Αντίβαρο στα υψηλά κόστη επιχειρούν να βάλουν με αυξημένα τιμολόγια οι βιομηχανίες

Συναγερμό και στις τάξεις των επιχειρήσεων έχει προκαλέσει η απογοήτευση των αγροτών από τη δραματική άνοδο στα έξοδα παραγωγής

Mε βασικό κριτήριο τον περιορισμό του ρίσκου και τον μετριασμό της αβεβαιότητας από τις πρωτόγνωρες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί σε όλες τις αγορές που σχετίζονται, άμεσα ή έμμεσα, με τα κόστη παραγωγής κινούνται πλέον οι αγρότες στον καλλιεργητικό σχεδιασμό τους.

Σε μια άλλη συγκυρία, ένα ράλι τιμών την προηγούμενη εμπορική σεζόν ή ένα αυξημένο τιμολόγιο ενόψει της ερχόμενης ενδεχομένως να αρκούσε για να οδηγήσει κάποιους παραγωγούς στην επιλογή καλλιέργειας. Φέτος, ωστόσο, τα πράγματα είναι διαφορετικά: Με τις τιμές της ενέργειας και των εφοδίων να έχουν ήδη ξεφύγει και αρκετούς αναλυτές να προεξοφλούν επιδείνωση της κατάστασης τους πρώτους μήνες του 2022, οι αγρότες είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένοι να πάρουν χαρτί και μολύβι, προκειμένου να υπολογίσουν με ακρίβεια… δεκαδικού ψηφίου και στο μέτρο του δυνατού τα (σχεδόν σίγουρα) έξοδα και τις (αμφίβολες) απολαβές τους.

Νωρίς βγήκε φέτος ο Νομικός

Σε αυτό το εκρηκτικό κλίμα, δεν είναι τυχαίο ότι κάποιες βιομηχανίες σπεύδουν το τελευταίο διάστημα να «βγουν μπροστά», θέλοντας να μεταφέρουν εγκαίρως το μήνυμα ότι αφουγκράζονται τις νέες συνθήκες και μπορούν να εγγυηθούν ένα μίνιμουμ επίπεδο ασφάλειας στον παραγωγό, καλύπτοντας φυσικά και οι ίδιες τις ανάγκες τους σε πρώτες ύλες. Υπό αυτό το πρίσμα θα μπορούσε να ιδωθεί και η απόφαση της ΑΒΕΚ Νομικός να δημοσιοποιήσει, αρκετά νωρίτερα σε σχέση με άλλες χρονιές, το τιμολόγιο βιομηχανικής ντομάτας για τη νέα σεζόν.

Τόσο για το εργοστάσιο των Φαρσάλων όσο και του Δομοκού προκύπτουν αυξήσεις 8 ευρώ/τόνο σε σχέση με πέρυσι, με τη βιομηχανία, μάλιστα, να αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο περαιτέρω αυξήσεων, αναλόγως και της πορείας της αγοράς τοματικών προϊόντων.

Ενδεικτικά, για το εργοστάσιο των Φαρσάλων και για εκμεταλλεύσεις που απέχουν από αυτό πάνω από 25 χλμ., η υψηλότερη τιμή βάσης για φορτία όπου οι κόκκινοι και ακέραιοι καρποί αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 80% του συνόλου διαμορφώνεται σε 98 ευρώ/τόνο και, ανάλογα με το χρονικό διάστημα της παράδοσης, προσαυξάνεται από 3 έως 8 ευρώ. Για το εργοστάσιο στον Δομοκό, η αντίστοιχη τιμή βάσης είναι 100 ευρώ/τόνο. Οι αντίστοιχες περσινές τιμές ήταν 90 ευρώ/τόνο για το εργοστάσιο των Φαρσάλων και 92 ευρώ/τόνο για το εργοστάσιο Δομοκού.

«Είμαστε σε μια περίοδο μεγάλης ανησυχίας και αναταραχής στις αγορές. Βρισκόμαστε όλοι μπροστά σε ένα τσουνάμι αυξήσεων του κοστολογίου, γι’ αυτό αποφασίσαμε να βγούμε φέτος νωρίς με τις τιμές, ώστε να μπορούν και οι παραγωγοί να κάνουν τον προγραμματισμό τους. Καλούμαστε να βαδίσουμε σε μια λεπτή γραμμή, ώστε η τιμή που θα δώσουμε στους αγρότες μας να είναι τέτοια που θα τους συμφέρει να καλλιεργήσουν ντομάτα και, παράλληλα, θα μας επιτρέψει να πουλήσουμε κι εμείς το προϊόν μας. Τα πάντα εξαρτώνται από το τι μπορεί να σηκώσει η αγορά», δηλώνει στην «ΥΧ» ο επικεφαλής της εταιρείας, Δημήτρης Νομικός.

Αυτήν τη στιγμή, όπως προσθέτει, τα δεδομένα φαίνονται ευνοϊκά: «Η ζήτηση είναι αυξημένη και τα αποθέματα εξ όσων γνωρίζουμε (γιατί η εικόνα θα ξεκαθαρίσει από τα τέλη Ιανουαρίου και μετά) είναι ελάχιστα. Επίσης, το γεγονός ότι, λόγω των ακριβών ναύλων, δεν έγιναν εισαγωγές από Κίνα ή από ΗΠΑ σαφώς έχει ευνοήσει τη χώρα μας, αν και από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες οι παραγωγές της Ιταλίας και της Πορτογαλίας ήταν υψηλότερες τελικά από αυτές που υπολογίζονταν αρχικά, ενώ και η Ισπανία δεν είχε κάποια μείωση».

Μια ενδεικτική και, παράλληλα, θεωρητική (δεδομένου ότι δεν υπάρχει στοκ) τιμή πώλησης για τον ντοματοπολτό 28-30% brix από τα εργοστάσια είναι σήμερα τα 900 ευρώ/τόνο, «σαφώς υψηλότερη από τα 750-800 ευρώ που αναμέναμε στην αρχή της σεζόν». Ταυτόχρονα, βέβαια, όπως σημειώνει ο κ. Νομικός, έχουν αυξηθεί δραματικά και τα κοστολόγια: «Το ρεύμα έχει ανέβει σχεδόν 300%, το πετρέλαιο κατά 80%, ενώ και το κόστος των κουτιών είναι πλέον ασύλληπτο. Θεωρούμε ότι οι συνθήκες και τα κόστη θα σπρώξουν στο τέλος της ημέρας και την αγορά του τελικού προϊόντος, όμως αυτό μένει να αποδειχθεί», καταλήγει ο επιχειρηματίας.

«Θετικό βήμα, αλλά δεν αρκεί»

Για ένα «καλό πρώτο βήμα» που, ωστόσο, δεν καλύπτει σε καμία περίπτωση τα αυξημένα κόστη της καλλιέργειας, κάνουν λόγο από την πλευρά τους οι εκπρόσωποι των παραγωγών. «Αυτήν τη στιγμή, υπάρχει μεγάλη παγωμάρα στον αγροτικό κόσμο, ιδίως από τη στιγμή που μιλάμε για μια κοστοβόρα καλλιέργεια», σχολιάζει ο πρόεδρος του ΘΕΣΤΟ, Χρήστος Σουλιώτης. «Αναμένουμε και από τις υπόλοιπες βιομηχανίες να ανοίξουν τα χαρτιά τους, ώστε να μπούμε σε μια διαδικασία διαπραγμάτευσης. Είναι θετικό ότι η ΑΒΕΚ Νομικός έδωσε τιμές τόσο νωρίς, καθώς δείχνει ότι αντιλήφθηκε τους προβληματισμούς που γεννά το τρελό ράλι των εφοδίων. Όμως, ακόμα και με αυτό το τιμολόγιο, ο λογαριασμός δεν βγαίνει», υπογραμμίζει.

«Πέρυσι αγοράζαμε το λίπασμα 350 ευρώ και φέτος κοστίζει 800 ευρώ, ενώ κάποιοι μιλούν από τώρα για αύξηση της ουρίας στα 1.200 ευρώ/τόνο και για ελλείψεις την ερχόμενη άνοιξη. Για ένα ηλεκτρομοτέρ που έχει κάψει 6.000 ευρώ ρεύμα, μας ήρθε ρήτρα αναπροσαρμογής 2.978 ευρώ», εξηγεί ο κ. Σουλιώτης.

«Με ένα στήσιμο 9 τόνων το στρέμμα το τιμολόγιο ‘‘δίνει’’ μια αύξηση 72 ευρώ/στρέμμα και με μια μέση τιμή brix τα 4,8 η τιμή για έναν παραγωγό διαμορφώνεται μεσοσταθμικά στα 91,2 ευρώ/τόνο, από 83 ευρώ τα προηγούμενα δύο χρόνια. Φυσικά, αντιλαμβανόμαστε ότι και η βιομηχανία έχει να αντιμετωπίσει πολύ υψηλά κόστη. Όμως, κι εμείς βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια πρωτόγνωρη κατάσταση. Αν δούμε ότι δεν βγαίνουν τα κουκιά, θα πάμε πιο συντηρητικά και προς καλλιέργειες χαμηλότερου ρίσκου», σημειώνει ο πρόεδρος του ΘΕΣΤΟ. Σημειωτέον ότι πέρυσι υπό την ομπρέλα του συνεταιρισμού καλλιεργήθηκαν με βιομηχανική ντομάτα 16.900 στρέμματα.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο διαχειριστής της Ομάδας Παραγωγών Βιομηχανικής Ντομάτας του Συνεταιρισμού Λαρισαίων Αγροτών, Παναγιώτης Καλογιάννης. «Θετική κίνηση η αύξηση στο τιμολόγιο του Νομικού, όμως δεν καλύπτει τα έξοδα», αναφέρει στην «ΥΧ» και διατυπώνει την πρόβλεψη ότι «πιθανότατα θα έχουμε νέα αύξηση την άνοιξη, γιατί και τα εργοστάσια γνωρίζουν ότι άμα μπούμε μέσα φέτος, του χρόνου δεν θα βάλουμε ντομάτα». Όπως συμπληρώνει ο ίδιος, τα κυριότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα ο καλλιεργητής είναι η ενέργεια και τα εφόδια: «Με τη ρήτρα αναπροσαρμογής, την οποία κανείς αγρότης δεν μπορεί να πληρώσει, το ρεύμα σε οκτώ από τις δέκα πομόνες είναι κομμένο. Στα δε λιπάσματα, το ζήτημα δεν είναι μόνο οι τωρινές υψηλές τιμές, αλλά οι ελλείψεις που προεξοφλούν ορισμένοι για τους επόμενους μήνες».

Πέρυσι, από τον συνεταιρισμό καλλιεργήθηκαν 4.000 στρέμματα με βιομηχανική ντομάτα και, με τα σημερινά δεδομένα, όπως τονίζει ο κ. Καλογιάννης, «δύσκολα θα φτάσουμε τα μισά. Αναγκαστικά θα στραφούν οι παραγωγοί σε λιγότερο κοστοβόρες καλλιέργειες. Ήδη, βλέπουμε μεγάλη αύξηση στο σκληρό σιτάρι και στο κριθάρι», τονίζει.

Μίνιμουμ 35 λεπτά στο συμπύρηνο

Κίνητρο στους παραγωγούς, προκειμένου να παραμείνουν στην καλλιέργεια του βιομηχανικού ροδάκινου, επιχειρεί να δώσει και η Ένωση Κονσερβοποιών Ελλάδος (ΕΚΕ), με τον πρόεδρό της, Κώστα Αποστόλου, να μιλά στην καθιερωμένη αποτίμηση της χρονιάς που ολοκληρώθηκε για μια μίνιμουμ τιμή της τάξης των 33-35 λεπτών/κιλό για προϊόν παραδοτέο στο εργοστάσιο.

«Θέλουμε να δώσουμε στους παραγωγούς μια βάση εκκίνησης για την επόμενη χρονιά, ώστε να έχουν την άνεση και το οικονομικό υπόβαθρο να κάνουν τον προγραμματισμό τους και τις απαιτούμενες φροντίδες», αναφέρει στην «ΥΧ», προσθέτοντας ότι, εξαιρώντας την ιδιαίτερη περσινή χρονιά, αυτό σηματοδοτεί μια αύξηση τουλάχιστον 7 ευρώ/κιλό με την προπέρσινη που μπορεί να χαρακτηριστεί ως κανονική».

Παράλληλα, εκφράζει την πρόθεση των βιομηχανιών να προμηθεύονται ροδάκινα μόνο από ομάδες παραγωγών και συνεταιρισμούς, οι οποίοι διαθέτουν κέντρα παραλαβής που λειτουργούν, σύμφωνα με τις αποφάσεις του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. «Θέλουμε να στηρίξουμε τις οργανώσεις αυτές και καλούμε και τους αγρότες να τις στηρίξουν, ώστε να τελειώνουμε με τα στέκια», τονίζει.

Όσον αφορά την αγορά της κονσέρβας, αναφέρει ότι οι πωλήσεις έτρεξαν πολύ καλά και, λόγω και του περιορισμένου ανταγωνισμού (αφού οι Κινέζοι, εξαιτίας των ακριβών ναύλων, απείχαν ουσιαστικά από την αγορά), οι τιμές πώλησης που επιτεύχθηκαν ήταν πολύ υψηλές. Ενδεικτικά, η τιμή ενός χαρτοκιβωτίου με 24 μονόκιλα τεμάχια κομπόστας διαμορφώθηκε στα 26-27 ευρώ. «Η μεγάλη ανησυχία μας, βέβαια, είναι αν το ράφι θα σηκώσει τώρα αυτές τις αυξήσεις.

Είμαστε συγκρατημένα αισιόδοξοι ότι αυτό θα γίνει», υπογραμμίζει. Σημειώνει βέβαια και τα υψηλά κόστη που έχουν να αντιπαρέλθουν και οι βιομηχανίες: «Εκτός από την ενέργεια, που είναι τρεις έως τέσσερις φορές πάνω, είναι δεδομένο ότι θα έχουμε αυξήσεις τουλάχιστον 60% στα κουτιά που είναι ένας σημαντικός συντελεστής κόστους, ενώ διψήφιες είναι οι αυξήσεις και σε βαρέλια, σακούλες, παλέτες, ζάχαρη κ.ά. «Είναι μια δύσκολη χρονιά, καθώς, πέρα από τις πολύ υψηλές τιμές, τίθεται εν αμφιβόλω και η διαθεσιμότητα κάποιων υλικών που είναι απαραίτητα για τη δουλειά μας και τα οποία πρέπει να παραγγείλεις από νωρίς για να διασφαλίσεις ότι θα τα παραλάβεις, όταν τα χρειάζεσαι», καταλήγει.

Συν 5 λεπτά η Barilla στο σκληρό

Παρόμοια λογική υιοθέτησε στα συμβόλαια σκληρού σιταριού και η Barilla Ηellas, η οποία, στις αρχές Νοεμβρίου, όπως πρώτη έγραψε η «ΥΧ», αποφάσισε να προχωρήσει για τη νέα καλλιεργητική σεζόν σε αύξηση της ελάχιστης εγγυημένης τιμής στις ποικιλίες με μίνιμουμ πρωτεΐνη 13% στα 25 λεπτά/κιλό. «Το επικρατέστερο σενάριο είναι ότι η τιμή του σκληρού σιταριού θα είναι αρκετά υψηλότερη από αυτά τα επίπεδα.

Ωστόσο, θέλαμε να δείξουμε ότι αφουγκραζόμαστε την αγορά και την αγωνία των παραγωγών. Λαμβάνουμε υπόψη μας την πολύ μεγάλη αύξηση στα καλλιεργητικά έξοδα και στέλνουμε το μήνυμα ότι είμαστε δίπλα τους», δηλώνει στην «ΥΧ» ο υπεύθυνος Αγοράς Πρώτων Υλών της εταιρείας, Κώστας Θεοχαρίδης.

Σπεύδουν να καλύψουν μέρος από τις ανεβασμένες ζωοτροφές κάποιοι «γαλατάδες»

Διατεθειμένες να στηρίξουν τους κτηνοτρόφους στην πολύ δύσκολη σημερινή συγκυρία εμφανίζονται και κάποιες γαλακτοβιομηχανίες. «Είναι προφανές ότι στις τωρινές συνθήκες ο γεωργός και ο κτηνοτρόφος πρέπει να ανταμειφθούν», λέει στην «ΥΧ» ο διευθύνων σύμβουλος της Ελληνικά Γαλακτοκομεία ΑΕ, Μιχάλης Σαράντης.

«Γι’ αυτό κι εμείς αυξήσαμε μέσα σε έναν χρόνο την τιμή του πρόβειου γάλακτος κατά 30%. Ωστόσο, πρέπει να έχουμε πάντα στον νου μας τη λειτουργία της αγοράς και τι τιμές μπορεί να σηκώσει ο καταναλωτής».

Από την πλευρά του, ο διευθυντής Εφοδιαστικής Αλυσίδας και μέλος του ΔΣ της Κρι-Κρι, Γιώργος Τσινάβος, τονίζει στην «ΥΧ» ότι η εταιρεία παρακολουθεί από κοντά τις εξελίξεις στις κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις: «Θεωρούμε τους παραγωγούς στρατηγικούς συνεργάτες μας. Η πρώτη ύλη τους είναι για εμάς το ανταγωνιστικό μας πλεονέκτημα, ιδιαίτερα στις εξαγωγές γιαουρτιού».

Ο ίδιος εξηγεί ότι ο συσχετισμός της τιμής παραγωγού και της βιωσιμότητας μιας μονάδας απασχολεί σοβαρά την εταιρεία. «Τους τελευταίους μήνες, μελετήσαμε αρκετά το θέμα της αύξησης του κόστους παραγωγής σε συνεργασία με παραγωγούς μας. Είδαμε ότι οι ζωοτροφές καλύπτουν το 50% – 60% του κόστους παραγωγής και ότι η αύξηση του κόστους είναι της τάξης των 7 λεπτών/κιλό. Εμείς έχουμε καλύψει το 70% αυτής της απόστασης, δηλαδή 4,5 με 5 λεπτά».

Ο κ. Τσινάβος συμπληρώνει ότι «με τις πρόσφατες αυξήσεις έγινε από εμάς μια προσαρμογή σε αυτά τα κόστη. Βεβαίως, αναζητούμε τρόπους, ώστε να μην υπάρχει αυτή η χρονοκαθυστέρηση που έχει παρατηρηθεί. Διαβουλευόμαστε με τους παραγωγούς πάνω σε ένα πιο ευέλικτο τιμοδοτικό σύστημα, που να προσαρμόζεται στις συνθήκες της αγοράς. Θα κάνουμε πιλοτικές εφαρμογές σε πρώτη φάση και, ανάλογα με τα αποτελέσματα, θα προχωρήσουμε».

Καταλήγοντας, και αναφερόμενος στο 2022, κάνει λόγο «για μια δύσκολη χρονιά, αλλά και μια χρονιά-συντήρηση. Για τη μεταποίηση υπάρχει μια αύξηση κόστους πρώτων υλών 15% – 17% που, δυστυχώς, δεν μεταφέρεται στη λιανική, ιδιαίτερα σε συνεργασίες για προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Για τους παραγωγούς, η εξέλιξη της τιμής του αγελαδινού θα συνδέεται με την εξέλιξη των τιμών στις ζωοτροφές και ανάλογα θα αναπροσαρμόζεται».

Αντώνης Ανδρονικάκης