Ο απολογισμός της αγοράς της ψηφιακής γεωργίας το 2020

Οι τάσεις που θα καθορίσουν την υιοθέτηση της τεχνολογίας το 2021 στην ελληνική πραγματικότητα

H χρονιά του 2020 θα μείνει για πάντα γνωστή ως η χρονιά της πανδημίας του κορωνοϊού, η οποία έχει επηρεάσει σχεδόν όλους τους κλάδους της οικονομίας, μαζί με τις ανθρώπινες σχέσεις. Η απαγόρευση των μετακινήσεων και ο περιορισμός των επαφών έδωσε μια ώθηση στην πιο γρήγορη ενσωμάτωση της τεχνολογίας σε αρκετούς οικονομικούς κλάδους, χωρίς να εξαιρείται ο αγροτικός.

Η έλλειψη εργατικών χεριών κατά την περίοδο της πανδημίας, η αυξημένη ζήτηση για τρόφιμα, αλλά και οι μεταβαλλόμενες καταναλωτικές προτιμήσεις, είναι κινητήριοι παράγοντες για την αυξημένη υιοθέτηση της τεχνολογίας στις αγροτικές εκμεταλλεύσεις. Σύμφωνα με την ανάλυση της εταιρείας ερευνών marketsandmarkets, μετά την πανδημία του κορωνοϊού, το μέγεθος της παγκόσμιας αγοράς ψηφιακής γεωργίας εκτιμάται ότι θα αυξηθεί από 5,6 δισ. δολάρια το 2020 στα 6,2 δισ. δολάρια έως το 2021, σημειώνοντας ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 9,9%.

Η αύξηση αυτή προβλέπεται να συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια, σύμφωνα με την ανάλυση, καθώς οι τεχνολογίες επιτρέπουν την εξοικονόμηση χρόνου και κόστους παραγωγής. Αυτοί οι παράγοντες συμβάλλουν στην επίτευξη μεγαλύτερης παραγωγής με περιορισμένο εργατικό δυναμικό κατά τη διάρκεια αυτής της κατάστασης, όπου υπάρχει έλλειψη εργατικών χεριών και, συνεπώς, θα βοηθήσουν στην τακτική προμήθεια τροφίμων, διασφαλίζοντας έτσι την επισιτιστική ασφάλεια τα επόμενα χρόνια.

Όσον αφορά ευρύτερα τον κλάδο της αγροτικής τεχνολογίας, σύμφωνα με την εταιρεία ερευνών Juniper Research, η παγκόσμια αγορά προβλέπεται να αυξηθεί κατά 150% τα επόμενα πέντε χρόνια. Η συνολική αξία της αγοράς αγροτεχνολογίας, δηλαδή, αναμένεται να φτάσει τα 22,5 δισ. δολάρια έως το 2025, από μόλις 9 δισ. δολάρια το 2020.

Τα ελληνικά δεδομένα

Παρά το ότι δεν υπάρχουν αναλυτικά στοιχεία για την αγορά συστημάτων τεχνολογίας στη γεωργία στην Ελλάδα, ο αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Αξιοποίησης Φυσικών Πόρων και Γεωργικής Μηχανικής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Σπύρος Φουντάς, αναφέρει στην «ΥΧ» ότι «όσον αφορά την αγροτική τεχνολογία, το 2020 πιστεύω πως ήταν μία από τις καλές χρονιές, κυρίως λόγω του έντονου ενδιαφέροντος τόσο των γεωργών, όσο και των γεωργικών συνεταιρισμών και ομάδων παραγωγών για την αγροτική τεχνολογία.

Παρ’ όλα αυτά, συζητώντας με αρκετές εταιρείες που εμπορεύονται συστήματα αγροτικής τεχνολογίας, έχουν τονίσει πως ενώ υπήρχε ενδιαφέρον μετά την Agrotica, λόγω της πανδημίας, αρκετοί αγρότες δεν πραγματοποίησαν αγορές. Ωστόσο, υπήρχαν και αρκετοί αγρότες που έκαναν επενδύσεις σε διάφορες τεχνολογίες, όπως συστήματα μεταβλητής λίπανσης και ψεκασμών, συστήματα αυτόματης πλοήγησης για τους γεωργικούς ελκυστήρες, λογισμικά για διαχείριση των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, όπως και για μετεωρολογικούς σταθμούς».

Εξέλιξη της ελληνικής γεωργίας

Η καινοτομία, μέσω της αγροτικής τεχνολογίας, σύμφωνα με τον κ. Φουντά, «θα αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα στην εξέλιξη της ελληνικής γεωργίας, προσφέροντας οικονομία κλίμακας, μείωση των εισροών και αύξηση της απόδοσης και της ποιότητας.

Στα εγκεκριμένα σχέδια βελτίωσης του υπουργείου, μάλιστα, αρκετοί δικαιούχοι θα εξοπλιστούν με καινοτόμα μηχανήματα. Το ζητούμενο εδώ είναι να γνωρίζουν τη χρήση τους, να μπορούν να εκπαιδευτούν στη σωστή λειτουργία τους, να μπορούν να τα εντάξουν στις καθημερινές εργασίες, να υπάρχει αξιόπιστο και γρήγορο service και, τέλος, να γνωρίζουν τα οφέλη τους και τους περιορισμούς στη χρήση τους».

Στη σωστή ενημέρωση των αγροτών, αλλά και στην εφαρμογή της τεχνολογίας τα επόμενα χρόνια με βάση τις ανάγκες των ίδιων, εστιάζει και ο διευθυντής του Ινστιτούτου Βιοοικονομίας και Αγροτεχνολογίας (ΙΒΟ) και πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Τεχνολογιών Πληροφορικής στη Γεωργία, Δρ. Διονύσης Μπόχτης. Ο ίδιος εξηγεί στην «ΥΧ» ότι «η ταχύτητα της ανάπτυξης νέων τεχνολογιών που έχει υπερ-δεκαπλασιαστεί κατά τα τελευταία χρόνια, δημιουργεί μια “ασαφή κατάσταση”, με τον μεν γεωργικό κόσμο σε μερική κατανόηση των τεχνολογιών αυτών και τον δε κόσμο των παρόχων τεχνολογιών σε άγνοια της πολυπλοκότητας και της ιδιαιτερότητας της γεωργικής παραγωγής.

Το τοπίο αυτό μπορεί να γίνει εξαιρετικά επικίνδυνο (για τους παραγωγούς πάντα), εάν οι τεχνολογίες αυτές (για μια ακόμη φορά) εφαρμοστούν με τον “ελληνικό τρόπο”, την “από πάνω προς τα κάτω” εφαρμογή και όχι το αντίστροφο.

Οι κυρίαρχες τάσεις λοιπόν που (θα πρέπει να) περιμένουμε είναι: α) από πλευράς πολιτείας, τον ορισμό πλαισίων και κανόνων που αφορούν τη χρήση των γεωργικών δεδομένων και τη δημιουργία μηχανισμών αποφυγής χειραγώγησης της εφαρμογής των νέων τεχνολογιών στη γεωργία, β) από πλευράς παραγωγών, την αναζήτηση ουσιαστικής ενημέρωσης και γ) από πλευράς επιχειρήσεων τεχνολογίας, τη διάθεση να μοιραστούν την όποια υπεραξία των νέων τεχνολογιών με τους παραγωγούς».

Εναλλακτικές μορφές παραγωγής

Εκτός, όμως, από τα παραπάνω, η πανδημία του κορωνοϊού έδωσε ώθηση και σε εναλλακτικές μορφές παραγωγής, σύμφωνα με τον Αντώνη Κουκουρίκο, επικεφαλής Καινοτομίας στην εταιρεία αγροτικής τεχνολογίας Scio. Όπως εξηγεί στην «ΥΧ», «η πανδημία COVID-19 επηρέασε δραματικά ολόκληρη την αλυσίδα τροφίμων.

Στο πλαίσιο της πραγματικότητας που διαμορφώθηκε, αναδείχτηκαν ακόμα περισσότερο ήδη παρατηρούμενες πρωτοβουλίες για εναλλακτικές μορφές αγροδιατροφικής παραγωγής, όπως οι κάθετες καλλιέργειες, ενώ επιταχύνθηκαν οι επενδύσεις σε πρωτοποριακές μεθόδους, όπως π.χ. η παραγωγή “εναλλακτικού κρέατος” με βάση φυτικές ή συνθετικές πρωτεΐνες.

Όσον αφορά τις εξελίξεις στις παραδοσιακές καλλιέργειες και αλυσίδες παραγωγής, παρατηρούμε αφενός μια μετακίνηση του ενδιαφέροντος σε θέματα ασφάλειας τροφίμων και παρακολούθησης της πορείας των προϊόντων από την παραγωγή στην κατανάλωση και αφετέρου την όλο και μεγαλύτερη προώθηση λύσεων που βασίζονται στην εκτεταμένη χρήση λογισμικού. Ανεξάρτητα από τις έκτακτες συνθήκες που διαμορφώθηκαν κατά το 2020, διαρκείς τάσεις στον τομέα της αγροδιατροφής σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή και την αντιμετώπιση των επιπτώσεών της.

Σημαντικά θέματα που χρήσουν αντιμετώπισης είναι η αποδοτικότερη ανάλυση κλιματικών δεδομένων και ο έξυπνος συσχετισμός τους με δεδομένα χρήσης γης, αγροτικής παραγωγής και παραμέτρων αστικής διαβίωσης».