, προστασία του περιβάλλοντος μέσω σύγχρονων εφαρμογών και διαθεσιμότητα κατάλληλων χρηματοδοτικών εργαλείων. Ισχυρά σημεία σε αυτή την κατεύθυνση είναι ότι τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα διακρίνονται για την υψηλή ποιότητα, ασφάλεια και θρεπτική αξία τους, ως αποτέλεσμα αυστηρών ελέγχων και σύγχρονων μεθόδων παραγωγής. Με βάση τα παραπάνω, οι Έλληνες παραγωγοί κατοχυρώνουν ότι τα προϊόντα τους πληρούν τις σύγχρονες απαιτήσεις ασφαλούς και υγιεινής διατροφής, ικανοποιώντας τις ανάγκες των καταναλωτών.
Η παγκόσμια αγροδιατροφική αγορά αντιμετωπίζει προκλήσεις λόγω δημογραφικών αλλαγών, κλιματικής κρίσης, μεταβολών στα δίκτυα διανομής, διεθνοποίησης των αγορών και μεταβαλλόμενων διατροφικών συνηθειών. Οι καταναλωτές είναι πλέον πιο ευαισθητοποιημένοι σε θέματα υγείας και περιβάλλοντος, ενώ οι βελτιώσεις στην παραγωγικότητα θα επιταχύνονται με την αξιοποίηση σύγχρονης ψηφιακής τεχνολογίας και μεθόδων γενετικής βελτίωσης. Σε αυτό το οικοσύστημα, οι ελληνικές εξαγωγές αντιμετωπίζουν προβλήματα όπως η ελλιπής δανειοδότηση, η έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού, τα γραφειοκρατικά εμπόδια και το υψηλό κόστος παραγωγής.
Η Γερμανία παραμένει σημαντικός εμπορικός εταίρος της Ελλάδας, με μεγάλες προοπτικές για το μέλλον. Οι Έλληνες παραγωγοί πρέπει να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις των Γερμανών καταναλωτών, οι οποίοι δίνουν έμφαση στη σχέση ποιότητας-τιμής και στην προστασία του περιβάλλοντος. Τα ελληνικά προϊόντα, χάρη στη βιοποικιλότητα και το μεσογειακό κλίμα, αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της μεσογειακής διατροφής και είναι γνωστά για τις ευεργετικές τους ιδιότητες στην υγεία. Με οργανωμένη προβολή και συνεχή παρουσία στις διεθνείς εκθέσεις, τα ελληνικά αγροδιατροφικά προϊόντα μπορούν να ενισχύσουν τη θέση τους στη γερμανική αγορά, επεκτείνοντας το μικρό μερίδιό τους στο σύνολο των γερμανικών εισαγωγών (0,20%).
Συμπερασματικά, η ενίσχυση των εμπορικών σχέσεων Ελλάδας-Γερμανίας στον αγροδιατροφικό τομέα βασίζεται σε πρωτοβουλίες και προγράμματα που προωθούν την αειφόρο ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα. Η Ελλάδα, όμως, για να επιτύχει στην εξωστρέφεια και να διατηρήσει τη δυναμική των εμπορικών της σχέσεων με τη Γερμανία πρέπει να στηριχθεί σε έναν βιώσιμο και ανθεκτικό αγροδιατροφικό τομέα.