Από 87 ευρώ τον μήνα η εξαγορά πλασματικών ετών για τους αγρότες

Xαμηλότερο κατά 48 ευρώ σε ετήσια βάση το κόστος σε σχέση με το σημερινό καθεστώς

Αλλαγές και στο κόστος εξαγοράς πλασματικών ετών ασφάλισης εκ μέρους των αγροτών φέρνει το ασφαλιστικό νομοσχέδιο που συζήτειται αυτές τις μέρες στην βουλή.

Η νέα διάταξη που προωθεί το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ορίζει ότι για κάθε μήνα που επιθυμεί να αναγνωρίσει ο μη μισθωτός ασφαλισμένος καταβάλλεται η εισφορά κύριας σύνταξης, την οποία έχει επιλέξει κατά το έτος υποβολής της αίτησης αναγνώρισης. Αυτό σημαίνει ότι για τη φετινή χρονιά και με δεδομένο ότι ο αγρότης θα επιλέξει την πρώτη ασφαλιστική κατηγορία (όπως εκτιμάται ότι θα πράξει η συντριπτική πλειονότητα), το κόστος ανέρχεται σε 87 ευρώ τον μήνα.

Πρακτικά, δηλαδή, έχουμε μια μείωση 4 ευρώ τον μήνα ή 48 ευρώ τον χρόνο σε σχέση με το σημερινό καθεστώς. Υπενθυμίζουμε ότι με απόφαση που είχε υπογράψει τον Μάιο του 2018 ο πρώην υπουργός Εργασίας, Τ. Πετρόπουλος, το κόστος εξαγοράς πλασματικών ετών ασφάλισης για τους αγρότες ορίστηκε στο 20% επί του 70% του εκάστοτε κατώτατου βασικού μισθού.

Μέχρι τις 31/1/2019 ο τελευταίος ανερχόταν σε 586,08 ευρώ, με αποτέλεσμα το μηνιαίο κόστος εξαγοράς να διαμορφώνεται σε 82,05 ευρώ. Η αύξηση, ωστόσο, του κατώτατου μισθού από 1ης Φεβρουαρίου 2019 «συμπαρέσυρε» και το αντίτιμο για τα πλασματικά έτη ασφάλισης, το οποίο πλέον ανέβηκε στα 91 ευρώ τον μήνα.

Αύξηση από του χρόνου

 Πρέπει, βεβαίως, να σημειωθεί εδώ ότι, με την προβλεπόμενη από το νομοσχέδιο αύξηση των εισφορών την επόμενη διετία, θα υπάρξει και ανάλογη αναπροσαρμογή προς τα πάνω του κόστους εξαγοράς των πλασματικών ετών. Έτσι, το 2021, κάθε μήνας πλασματικής ασφάλισης θα κοστίζει στον αγρότη μίνιμουμ 89 ευρώ, το 2022 μίνιμουμ 91 ευρώ, ενώ από το 2023 και μετά το κόστος θα «ακολουθεί» την ειδική ρήτρα αύξησης εισφορών που περιλαμβάνει το νομοσχέδιο (το 2023 και το 2024 προσαύξηση των εισφορών κατά το ποσοστό μεταβολής του μέσου ετήσιου γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή του προηγούμενου έτους και από το 2025 προσαύξηση κατά τον δείκτη μεταβολής μισθών).

Συμφέρει ο προγραμματισμός

 Όπως έχει γράψει η «ΥΧ», με το νέο σύστημα κάθε μη μισθωτός ασφαλισμένος μπορεί να επιλέξει να ενταχθεί σε υψηλότερη ασφαλιστική κατηγορία, προσβλέποντας σε καλύτερη σύνταξη. Σε αυτή την περίπτωση, βέβαια, εφόσον επιθυμεί να αναγνωρίσει στη διάρκεια του έτους πλασματικά έτη ασφάλισης, θα πρέπει να καταβάλει και το ανάλογο υψηλότερο αντίτιμο. Ωστόσο, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι θα υποβάλει τη σχετική αίτηση αναγνώρισης, έχει τη δυνατότητα από την αρχή του έτους να επιλέξει την ένταξη στην κατώτατη κατηγορία, μειώνοντας αντίστοιχα και το κόστος εξαγοράς.

Για παράδειγμα, ένας αγρότης, ο οποίος φέτος θα ενταχθεί στη δεύτερη ασφαλιστική κατηγορία και του χρόνου σκοπεύει να υποβάλει αίτηση αναγνώρισης δύο ετών, μπορεί μέχρι το τέλος του 2020 (οπότε γίνεται και η σχετική δήλωση) να επιλέξει για το 2021 την ένταξη στην πρώτη κατηγορία, ώστε κάθε μήνας πλασματικής ασφάλισης να του κοστίσει 89 ευρώ (αντί για 107 ευρώ). Σε αυτή την περίπτωση, για την αναγνώριση των δύο ετών θα καταβάλει συνολικά 2.136 ευρώ (1.068 ευρώ/χρόνο επί δύο) αντί για 2.568 ευρώ (1.284 ευρώ/χρόνο επί δύο), αν επέλεγε ξανά τη δεύτερη ασφαλιστική κατηγορία.

Βεβαίως, όλα τα παραπάνω έχουν περισσότερο θεωρητικό χαρακτήρα για τους αγρότες, καθώς, όπως προαναφέραμε, η μεγάλη πλειονότητα εκτιμάται ότι θα επιλέξει να ενταχθεί στην πρώτη ασφαλιστική κατηγορία, ώστε να καταβάλει την κατώτατη εισφορά.

Έκπτωση 2% για εφάπαξ καταβολή

Σε κάθε περίπτωση, το συνολικό ποσό της εξαγοράς, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, καταβάλλεται σε τόσες μηνιαίες δόσεις, όσοι είναι και οι μήνες που αναγνωρίζονται. Έτσι, ο αγρότης του παραπάνω παραδείγματος που επιθυμεί να εξαγοράσει δύο έτη ασφάλισης, θα πρέπει να καταβάλει τα 2.136 ευρώ σε 48 δόσεις. Η πρώτη δόση πληρώνεται μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα της κοινοποίησης της απόφασης. Υπάρχει και η δυνατότητα εφάπαξ καταβολής ολόκληρου του ποσού, οπότε παρέχεται έκπτωση 2% για κάθε έτος εξαγοράς (στο παράδειγμά μας, 21,36 ευρώ για κάθε έτος δηλαδή συνολικά 42,72 ευρώ για τη διετία).