Ανασυγκρότηση της αγροτικής πολιτικής στην Ελλάδα: Από τη διαχείριση στη στρατηγική άσκησης

Το σημερινό αδιέξοδο της ελληνικής πρωτογενούς παραγωγής και οι βάσεις για έναν πολυεπίπεδο επανασχεδιασμό
11/12/2025
10'+ διάβασμα
anasygkrotisi-tis-agrotikis-politikis-stin-ellada-apo-ti-diacheirisi-sti-stratigiki-askisis-368978

Ο πρωτογενής τομέας αποτελεί για την Ελλάδα όχι μόνο ιστορικό και πολιτισμικό θεμέλιο, αλλά και στρατηγική οικονομική πηγή, που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μοχλός βιώσιμης ανάπτυξης. Παρ’ όλα αυτά, η εξέλιξή του τα τελευταία χρόνια καταδεικνύει μια συστηματική διολίσθηση, αποτέλεσμα χρόνιων θεσμικών αδυναμιών, αποσπασματικών παρεμβάσεων και της επικράτησης μιας πρακτικής που συγχέει την πολιτική διαχείριση με τη διαχείριση πολιτικής.

Ο πρωτογενής τομέας δεν έχει μέλλον με το υπάρχον μοντέλο

Η σημερινή κατάσταση οδηγεί σε ένα σταθερό συμπέρασμα: Με το τωρινό παραγωγικό, θεσμικό και χρηματοδοτικό πλαίσιο, ο ελληνικός πρωτογενής τομέας δεν διαθέτει βιώσιμο μέλλον. Τα στοιχεία που το τεκμηριώνουν:

  1. Κάθε χρόνο χιλιάδες εγκαταλείπουν τη γεωργία.
  2. Ο μέσος όρος ηλικίας αγροτών ξεπερνά τα 57 έτη.
  3. Η κτηνοτροφία συρρικνώνεται ταχύτερα από κάθε άλλον τομέα.
  4. Η αυτάρκεια μειώνεται σε βασικά τρόφιμα.
  5. Η παραγωγή μειώνεται, ενώ το κόστος αυξάνεται.
  6. Το κλίμα επιδεινώνεται και απαιτεί τεράστιες επενδύσεις προσαρμογής.

Χωρίς μια ριζική αλλαγή στρατηγικής, η προοπτική είναι:

  1. Βαθύτερη αγροτική ερήμωση.
  2. Απώλεια διατροφικής κυριαρχίας.
  3. Εξάρτηση από εισαγωγές.
  4. Συρρίκνωση του αγροδιατροφικού τομέα.
  5. Πλήγμα στην εθνική οικονομία και την πολιτισμική ταυτότητα.

Η έλλειψη συνεκτικής, μακροπρόθεσμης στρατηγικής συνδέεται άμεσα με το γεγονός ότι η Ελλάδα «διαχειρίζεται» την Κοινή Αγροτική Πολιτική αντί να την αξιοποιεί ως εργαλείο εθνικού μετασχηματισμού. Η εφαρμογή της ΚΑΠ παραμένει παθητική, λογιστική και «αντιδραστική». Η χώρα δεν καθορίζει προτεραιότητες και στόχους, αλλά συμμορφώνεται στις διαδικαστικές απαιτήσεις, αντιμετωπίζοντας την ΚΑΠ ως δημοσιονομικό μηχανισμό και όχι ως επενδυτικό μοχλό.

Η κατάσταση αυτή έχει οδηγήσει σε κρίση εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτείας και αγροτών, η οποία σήμερα εκδηλώνεται έντονα με τις κινητοποιήσεις σε όλη τη χώρα. Οι αγρότες καταγγέλλουν με έμφαση την απουσία εισοδηματικής σταθερότητας, την εκτίναξη του κόστους παραγωγής, τις αθέμιτες πρακτικές της αγοράς, τη δυσλειτουργία των θεσμών (ΕΛΓΑ, ΟΠΕΚΕΠΕ), τις καθυστερήσεις στις πληρωμές και την έλλειψη μακρόπνοου οράματος για το μέλλον του κλάδου.

Η παρούσα ανάλυση επιχειρεί να αποτυπώσει αφενός το σημερινό αδιέξοδο της ελληνικής πρωτογενούς παραγωγής και αφετέρου να θέσει τις βάσεις για έναν πραγματικό, πολυεπίπεδο επανασχεδιασμό της αγροτικής πολιτικής – μια πολιτική που θα πηγάζει από τις ανάγκες της ελληνικής υπαίθρου και θα καθορίζει, αντί να καθορίζεται από τα ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία.

  • Οι τρέχουσες κινητοποιήσεις των αγροτών: Μια σύνοψη, μέσα από την αποδελτίωση των αναφορών στις κινητοποιήσεις και βασικά αιτήματα

Οι κινητοποιήσεις των Ελλήνων αγροτών την περίοδο 2023-2025 αποτελούν την πιο έντονη συσσωρευμένη έκφραση δυσαρέσκειας της τελευταίας δεκαετίας. Οι αγρότες πραγματοποίησαν αποκλεισμούς δρόμων, πανελλαδικές συγκεντρώσεις, παρεμβάσεις σε κέντρα αποφάσεων και συντονισμένες δράσεις με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, υποδεικνύοντας ότι η κρίση δεν είναι μεμονωμένα ελληνική, αλλά πανευρωπαϊκή. Ωστόσο, τα ελληνικά αιτήματα έχουν ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που αποκαλύπτουν τις εγχώριες στρεβλώσεις και τα θεσμικά προβλήματα του αγροτικού συστήματος.

  • Το βασικό σύνολο των προβλημάτων που αναδεικνύουν οι αγρότες

  1. Εκτόξευση του κόστους παραγωγής: Η αύξηση των καυσίμων, του ηλεκτρικού ρεύματος, των ζωοτροφών και των λιπασμάτων έχει μειώσει δραματικά το περιθώριο κέρδους. Πολλοί αγρότες δουλεύουν πλέον κάτω από το κόστος. Το αίτημα για μείωση του ΕΦΚ στο αγροτικό πετρέλαιο και για σταθερή, προβλέψιμη τιμή ενέργειας αποτελεί κυρίαρχο σημείο των κινητοποιήσεων.
  2. Αθέμιτες πρακτικές στην αγορά: Οι αγρότες καταγγέλλουν ότι οι τιμές παραγωγού δεν αντανακλούν το πραγματικό κόστος παραγωγής και ότι κυριαρχούν πρακτικές «μισθού υποτέλειας» απέναντι σε μεσάζοντες και αλυσίδες λιανικής. Η Οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές εφαρμόζεται μερικώς, χωρίς ισχυρούς ελεγκτικούς μηχανισμούς.
  3. Υπολειτουργία και καθυστερήσεις του ΕΛΓΑ: Μετά τις καταστροφές του 2023-2024 σε Θεσσαλία, Έβρο, Κρήτη και Πελοπόννησο, οι αγρότες θεωρούν ότι οι αποζημιώσεις είναι ανεπαρκείς, καθυστερημένες και μη ρεαλιστικές ως προς την αξία της απώλειας παραγωγής.
  4. Αδικίες και προβλήματα στον ΟΠΕΚΕΠΕ: Οι καθυστερήσεις στις πληρωμές, οι παρατυπίες στις επιλεξιμότητες των βοσκότοπων και η έλλειψη αξιοκρατίας αποτέλεσαν κομβικά σημεία διαμαρτυρίας. Πολλοί παραγωγοί αισθάνονται ότι λειτουργούν «σε καθεστώς αβεβαιότητας» ως προς τις επιδοτήσεις.
  5. Δημογραφική ερήμωση και απουσία κινήτρων για νέους αγρότες: Οι νέοι εγκαταλείπουν την ύπαιθρο λόγω έλλειψης σταθερότητας και προοπτικής, ενώ οι επιδοτήσεις για νέους αγρότες συχνά φτάνουν καθυστερημένα ή κατανέμονται χωρίς στρατηγική στόχευση.
  6. Έλλειψη εργατικών χεριών: Το μεταναστευτικό πλαίσιο παραμένει ανεπαρκές, δημιουργώντας προβλήματα σε δυναμικές καλλιέργειες (κτηνοτροφία, δενδροκαλλιέργειες, θερμοκήπια).
  7. Απαξίωση της κτηνοτροφίας: Οι κτηνοτρόφοι βρίσκονται σε οριακή κατάσταση εξαιτίας του κόστους ζωοτροφών, της έλλειψης χωροταξικού σχεδιασμού και της μειωμένης πρόσβασης σε αγορές.
  • Τι επιδιώκουν οι αγρότες στις κινητοποιήσεις

Οι βασικές διεκδικήσεις συνοψίζονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες:

  • Εισοδηματική σταθερότητα
  • Μείωση κόστους παραγωγής.
  • Δίκαιες και σταθερές τιμές παραγωγού.
  • Αναθεώρηση φόρων και εισφορών.
  • Θεσμική ανασυγκρότηση
  • Σύγχρονος και δίκαιος ΕΛΓΑ.
  • Αξιοκρατικός ΟΠΕΚΕΠΕ.
  • Αποτελεσματικοί έλεγχοι στην αγορά.
  • Πολιτική γης και αναδιάρθρωση καλλιεργειών
  • Ορθολογικός χωροταξικός σχεδιασμός.
  • Σύγχρονες υποδομές νερού.
  • Εθνική στρατηγική για τη μεταποίηση.
  • Σεβασμός και συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων
  • Θεσμοθέτηση διαλόγου παραγωγών – κράτους.
  • Περιφερειακή συμμετοχή στην κατανομή πόρων.

Οι κινητοποιήσεις, επομένως, δεν αποτελούν μια «στιγμιαία αντίδραση», αλλά μια βαθιά πολιτική καταγγελία: Ότι το σημερινό μοντέλο αγροτικής πολιτικής έχει φτάσει στα όριά του.

  • Το σημερινό αδιέξοδο του πρωτογενούς τομέα και η θεμελιώδης σύγχυση: Πολιτική διαχείρισης ή διαχείριση πολιτικής;

Η ελληνική πραγματικότητα επιβεβαιώνει ότι ο δημόσιος σχεδιασμός έχει εγκλωβιστεί σε μια διαχειριστική λογική, όπου η πολιτική εκλαμβάνεται ως τεχνική διαδικασία κατανομής πόρων, επιδοτήσεων ή κρατικών κονδυλίων. Αυτό είναι το μοντέλο της διαχείρισης πολιτικής, στο οποίο η πολιτική δεν καθορίζει το αναπτυξιακό πλαίσιο, αλλά περιορίζεται σε έναν διοικητικό ρόλο:

  1. Να κατανεμηθούν επιδοτήσεις.
  2. Να υλοποιηθούν τυπικοί δείκτες.
  3. Να διατηρηθούν οι ροές χρηματοδότησης.

Αντίθετα, η πολιτική διαχείρισης –η ώριμη, στρατηγική δημόσια πολιτική– επιδιώκει να διαμορφώσει οικονομικές δομές, να αλλάξει θεσμούς, να ενισχύσει την παραγωγικότητα και να επενδύσει στο μέλλον. Η Ελλάδα δεν έχει επιχειρήσει αυτό το πέρασμα: Από τη λογική της «εκταμίευσης» στη λογική της «ανασυγκρότησης». Ο ελληνικός πρωτογενής τομέας βρίσκεται σήμερα σε μια πολυδιάστατη κρίση που δεν περιορίζεται σε επιμέρους δυσλειτουργίες, αλλά αντιπροσωπεύει ένα συστημικό αδιέξοδο. Οι τρέχουσες κινητοποιήσεις των αγροτών αναδεικνύουν όχι μόνο οικονομικές πιέσεις, αλλά και την απουσία ενός συνεκτικού, πολυεπίπεδου πολιτικού προσανατολισμού. Το αδιέξοδο αυτό έχει τρεις βασικούς πυλώνες: Τη θεσμική κόπωση και την απουσία στρατηγικού οράματος, την κατάρρευση της κτηνοτροφίας ως κεντρικού κρίκου της αγροδιατροφής και τη ραγδαία δημογραφική παρακμή της υπαίθρου.

  • Θεσμική κόπωση και έλλειψη οράματος

Η λειτουργία της αγροτικής διοίκησης εξακολουθεί να βασίζεται σε μια λογική γραφειοκρατικής διεκπεραίωσης και όχι στρατηγικού σχεδιασμού. Παρατηρούνται:

  1. Κατακερματισμός αρμοδιοτήτων, με αλληλοεπικαλύψεις μεταξύ υπουργείων, περιφερειών και φορέων.
  2. Αδυναμία παραγωγής αξιόπιστων δεδομένων για την παρακολούθηση της παραγωγικότητας, της υγείας των ζώων, της εφαρμογής της ΚΑΠ, με αποτέλεσμα η χάραξη πολιτικής να στηρίζεται σε ελλιπείς πληροφορίες.
  3. Έλλειψη ερευνητικών υποδομών που να στηρίζουν την καινοτομία, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να μην αξιοποιεί τεχνολογίες, όπως η γεωργία ακριβείας, η τεχνητή νοημοσύνη ή η βιοτεχνολογία.

Το αποτέλεσμα είναι η αναπαραγωγή ενός μοντέλου μικρών, μη συνεκτικών εκμεταλλεύσεων, που λειτουργούν χωρίς οικονομίες κλίμακας και χωρίς πρόσβαση σε εργαλεία διαχείρισης κινδύνου.

  • Η κρίση της κτηνοτροφίας: Ένας δείκτης ως σύμπτωμα μιας βαθύτερης αποτυχίας

Η κτηνοτροφία αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της αγροδιατροφικής αλυσίδας, αλλά βρίσκεται σε κατάσταση κατάρρευσης:

  1. Συνεχής μείωση ζωικού κεφαλαίου, με κατακόρυφη πτώση σε αιγοπρόβατα και βοοτροφία.
  2. Εκτίναξη κόστους ζωοτροφών, που καθιστά ανίσχυρες τις μικρές μονάδες απέναντι στον διεθνή ανταγωνισμό.
  3. Αδυναμία χωροταξικού σχεδιασμού, λόγω έλλειψης θεσμικής πρόνοιας για σταβλικές εγκαταστάσεις, περιβαλλοντικές άδειες και ζωνοποίηση.
  4. Εμπορική αδυναμία, καθώς ο κτηνοτρόφος παραμένει ο πιο αδύναμος κρίκος στην αλυσίδα αξίας – χωρίς διαπραγματευτική δύναμη, χωρίς εργαλεία συμβολαιακής γεωργίας και χωρίς προστασία απέναντι στις αθέμιτες πρακτικές.
  5. Δομικές αδυναμίες ΟΠΕΚΕΠΕ, όπου επί χρόνια εντοπίζονται αδιαφάνειες, καθυστερήσεις πληρωμών και προβλήματα επιλεξιμότητας βοσκοτόπων.

Η κρίση της κτηνοτροφίας, λοιπόν, δεν είναι οικονομική συγκυρία. Είναι έκφραση της συνολικής πολιτικής ανεπάρκειας να σχεδιαστεί ένας σύγχρονος πρωτογενής τομέας.

  • Η απώλεια παραγωγικού δυναμισμού και η δημογραφική παρακμή

Η γήρανση του αγροτικού πληθυσμού είναι ένα από τα πιο ορατά και επικίνδυνα προβλήματα:

  1. Ο μέσος όρος ηλικίας των αγροτών πλησιάζει τα 57 έτη.
  2. Οι νέοι εγκαταλείπουν την ύπαιθρο λόγω έλλειψης εισοδήματος, υποδομών, κινήτρων και πρόσβασης σε γη.
  3. Η απουσία αγροτικής εκπαίδευσης και ο περιορισμένος ρόλος των Γεωργικών Σχολών υπονομεύουν την ανάπτυξη νέας γενιάς παραγωγών.

Αν δεν υπάρξει ριζική ανατροπή, η Ελλάδα κινδυνεύει να χάσει έως και το 30% των ενεργών παραγωγών μέσα στην επόμενη δεκαετία.

  • Η προτεινόμενη μεταφορά του ΟΠΕΚΕΠΕ στην ΑΑΔΕ: Γιατί δεν αποτελεί λύση και ποιοι κίνδυνοι προκύπτουν

Η συζήτηση για τη μεταφορά αρμοδιοτήτων του ΟΠΕΚΕΠΕ προς την ΑΑΔΕ προβάλλεται από ορισμένους ως εργαλείο «εξορθολογισμού», «ελέγχου» και «μείωσης της κακοδιοίκησης». Ωστόσο, μια τέτοια θεσμική μεταβολή δεν αντιμετωπίζει τα διαρθρωτικά προβλήματα του αγροτικού τομέα και πιθανώς δημιουργεί νέα, σοβαρότερα:

α) Σύγκρουση ρόλων και θεσμική ασυμβατότητα: Η ΑΑΔΕ είναι μια ανεξάρτητη αρχή είσπραξης και ελέγχου φόρων. Δεν έχει ούτε αποστολή ούτε θεσμική φιλοσοφία αναδιανομής εισοδήματος ή σχεδιασμού αναπτυξιακών δράσεων, ενώ οι άμεσες ενισχύσεις της ΚΑΠ αποτελούν αναδιανεμητικό εργαλείο και αναπτυξιακό πολιτικό μέσο.

Η μεταφορά της διαχείρισης αγροτικών ενισχύσεων σε έναν θεσμό που έχει ως εντολή την επιβολή συμμόρφωσης και είσπραξης δύναται να οδηγήσει σε:

  1. Ενίσχυση της γραφειοκρατίας και όχι μείωση.
  2. Μετατόπιση του σκοπού των ενισχύσεων από την ανάπτυξη προς τον έλεγχο.
  3. Συρρίκνωση της θεσμικής σχέσης πολιτείας – αγροτών.

β) Απώλεια εξειδίκευσης: Ο ΟΠΕΚΕΠΕ είναι ένας Οργανισμός που έχει δημιουργηθεί για πολυεπίπεδη τεχνική διαχείριση: Επιλεξιμότητα, χαρτογράφηση καλλιεργειών, έλεγχοι τηλεπισκόπησης, επιτόπιοι έλεγχοι, γνώση του μηχανισμού ΚΑΠ, επαφή με αγρότες και οργανώσεις παραγωγών. Η ΑΑΔΕ δεν διαθέτει τέτοια τεχνική επάρκεια. Η απώλεια αυτής της εξειδικευμένης γνώσης θα δημιουργήσει ασυνέχειες και μεγάλες καθυστερήσεις.

γ) Κίνδυνος για την έγκαιρη καταβολή ενισχύσεων: Από την έγκαιρη πληρωμή ενισχύσεων εξαρτάται η ρευστότητα ολόκληρου του πρωτογενούς τομέα. Η μεταφορά σε μια αρχή με προτεραιότητα στη φορολογική συμμόρφωση και στις προσφυγές-ελέγχους ενδέχεται να οδηγήσει σε:

Καθυστερήσεις πληρωμών.

  1. Αύξηση λαθών και ενστάσεων.
  2. Οικονομικό σοκ σε χιλιάδες εκμεταλλεύσεις.

δ) Μετατροπή της ΑΑΔΕ σε μηχανισμό αναδιανομής – θεσμικά προβληματικό: Η ΑΑΔΕ, ως φοροεισπρακτικός μηχανισμός, δεν μπορεί θεσμικά να μετεξελιχθεί σε μηχανισμό αναδιανομής εισοδήματος. Το μοντέλο της ΕΕ για τη διαχείριση ενισχύσεων στηρίζεται σε Οργανισμούς Πληρωμών με δημόσιο χαρακτήρα αλλά ελεγκτικά πιστοποιημένη λειτουργία.

Η μεταφορά στην ΑΑΔΕ θα:

  1. Ακυρώσει τον αναπτυξιακό προσανατολισμό της ΚΑΠ.
  2. Υποβαθμίσει την πολιτική λογοδοσία (αφού η ΑΑΔΕ δεν ελέγχεται πολιτικά).
  3. Αποξενώσει τους αγρότες από τον σχεδιασμό πολιτικής.

ε) Κίνδυνοι απώλειας κοινοτικών πόρων: Η ΕΕ απαιτεί για τους Οργανισμούς Πληρωμών διακριτότητα, λογοδοσία, εξειδίκευση και τεχνικό σύστημα ελέγχων. Μια απότομη μεταβολή μπορεί να θεωρηθεί θεσμικά μη συμβατή ή πρακτικά λειτουργικά ανεπαρκής, με αποτέλεσμα:

  1. Προσωρινή ή οριστική απένταξη πληρωμών.
  2. Καταλογισμούς προς το ελληνικό Δημόσιο.
  3. Κίνδυνο απώλειας πόρων της ΚΑΠ.

στ) Τι πραγματικά χρειάζεται ο ΟΠΕΚΕΠΕ: Όχι μεταφορά, αλλά εκσυγχρονισμό:

  1. Ψηφιακή αναβάθμιση συστημάτων GIS.
  2. Ανεξάρτητη αρχή ελέγχου εκτός ΑΑΔΕ.
  3. Ενίσχυση προσωπικού.
  4. Σταθερή χρηματοδότηση.
  5. Νέες διαδικασίες διαφάνειας και λογοδοσίας.
  6. Ενίσχυση της συνεργασίας με ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ και περιφέρειες.

Συμπέρασμα: Η μεταφορά του ΟΠΕΚΕΠΕ στην ΑΑΔΕ όχι μόνο δεν λύνει προβλήματα, αλλά κινδυνεύει να αποσταθεροποιήσει τον πυρήνα της αγροτικής οικονομίας και της απορρόφησης της ΚΑΠ.

  • Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης του πρωτογενούς τομέα

  • Νέο αναπτυξιακό μοντέλο: Από τις επιδοτήσεις στην παραγωγικότητα

Το νέο μοντέλο πρέπει να βασίζεται σε τρεις άξονες:

  1. Παραγωγικότητα και εξειδίκευση: Αντικατάσταση του μοντέλου μικρών, πολυτεμαχισμένων, χαμηλής απόδοσης εκμεταλλεύσεων με συνεταιριστικά – οικονομικά σχήματα μεγάλης ισχύος.
  2. Μεταποίηση στην πηγή: Το 80% της υπεραξίας δημιουργείται μετά την πρωτογενή παραγωγή. Η Ελλάδα πρέπει να επενδύσει σε σύγχρονη μεταποίηση, τυποποίηση και διεθνές branding.
  3. Εξωστρέφεια και διαφοροποίηση: Στόχευση σε προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας (λειτουργικά τρόφιμα, υγειοπροστατευτικά, βιοϋλικά από παραπροϊόντα, niche αγορές).
  • Θεσμική αναμόρφωση

Απαιτούνται:

  1. Νέος «Χάρτης Αγροτικής Διακυβέρνησης».
  2. Ενίσχυση των περιφερειών στη διαχείριση τοπικών προγραμμάτων.
  3. Αναβάθμιση του ΕΛΓΑ και δημιουργία Μονάδας Διαχείρισης Κινδύνων Κλιματικής Μεταβολής.
  4. Διασύνδεση αγροτικής πολιτικής με την εθνική στρατηγική για την κλιματική ανθεκτικότητα.
  • Ψηφιακή ΚΑΠ και έξυπνη παραγωγή

Περιλαμβάνει:

  1. Υποχρεωτική ψηφιακή χαρτογράφηση καλλιεργητικών πρακτικών.
  2. Αισθητήρες, drones και έξυπνη άρδευση σε συλλογικό επίπεδο.
  3. Διασύνδεση σε πραγματικό χρόνο με ΕΛΓΑ, ΟΠΕΚΕΠΕ και περιφέρειες.
  4. Πλατφόρμα traceability που θα ενισχύει την προστιθέμενη αξία στις εξαγωγές.
  • Οικονομική θωράκιση αγροτικών νοικοκυριών με:
  1. Νέο ασφαλιστικό μοντέλο αγροτών.
  2. Σταθερό φορολογικό πλαίσιο 10ετίας.
  3. Στοχευμένα προγράμματα αναδιάρθρωσης καλλιεργειών (αμύγδαλο, καρυδιά, ροδιά, αρωματικά, ελιά υψηλών προδιαγραφών).
  4. Χρηματοδοτικά εργαλεία για νέα γενιά αγροτών.
  • Βιωσιμότητα, κλιματική ανθεκτικότητα και μετάβαση στη νέα ΚΑΠ

  • Κλιματικοί κίνδυνοι

Η Ελλάδα βρίσκεται στη 2η πιο εκτεθειμένη κλιματικά περιοχή της ΕΕ. Απαιτείται:

  1. Νέο μοντέλο ασφάλισης κινδύνου.
  2. Επενδύσεις σε αντιχαλαζικά, αντιπλημμυρικά και διαχείριση υδάτων.
  3. Υποχρεωτικά σχέδια προσαρμογής ανά περιφέρεια.
  • Μετάβαση σε πράσινα συστήματα παραγωγής

Προτείνονται:

  1. Αγροοικολογικές πρακτικές με πραγματική επιστημονική υποστήριξη.
  2. Συνεργασία με πανεπιστήμια για εκπαίδευση αγροτών.
  3. Συστήματα πιστοποίησης χαμηλού αποτυπώματος άνθρακα και νερού (carbon & water footprint).
  4. Κίνητρα για Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας σε κάθε συνεταιρισμό.
  • Κυκλική βιοοικονομία

Με αξιοποίηση:

  1. Κλαδεμάτων ως βιομάζα και ενεργειακών pellets.
  2. Αποβλήτων ελαιοτριβείου σε πολυφαινολικά προϊόντα και βιοϋλικά.
  3. Υποπροϊόντων τυροκομίας σε ζωοτροφή και βιοενεργά συστατικά.
  4. Πτηνοτροφικών αποβλήτων για βιομεθάνιο.
  • Επισιτιστική ασφάλεια και στρατηγικά αποθέματα

Η Ελλάδα πρέπει να δημιουργήσει εθνική στρατηγική για:

  1. Αποθέματα σιτηρών,
  2. Αυτάρκεια σε ζωοτροφές,
  3. Διασφάλιση κρίσιμων εισροών παραγωγής.

Συμπέρασμα

Οι κινητοποιήσεις των αγροτών δεν αποτελούν μόνο ένδειξη οικονομικής δυσπραγίας. Αντικατοπτρίζουν θεσμική κόπωση, έλλειψη εμπιστοσύνης, αβεβαιότητα για το μέλλον και μια βαθιά ριζωμένη αίσθηση ότι η ελληνική πολιτεία δεν έχει ακόμη διατυπώσει μια συνεκτική στρατηγική για τον πρωτογενή τομέα.

Το κεντρικό μήνυμα που προκύπτει από την κοινωνική αναταραχή είναι σαφές: Το παραγωγικό μοντέλο της χώρας βρίσκεται εκτός εποχής και δεν μπορεί να ανταγωνιστεί στο πλαίσιο της νέας διεθνούς γεωργικής πραγματικότητας. Εάν δεν υπάρξει άμεσα μια θεσμική, οικονομική και στρατηγική επανεκκίνηση, η Ελλάδα κινδυνεύει να καταστεί:

  1. Εισαγωγικά εξαρτημένη σε βασικά τρόφιμα.
  2. Ευάλωτη σε διεθνείς αναταράξεις.
  3. Αδύναμη σε θέματα επισιτιστικής ασφάλειας.
  4. Ανίκανη να κρατήσει ενεργό τον αγροτικό πληθυσμό και τις αγροτικές περιοχές ζωντανές.

Τι απαιτείται για να μη χαθεί το μέλλον του ελληνικού πρωτογενούς τομέα

  1. Θεσμική σταθερότητα και ξεκάθαρο πλαίσιο διακυβέρνησης: Η μεταφορά του ΟΠΕΚΕΠΕ στην ΑΑΔΕ αποτελεί μια κίνηση που θα δημιουργήσει περισσότερη θεσμική αστάθεια αντί να τη λύσει. Ο αγροτικός τομέας χρειάζεται ενίσχυση εξειδικευμένων οργανισμών, όχι διάχυσή τους σε φοροεισπρακτικά μοντέλα.
  2. Εθνική στρατηγική 20ετίας και όχι αποσπασματικές ρυθμίσεις: Η γεωργία δεν μπορεί να αλλάζει κάθε χρόνο. Χρειάζεται ολοκληρωμένο σχέδιο για παραγωγή, μεταποίηση, νερό, ασφάλιση, εκπαίδευση και αγορές.
  3. Εκσυγχρονισμός με τεχνολογία, όχι με περισσότερη γραφειοκρατία: Η ψηφιοποίηση της ΚΑΠ, η χαρτογράφηση, οι αισθητήρες και τα συστήματα διαχείρισης υδάτων είναι η πραγματική μεταρρύθμιση – όχι οι φορολογικές μεταβιβάσεις αρμοδιοτήτων.
  4. Αναδιάρθρωση καλλιεργειών και παραγωγικών μοντέλων: Με κλιματική κρίση και υψηλό κόστος παραγωγής, η Ελλάδα πρέπει να επενδύσει σε καλλιέργειες με υψηλή ανθεκτικότητα, προστιθέμενη αξία και εξαγωγική δυναμική.
  5. Ενίσχυση της συλλογικής οργάνωσης: Χωρίς ισχυρούς συνεταιρισμούς και ομάδες παραγωγών, οι Έλληνες αγρότες παραμένουν αδύναμοι απέναντι στην αγορά, τις αλυσίδες λιανικής και τους εισαγωγείς.
  6. Κυκλική βιοοικονομία ως νέα πηγή εισοδήματος: Η αξιοποίηση παραπροϊόντων,ο μετασχηματισμός αποβλήτων σε νέα προϊόντα, η παραγωγή ενέργειας από αγροτικές ροές και η ανάπτυξη βιοϋλικών μπορούν να προσθέσουν νέα έσοδα και να μειώσουν κόστος και περιβαλλοντικό αποτύπωμα.
  7. Νέα σχέση κράτους-αγρότη βασισμένη στη διαφάνεια και την αξιοπιστία: Οι αγρότες απαιτούν ένα κράτος που λειτουργεί, πληρώνει στην ώρα του και παρέχει γνώση και καθοδήγηση. Όχι ένα κράτος που μεταφέρει προβλήματα από φορέα σε φορέα.
ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΑΠΟ:

Καθηγητής Tεχνολογίας, Ασφάλειας και Ανάπτυξης Λειτουργικών Τροφίµων και Υγειοπροστατευτικών Προϊόντων στη Δηµόσια Υγεία, Πανεπιστήµιο Δυτικής Αττικής (ΠΑΔΑ)